Ύστερα από δύο χρόνια σιωπής, στην ετήσια έκθεσή του για την Ελλάδα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επαναφέρει το ζήτημα της κεφαλαιακής ενίσχυσης των ελληνικών τραπεζών.
Χωρίς να επανέρχεται αυτούσια στην παλαιότερη θέση του για την ανάγκη πρόσθετων κεφαλαίων 10 δισ. ευρώ για τις ελληνικές τράπεζες, το ΔΝΤ εκτιμά ότι η ανάγκη κεφαλαιακής ενίσχυσης είναι πιθανή λόγω κάποιων παραγόντων, με πρώτο τη μείωση των κόκκινων δανείων.
Στην ομολογουμένως σκληρή έκθεσή του, το ΔΝΤ επισημαίνει ότι με τον τρέχοντα ρυθμό, η ανάκαμψη των ελληνικών τραπεζών ώστε να υποστηρίξουν τη χρηματοδότηση των επενδύσεων και της ανάπτυξης, θα πάρει πολλά χρόνια. Το Ταμείο τονίζει την ανάγκη ακόμη ταχύτερης μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων από αυτήν που έχουν προτείνει τράπεζες και κυβέρνηση, έτσι ώστε η Ελλάδα να προσεγγίσει τον μέσο ευρωπαϊκό όρο μέχρι τα τέλη του 2021. Η επισήμανση αυτή του ΔΝΤ μεταφράζεται σε δείκτη NPE στην περιοχή του 3% - 4% για το τέλος του 2021, όταν ο φιλόδοξος στόχος που έχουν θέσει οι ελληνικές τράπεζες είναι για δείκτη NPE γύρω στο 20%.
Όπως αναφέρει στην έκθεσή του το ΔΝΤ, τα πρόσθετα κεφάλαια είναι πιθανό να χρειαστούν προκειμένου να χρηματοδοτήσουν ακόμη και την πιο μετριοπαθή μείωση των NPEs για την οποία έχουν δεσμευτεί οι ελληνικές τράπεζες στον SSM. Παράλληλα, οι τράπεζες θα πρέπει να ανταποκριθούν στο provisioning calendar που έχει ορίσει ο SSM, δηλαδή στον έγκαιρο και αυξημένο σχηματισμό προβλέψεων στα δανειακά τους χαρτοφυλάκια, καθώς επίσης να προβούν σε εσωτερικές επενδύσεις (π.χ. σε τεχνολογία) για να επιτύχουν τους επιχειρηματικούς τους στόχους.
Με αυτό το σκεπτικό, το ΔΝΤ παροτρύνει τις τράπεζες να ενισχύσουν την ικανότητά τους για απορρόφηση ζημιών, καθώς επίσης να περιορίσουν τη συμμετοχή των κεφαλαίων από αναβαλλόμενο φόρο στα συνολικά τους κεφάλαια. Επιπλέον, τονίζει την ανάγκη να δοθεί προτεραιότητα σε ιδιωτικές πρωτοβουλίες βάσει αγοράς που θα συμπεριλαμβάνουν τους υφιστάμενους μετόχους (για άντληση νέων κεφαλαίων), αν και κάποιου είδους στήριξη από το Δημόσιο μπορεί να απαιτηθεί.
Το τραπεζικό σύστημα παραμένει αδύναμο για τη χρηματοδότηση της Οικονομίας – Προτεραιότητα της κυβέρνησης η εξυγίανσή του
Παρά τις πολλαπλές αξιολογήσεις και τις ουσιαστικές "ενέσεις" κεφαλαίων από το κράτος και ιδιωτικά funds κατά την τελευταία δεκαετία, το τραπεζικό σύστημα παραμένει αδύναμο ως μηχανή χρηματοδότησης της Οικονομίας και αποτελεί πηγή κινδύνων για τη δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα, λέει το ΔΝΤ. Η ποιότητα των κεφαλαίων παραμένει αδύναμη, με τις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις να μην προσφέρουν τη δυνατότητα απορρόφησης ζημιών. Το ποσό των NPEs στο σύστημα παραμένει το υψηλότερο στην Ευρώπη, τη στιγμή που η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών είναι η χαμηλότερη (συνδυασμός που περιορίζει την παραγωγή εσωτερικού κεφαλαίου και την ικανότητα των ελληνικών τραπεζών να προσελκύσουν ιδιώτες επενδυτές). Η πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών σε δανεισμό χωρίς εξασφαλίσεις παραμένει περιορισμένη και ακριβή και, παρά την πρόσφατη βελτίωση, κάποιες συστημικές τράπεζες δεν ανταποκρίνονται στους κανονισμούς για τους δείκτες κάλυψης ρευστότητας, υποστηρίζει το ΔΝΤ.
Το Ταμείο αναφέρει ότι η νέα ελληνική κυβέρνηση θέτει σε προτεραιότητα την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος και για το σκοπό αυτό δημιούργησε θέση υφυπουργού αρμόδιου να προωθήσει και να επιβλέπει τη μεταρρύθμιση των τραπεζών, ενώ έλαβε και την έγκριση της DGComp για το σχήμα κρατικών εγγυήσεων "Ηρακλής" για τη συστημική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ένα ξεχωριστό σχήμα που περιλαμβάνει κρατική ενίσχυση (μέσω της χρήσης του αναβαλλόμενου φόρου) έχει προταθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά δεν έχει προωθηθεί από την κυβέρνηση. Οι τράπεζες ανακοίνωσαν πρόσφατα ακόμη πιο επιθετικούς στόχους μείωσης των NPEs που συμφώνησαν με τον SSM, οι οποίοι στοχεύουν σε μείωση του στοκ των NPEs στα 29 δισ. ευρώ μέχρι τα τέλη του 2021 από 82 δισ. ευρώ στα τέλη του 2018. Ο πρωθυπουργός κάλεσε τις τράπεζες για ακόμη επιθετικότερες μειώσεις μέσω των οποίων ο δείκτης NPE θα υποχωρήσει σε μονοψήφιο ποσοστό μέχρι τα τέλη του 2021.
Το ΔΝΤ συστήνει να ενισχυθεί η εταιρική διακυβέρνηση των τραπεζών, καθώς και η κερδοφορία τους. Επίσης να γίνουν ουσιαστικές αναδιαρθρώσεις χρέους και να υπάρξει πειθαρχία στις πληρωμές. Όλα τα παραπάνω πρέπει να γίνουν στο πλαίσιο μία ολιστικής στρατηγικής, με συνέπεια και ακολουθία μέτρων.
Ανάγκη ενός νέου πτωχευτικού πλαισίου φυσικών προσώπων
Σημαντικό κομμάτι της συντονισμένης στρατηγικής για τον τραπεζικό τομέα, σύμφωνα με το ΔΝΤ, είναι ένα νέο πτωχευτικό πλαίσιο φυσικών προσώπων, με περιορισμό της προστασίας της πρώτης κατοικίας, τη δημιουργία μιας πιο αξιόπιστης απειλής για τους πλειστηριασμούς και όρια για την επιμήκυνση των σχημάτων αναδιάρθρωσης του χρέους των νοικοκυριών.
Σημειώνεται ότι το Ταμείο εκτιμά πως θα πρέπει να υπάρξουν μεγαλύτερες διαγραφές οφειλών για να ελαφρύνει το βάρος του χρέους των δανειοληπτών και οι πιστωτές να συνειδητοποιήσουν ότι θα γράψουν ζημιές.
Η Ελλάδα θα πρέπει να υιοθετήσει ένα νόμο αφερεγγυότητας φυσικών προσώπων που θα δίνει τη δυνατότητα μιας καινούργιας αρχής στους ιδιώτες με χρέος χωρίς εξασφαλίσεις, αλλά δεν θα στοχεύει στο να κρατήσει τους ιδιώτες σε σπίτια τα οποία δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά, αναφέρει επί λέξει στην έκθεσή του το ΔΝΤ. Για να διευρυνθεί άμεσα στο στόχος για τη μείωση των κόκκινων δανείων, αναφέρει, η Ελλάδα θα πρέπει να περιορίσει το στοκ των υποθέσεων στα δικαστήρια και να καταστήσει τους πλειστηριασμούς πειστική απειλή.
Το νέο πτωχευτικό πλαίσιο φυσικών προσώπων, σύμφωνα με το ΔΝΤ, θα πρέπει να περιλαμβάνει:
α) Απαλλαγή από το χρέος που δεν έχει εξασφαλίσεις κατόπιν ρευστοποίησης όλων των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη που δεν απαλλάσσονται. Για να αποφευχθεί ο ηθικός κίνδυνος, θα πρέπει να ζητείται από τους οφειλέτες, όλο το εισόδημά τους πλην των αναγκαίων δαπανών διαβίωσης, να πηγαίνει για την αποπληρωμή των πιστωτών, για διάστημα τριών ετών προτού δοθεί στον οφειλέτη απαλλαγή χρέους. Η απαλλαγή αυτή θα μπορεί να ανακληθεί και το χρέος να αναβιώσει στην ονομαστική του αξία, εάν οι πιστωτές προσκομίσουν στο δικαστήριο στοιχεία για δόλια συμπεριφορά του οφειλέτη.
β) Αυτόματο "σκανάρισμα" των αιτήσεων στην ηλεκτρονική πλατφόρμα για να κριθεί η επιλεξιμότητα των οφειλετών.
γ) Κυρίως, να προβλέπεται ότι η υποβολή αίτησης πτώχευσης δεν θα αναστέλλει το δικαίωμα του πιστωτή που έχει εξασφαλίσεις, να προβεί σε μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης. Ωστόσο, για τους πιστωτές χωρίς εξασφαλίσεις θα μπορεί να υπάρχει μία περίοδος π.χ. 6 μηνών, ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία.
Το πτωχευτικό πλαίσιο για τα φυσικά πρόσωπα δεν θα πρέπει να περιλαμβάνει προστασία της πρώτης κατοικίας, όπως ισχύει και στα περισσότερα συστήματα αφερεγγυότητας. Στις περισσότερες χώρες, ο πιστωτής μπορεί να πουλήσει το σπίτι ή να υποβάλει αίτηση αναγκαστικής πώλησης εφόσον ο δανειολήπτης δεν εξυπηρετεί το χρέος του που φέρει εξασφάλιση, ανεξαρτήτως από τη διαδικασία προσωπικής πτώχευσης.
Καμία παράταση στο καθεστώς προστασίας της πρώτης κατοικίας
Το καθεστώς παροχής προστασίας της πρώτης κατοικίας, μπαίνει στο στόχαστρο του ΔΝΤ, το οποίο αποδέχεται να υπάρχει προστασία για τους ευάλωτους δανειολήπτες, ωστόσο μέσω του κράτους και της κοινωνικής πρόνοιας και όχι μέσω των τραπεζών. Ο νόμος για την προστασία της πρώτης κατοικίας πρέπει να λήξει στο τέλος Δεκεμβρίου 2019, όπως έχει οριστεί η ισχύς του. Συνεχείς παρατάσεις θα διαιωνίσουν την αντίληψη ότι το κράτος θα παρεμβαίνει πάντα για να αποτρέπει τους πλειστηριασμούς και θα διαβρώσουν περαιτέρω την κουλτούρα πληρωμών, τονίζει το ΔΝΤ. Το Ταμείο επισημαίνει ότι η Ελλάδα εισήγαγε πρώτα το 2009, moratorium πλειστηριασμών με όριο προστασίας τις 200.000 ευρώ. Το 2010 το όριο ανέβηκε στις 300.000 αντικειμενική αξία ακινήτου και ψηφίστηκε επίσης ο νόμος Κατσέλη.
Μέχρι το 2016, πάνω από 200.000 άτομα, σχεδόν το 2% του πληθυσμού της Ελλάδας, είχαν κάνει αίτηση στο νόμο Κατσέλη για προστασία της πρώτης κατοικίας, "παγώνοντας" με την υποβολή της αίτησης κάθε μέτρο αναγκαστικής εκτέλεσης και απολαμβάνοντας ασυλία ετών, στη διάρκεια των οποίων δεν κατέβαλαν ούτε μία ελάχιστη δόση για το δάνειό τους, επισημαίνει το ΔΝΤ. Οι εκκρεμείς υποθέσεις του ν. Κατσέλη ξεπερνούσαν τις 100.000 μέχρι το β΄ τρίμηνο 2019.
Η απειλή πλειστηριασμών να είναι πειστική
Επιμένοντας στην ανάγκη η απειλή των πλειστηριασμών να μην είναι θεωρητική αλλά πειστική, το ΔΝΤ λέει ότι οι μαζικοί πλειστηριασμοί δεν είναι επιθυμητοί από κοινωνική ή οικονομική σκοπιά. Ωστόσο αποτελούν έναν αποτελεσματικό μηχανισμό πειθαρχίας για τους δανειολήπτες που δεν είναι συνεργάσιμοι και ειδικά αυτούς που λειτουργούν ως στρατηγικοί κακοπληρωτές. Οι τράπεζες πρέπει να ανακαλύψουν τους στρατηγικούς κακοπληρωτές και να προχωρήσουν σε πλειστηριασμούς, στέλνοντας έτσι ένα ισχυρό μήνυμα ότι δεν πρόκειται να ανεχθούν τη συμπεριφορά αυτή. Και οι αρχές από την πλευρά τους, θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι δεν θα υπάρχουν νομικά "παράθυρα" που θα δίνουν τη δυνατότητα στους δανειολήπτες να αθετούν, με την κάλυψη του νόμου, την πληρωμή των δανείων τους.
Την παράδοση του νόμου Κατσέλη φαίνεται να συνεχίζει ο νόμος 4605/2019
Το νομικό πλαίσιο συνέβαλε στη μεγέθυνση του προβλήματος των NPLs, αίροντας ουσιαστικά την απειλή του πλειστηριασμού, λέει το ΔΝΤ κάνοντας εκτενή αναφορά στο νόμο Κατσέλη, ο οποίος ψηφίστηκε το 2010 με προσωρινή ισχύ ενός έτους και μετατράπηκε σε μόνιμο καθεστώς πολυετούς ασυλίας για τους δανειολήπτες, μεταξύ αυτών πολλών στρατηγικών κακοπληρωτών.
Αναφερόμενο στον νόμο 4605/2019 για την προστασία της πρώτης κατοικίας, το ΔΝΤ λέει ότι οι διαδικασίες στην ηλεκτρονική πλατφόρμα, από τον Ιούλιο που ξεκίνησε, έχουν αποδώσει ελάχιστα, με μόλις 41 αιτήσεις να έχουν ολοκληρωθεί και 7 ρυθμίσεις να έχουν πραγματοποιηθεί. Εντούτοις, ήδη πάνω από 90 υποθέσεις έχουν προσφύγει στο δικαστήριο για τη διαδικασία. Επίσης, οι τράπεζες έχουν αναγνωρίσει ότι ρυθμίσεις με κούρεμα στη βάση LTV 120% για περίοδο 25 ετών, ακόμη και με κρατική επιδότηση, μπορεί να μην δημιουργούν βιώσιμες λύσεις αναδιάρθρωσης. Έτσι, αν και πρώιμο να λεχθεί, ο νόμος για την προστασία της πρώτης κατοικίας φαίνεται ότι συνεχίζει την παράδοση του νόμου Κατσέλη, λέει το ΔΝΤ.
Η προστασία της πρώτης κατοικίας και οι πολιτικές των τραπεζών έχουν εμποδίσει τις πωλήσεις και ρευστοποιήσεις κόκκινων στεγαστικών δανείων και οι δανειολήπτες συνεχίζουν να βρίσκονται αντιμέτωποι με υψηλό χρέος για το οποίο δεν υπάρχει ουσιαστική αναδιάρθρωση. Περίπου το 1/3 των NPEs που συνδέονται με οικιστικά ακίνητα βρίσκονται σε καθεστώς προστασίας από πλειστηριασμό, καθώς εκκρεμεί η εκδίκαση της αίτησής τους (ν. Κατσέλη) στα δικαστήρια.
Το ΔΝΤ επισημαίνει και το ότι οι τράπεζες δεν έκαναν μακροπρόθεσμες, βιώσιμες ρυθμίσεις στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Με υψηλά ακόμη ποσοστά εκ νέου αθέτησης (redefault) σε ρυθμισμένα δάνεια (το ποσοστό των ρυθμισμένων δανείων που ξαναγίνονται κόκκινα μέσα στο πρώτο έτος από τη ρύθμιση, ανέρχεται σε 60%), μερικές τράπεζες υιοθέτησαν πρόσφατα ρυθμίσεις στεγαστικών δανείων με διαγραφή χρέους ακόμη και κάτω του 100% στη σχέση LTV (αξία δανείου προς αξία ακινήτου).
Το ύψος των μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών δανείων παραμένει κοντά στα 27 δισ. ευρώ – περίπου το 1/3 των συνολικών μη εξυπηρετούμενων δανείων -, έχοντας υποχωρήσει οριακά από το σημείο κορύφωσής τους, το 2015. Το γεγονός αυτό καθιστά απαγορευτικό το κόστος των νέων στεγαστικών δανείων και πρακτικά δεν υφίσταται νέος δανεισμός για απόκτηση στέγης, εκτιμά το ΔΝΤ.
Χωρίς να επανέρχεται αυτούσια στην παλαιότερη θέση του για την ανάγκη πρόσθετων κεφαλαίων 10 δισ. ευρώ για τις ελληνικές τράπεζες, το ΔΝΤ εκτιμά ότι η ανάγκη κεφαλαιακής ενίσχυσης είναι πιθανή λόγω κάποιων παραγόντων, με πρώτο τη μείωση των κόκκινων δανείων.
Στην ομολογουμένως σκληρή έκθεσή του, το ΔΝΤ επισημαίνει ότι με τον τρέχοντα ρυθμό, η ανάκαμψη των ελληνικών τραπεζών ώστε να υποστηρίξουν τη χρηματοδότηση των επενδύσεων και της ανάπτυξης, θα πάρει πολλά χρόνια. Το Ταμείο τονίζει την ανάγκη ακόμη ταχύτερης μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων από αυτήν που έχουν προτείνει τράπεζες και κυβέρνηση, έτσι ώστε η Ελλάδα να προσεγγίσει τον μέσο ευρωπαϊκό όρο μέχρι τα τέλη του 2021. Η επισήμανση αυτή του ΔΝΤ μεταφράζεται σε δείκτη NPE στην περιοχή του 3% - 4% για το τέλος του 2021, όταν ο φιλόδοξος στόχος που έχουν θέσει οι ελληνικές τράπεζες είναι για δείκτη NPE γύρω στο 20%.
Όπως αναφέρει στην έκθεσή του το ΔΝΤ, τα πρόσθετα κεφάλαια είναι πιθανό να χρειαστούν προκειμένου να χρηματοδοτήσουν ακόμη και την πιο μετριοπαθή μείωση των NPEs για την οποία έχουν δεσμευτεί οι ελληνικές τράπεζες στον SSM. Παράλληλα, οι τράπεζες θα πρέπει να ανταποκριθούν στο provisioning calendar που έχει ορίσει ο SSM, δηλαδή στον έγκαιρο και αυξημένο σχηματισμό προβλέψεων στα δανειακά τους χαρτοφυλάκια, καθώς επίσης να προβούν σε εσωτερικές επενδύσεις (π.χ. σε τεχνολογία) για να επιτύχουν τους επιχειρηματικούς τους στόχους.
Με αυτό το σκεπτικό, το ΔΝΤ παροτρύνει τις τράπεζες να ενισχύσουν την ικανότητά τους για απορρόφηση ζημιών, καθώς επίσης να περιορίσουν τη συμμετοχή των κεφαλαίων από αναβαλλόμενο φόρο στα συνολικά τους κεφάλαια. Επιπλέον, τονίζει την ανάγκη να δοθεί προτεραιότητα σε ιδιωτικές πρωτοβουλίες βάσει αγοράς που θα συμπεριλαμβάνουν τους υφιστάμενους μετόχους (για άντληση νέων κεφαλαίων), αν και κάποιου είδους στήριξη από το Δημόσιο μπορεί να απαιτηθεί.
Το τραπεζικό σύστημα παραμένει αδύναμο για τη χρηματοδότηση της Οικονομίας – Προτεραιότητα της κυβέρνησης η εξυγίανσή του
Παρά τις πολλαπλές αξιολογήσεις και τις ουσιαστικές "ενέσεις" κεφαλαίων από το κράτος και ιδιωτικά funds κατά την τελευταία δεκαετία, το τραπεζικό σύστημα παραμένει αδύναμο ως μηχανή χρηματοδότησης της Οικονομίας και αποτελεί πηγή κινδύνων για τη δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα, λέει το ΔΝΤ. Η ποιότητα των κεφαλαίων παραμένει αδύναμη, με τις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις να μην προσφέρουν τη δυνατότητα απορρόφησης ζημιών. Το ποσό των NPEs στο σύστημα παραμένει το υψηλότερο στην Ευρώπη, τη στιγμή που η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών είναι η χαμηλότερη (συνδυασμός που περιορίζει την παραγωγή εσωτερικού κεφαλαίου και την ικανότητα των ελληνικών τραπεζών να προσελκύσουν ιδιώτες επενδυτές). Η πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών σε δανεισμό χωρίς εξασφαλίσεις παραμένει περιορισμένη και ακριβή και, παρά την πρόσφατη βελτίωση, κάποιες συστημικές τράπεζες δεν ανταποκρίνονται στους κανονισμούς για τους δείκτες κάλυψης ρευστότητας, υποστηρίζει το ΔΝΤ.
Το Ταμείο αναφέρει ότι η νέα ελληνική κυβέρνηση θέτει σε προτεραιότητα την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος και για το σκοπό αυτό δημιούργησε θέση υφυπουργού αρμόδιου να προωθήσει και να επιβλέπει τη μεταρρύθμιση των τραπεζών, ενώ έλαβε και την έγκριση της DGComp για το σχήμα κρατικών εγγυήσεων "Ηρακλής" για τη συστημική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ένα ξεχωριστό σχήμα που περιλαμβάνει κρατική ενίσχυση (μέσω της χρήσης του αναβαλλόμενου φόρου) έχει προταθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά δεν έχει προωθηθεί από την κυβέρνηση. Οι τράπεζες ανακοίνωσαν πρόσφατα ακόμη πιο επιθετικούς στόχους μείωσης των NPEs που συμφώνησαν με τον SSM, οι οποίοι στοχεύουν σε μείωση του στοκ των NPEs στα 29 δισ. ευρώ μέχρι τα τέλη του 2021 από 82 δισ. ευρώ στα τέλη του 2018. Ο πρωθυπουργός κάλεσε τις τράπεζες για ακόμη επιθετικότερες μειώσεις μέσω των οποίων ο δείκτης NPE θα υποχωρήσει σε μονοψήφιο ποσοστό μέχρι τα τέλη του 2021.
Το ΔΝΤ συστήνει να ενισχυθεί η εταιρική διακυβέρνηση των τραπεζών, καθώς και η κερδοφορία τους. Επίσης να γίνουν ουσιαστικές αναδιαρθρώσεις χρέους και να υπάρξει πειθαρχία στις πληρωμές. Όλα τα παραπάνω πρέπει να γίνουν στο πλαίσιο μία ολιστικής στρατηγικής, με συνέπεια και ακολουθία μέτρων.
Ανάγκη ενός νέου πτωχευτικού πλαισίου φυσικών προσώπων
Σημαντικό κομμάτι της συντονισμένης στρατηγικής για τον τραπεζικό τομέα, σύμφωνα με το ΔΝΤ, είναι ένα νέο πτωχευτικό πλαίσιο φυσικών προσώπων, με περιορισμό της προστασίας της πρώτης κατοικίας, τη δημιουργία μιας πιο αξιόπιστης απειλής για τους πλειστηριασμούς και όρια για την επιμήκυνση των σχημάτων αναδιάρθρωσης του χρέους των νοικοκυριών.
Σημειώνεται ότι το Ταμείο εκτιμά πως θα πρέπει να υπάρξουν μεγαλύτερες διαγραφές οφειλών για να ελαφρύνει το βάρος του χρέους των δανειοληπτών και οι πιστωτές να συνειδητοποιήσουν ότι θα γράψουν ζημιές.
Η Ελλάδα θα πρέπει να υιοθετήσει ένα νόμο αφερεγγυότητας φυσικών προσώπων που θα δίνει τη δυνατότητα μιας καινούργιας αρχής στους ιδιώτες με χρέος χωρίς εξασφαλίσεις, αλλά δεν θα στοχεύει στο να κρατήσει τους ιδιώτες σε σπίτια τα οποία δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά, αναφέρει επί λέξει στην έκθεσή του το ΔΝΤ. Για να διευρυνθεί άμεσα στο στόχος για τη μείωση των κόκκινων δανείων, αναφέρει, η Ελλάδα θα πρέπει να περιορίσει το στοκ των υποθέσεων στα δικαστήρια και να καταστήσει τους πλειστηριασμούς πειστική απειλή.
Το νέο πτωχευτικό πλαίσιο φυσικών προσώπων, σύμφωνα με το ΔΝΤ, θα πρέπει να περιλαμβάνει:
α) Απαλλαγή από το χρέος που δεν έχει εξασφαλίσεις κατόπιν ρευστοποίησης όλων των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη που δεν απαλλάσσονται. Για να αποφευχθεί ο ηθικός κίνδυνος, θα πρέπει να ζητείται από τους οφειλέτες, όλο το εισόδημά τους πλην των αναγκαίων δαπανών διαβίωσης, να πηγαίνει για την αποπληρωμή των πιστωτών, για διάστημα τριών ετών προτού δοθεί στον οφειλέτη απαλλαγή χρέους. Η απαλλαγή αυτή θα μπορεί να ανακληθεί και το χρέος να αναβιώσει στην ονομαστική του αξία, εάν οι πιστωτές προσκομίσουν στο δικαστήριο στοιχεία για δόλια συμπεριφορά του οφειλέτη.
β) Αυτόματο "σκανάρισμα" των αιτήσεων στην ηλεκτρονική πλατφόρμα για να κριθεί η επιλεξιμότητα των οφειλετών.
γ) Κυρίως, να προβλέπεται ότι η υποβολή αίτησης πτώχευσης δεν θα αναστέλλει το δικαίωμα του πιστωτή που έχει εξασφαλίσεις, να προβεί σε μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης. Ωστόσο, για τους πιστωτές χωρίς εξασφαλίσεις θα μπορεί να υπάρχει μία περίοδος π.χ. 6 μηνών, ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία.
Το πτωχευτικό πλαίσιο για τα φυσικά πρόσωπα δεν θα πρέπει να περιλαμβάνει προστασία της πρώτης κατοικίας, όπως ισχύει και στα περισσότερα συστήματα αφερεγγυότητας. Στις περισσότερες χώρες, ο πιστωτής μπορεί να πουλήσει το σπίτι ή να υποβάλει αίτηση αναγκαστικής πώλησης εφόσον ο δανειολήπτης δεν εξυπηρετεί το χρέος του που φέρει εξασφάλιση, ανεξαρτήτως από τη διαδικασία προσωπικής πτώχευσης.
Καμία παράταση στο καθεστώς προστασίας της πρώτης κατοικίας
Το καθεστώς παροχής προστασίας της πρώτης κατοικίας, μπαίνει στο στόχαστρο του ΔΝΤ, το οποίο αποδέχεται να υπάρχει προστασία για τους ευάλωτους δανειολήπτες, ωστόσο μέσω του κράτους και της κοινωνικής πρόνοιας και όχι μέσω των τραπεζών. Ο νόμος για την προστασία της πρώτης κατοικίας πρέπει να λήξει στο τέλος Δεκεμβρίου 2019, όπως έχει οριστεί η ισχύς του. Συνεχείς παρατάσεις θα διαιωνίσουν την αντίληψη ότι το κράτος θα παρεμβαίνει πάντα για να αποτρέπει τους πλειστηριασμούς και θα διαβρώσουν περαιτέρω την κουλτούρα πληρωμών, τονίζει το ΔΝΤ. Το Ταμείο επισημαίνει ότι η Ελλάδα εισήγαγε πρώτα το 2009, moratorium πλειστηριασμών με όριο προστασίας τις 200.000 ευρώ. Το 2010 το όριο ανέβηκε στις 300.000 αντικειμενική αξία ακινήτου και ψηφίστηκε επίσης ο νόμος Κατσέλη.
Μέχρι το 2016, πάνω από 200.000 άτομα, σχεδόν το 2% του πληθυσμού της Ελλάδας, είχαν κάνει αίτηση στο νόμο Κατσέλη για προστασία της πρώτης κατοικίας, "παγώνοντας" με την υποβολή της αίτησης κάθε μέτρο αναγκαστικής εκτέλεσης και απολαμβάνοντας ασυλία ετών, στη διάρκεια των οποίων δεν κατέβαλαν ούτε μία ελάχιστη δόση για το δάνειό τους, επισημαίνει το ΔΝΤ. Οι εκκρεμείς υποθέσεις του ν. Κατσέλη ξεπερνούσαν τις 100.000 μέχρι το β΄ τρίμηνο 2019.
Η απειλή πλειστηριασμών να είναι πειστική
Επιμένοντας στην ανάγκη η απειλή των πλειστηριασμών να μην είναι θεωρητική αλλά πειστική, το ΔΝΤ λέει ότι οι μαζικοί πλειστηριασμοί δεν είναι επιθυμητοί από κοινωνική ή οικονομική σκοπιά. Ωστόσο αποτελούν έναν αποτελεσματικό μηχανισμό πειθαρχίας για τους δανειολήπτες που δεν είναι συνεργάσιμοι και ειδικά αυτούς που λειτουργούν ως στρατηγικοί κακοπληρωτές. Οι τράπεζες πρέπει να ανακαλύψουν τους στρατηγικούς κακοπληρωτές και να προχωρήσουν σε πλειστηριασμούς, στέλνοντας έτσι ένα ισχυρό μήνυμα ότι δεν πρόκειται να ανεχθούν τη συμπεριφορά αυτή. Και οι αρχές από την πλευρά τους, θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι δεν θα υπάρχουν νομικά "παράθυρα" που θα δίνουν τη δυνατότητα στους δανειολήπτες να αθετούν, με την κάλυψη του νόμου, την πληρωμή των δανείων τους.
Την παράδοση του νόμου Κατσέλη φαίνεται να συνεχίζει ο νόμος 4605/2019
Το νομικό πλαίσιο συνέβαλε στη μεγέθυνση του προβλήματος των NPLs, αίροντας ουσιαστικά την απειλή του πλειστηριασμού, λέει το ΔΝΤ κάνοντας εκτενή αναφορά στο νόμο Κατσέλη, ο οποίος ψηφίστηκε το 2010 με προσωρινή ισχύ ενός έτους και μετατράπηκε σε μόνιμο καθεστώς πολυετούς ασυλίας για τους δανειολήπτες, μεταξύ αυτών πολλών στρατηγικών κακοπληρωτών.
Αναφερόμενο στον νόμο 4605/2019 για την προστασία της πρώτης κατοικίας, το ΔΝΤ λέει ότι οι διαδικασίες στην ηλεκτρονική πλατφόρμα, από τον Ιούλιο που ξεκίνησε, έχουν αποδώσει ελάχιστα, με μόλις 41 αιτήσεις να έχουν ολοκληρωθεί και 7 ρυθμίσεις να έχουν πραγματοποιηθεί. Εντούτοις, ήδη πάνω από 90 υποθέσεις έχουν προσφύγει στο δικαστήριο για τη διαδικασία. Επίσης, οι τράπεζες έχουν αναγνωρίσει ότι ρυθμίσεις με κούρεμα στη βάση LTV 120% για περίοδο 25 ετών, ακόμη και με κρατική επιδότηση, μπορεί να μην δημιουργούν βιώσιμες λύσεις αναδιάρθρωσης. Έτσι, αν και πρώιμο να λεχθεί, ο νόμος για την προστασία της πρώτης κατοικίας φαίνεται ότι συνεχίζει την παράδοση του νόμου Κατσέλη, λέει το ΔΝΤ.
Η προστασία της πρώτης κατοικίας και οι πολιτικές των τραπεζών έχουν εμποδίσει τις πωλήσεις και ρευστοποιήσεις κόκκινων στεγαστικών δανείων και οι δανειολήπτες συνεχίζουν να βρίσκονται αντιμέτωποι με υψηλό χρέος για το οποίο δεν υπάρχει ουσιαστική αναδιάρθρωση. Περίπου το 1/3 των NPEs που συνδέονται με οικιστικά ακίνητα βρίσκονται σε καθεστώς προστασίας από πλειστηριασμό, καθώς εκκρεμεί η εκδίκαση της αίτησής τους (ν. Κατσέλη) στα δικαστήρια.
Το ΔΝΤ επισημαίνει και το ότι οι τράπεζες δεν έκαναν μακροπρόθεσμες, βιώσιμες ρυθμίσεις στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Με υψηλά ακόμη ποσοστά εκ νέου αθέτησης (redefault) σε ρυθμισμένα δάνεια (το ποσοστό των ρυθμισμένων δανείων που ξαναγίνονται κόκκινα μέσα στο πρώτο έτος από τη ρύθμιση, ανέρχεται σε 60%), μερικές τράπεζες υιοθέτησαν πρόσφατα ρυθμίσεις στεγαστικών δανείων με διαγραφή χρέους ακόμη και κάτω του 100% στη σχέση LTV (αξία δανείου προς αξία ακινήτου).
Το ύψος των μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών δανείων παραμένει κοντά στα 27 δισ. ευρώ – περίπου το 1/3 των συνολικών μη εξυπηρετούμενων δανείων -, έχοντας υποχωρήσει οριακά από το σημείο κορύφωσής τους, το 2015. Το γεγονός αυτό καθιστά απαγορευτικό το κόστος των νέων στεγαστικών δανείων και πρακτικά δεν υφίσταται νέος δανεισμός για απόκτηση στέγης, εκτιμά το ΔΝΤ.