Είναι κοινό μυστικό πλέον στη Φρανκφούρτη, ήδη από τις ημέρες του Μάριο Ντράγκι, αλλά κυρίως μετά την εγκατάσταση της Κ. Λαγκάρντ στον ουρανοξύστη της ΕΚΤ, ότι τα αρνητικά επιτόκια, που εξασθενούν την κερδοφορία των γερμανικών τραπεζών, θα συνεχίσουν να υπάρχουν για όσο η γερμανική κυβέρνηση επιμένει στη δημοσιονομική πολιτική του πάλαι ποτέ Γερμανού ΥΠΟΙΚ κ. Σόιμπλε.
Η επικεφαλής της ΕΚΤ ξεκαθάρισε για άλλη μία φορά ότι θα συνεχίσει με την τρέχουσα νομισματική πολιτική για όσο χρειασθεί μέχρι οι κυβερνήσεις των ισχυρών οικονομιών της Ευρωζώνης να αποφασίσουν να στηρίξουν την οικονομική δραστηριότητα στην Ευρωζώνη με μεγαλύτερες δημόσιες δαπάνες.
Τα αρνητικά επιτόκια αναμφίβολα -και η ίδια η Λαγκάρντ το έχει παραδεχθεί- εξασθενούν σταθερά την κερδοφορία των μεγάλων τραπεζών και η πρόσφατη υποβάθμιση από τη Moody's ήρθε να το επιβεβαιώσει.
Η λειτουργία των τραπεζών σε ένα περιβάλλον όπου η δανειακή σχέση είναι εις βάρος του δανειστή, λόγω των αρνητικών επιτοκίων, υπονομεύει σταθερά και χωρίς δυνατότητες "διόρθωσης” την τραπεζική σταθερότητα.
Όπως υποστήριξε σε τοποθέτησή της χθες η Λαγκάρντ:
"Η απάντηση βρίσκεται στη μετατροπή της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου (της Ευρωζώνης) σε μία ανοιχτή, αλλά με αυτοπεποίθηση οικονομία - μία οικονομία που αξιοποιεί πλήρως τη δυναμική της Ευρώπης για υψηλότερα ποσοστά εγχώριας ζήτησης και μακροπρόθεσμης ανάπτυξης...”. Όπως διευκρινίζουν στελέχη του επιτελείου της, η ΕΚΤ δεν έχει άλλη επιλογή από το να συνεχίσει να κρατά τα επιτόκια σε αρνητικά επιπεδα μέχρι να αποφασίσουν οι κυβερνήσεις, και κυρίως η γερμανική και η ολλανδική, να κινηθούν με δημοσιονομικές πολιτικές που θα στηρίξουν την εσωτερική ζήτηση και να επιτρέψουν έτσι να αντισταθμιστούν οι αρνητικές επιπτώσεις από τη διεθνή επιβράδυνση της οικονομίας και την εξωτερική ζήτηση.
Με άλλα λόγια, η Λαγκάρντ επιβεβαιώνει τη διατήρηση της "γραμμής” Ντράγκι, ήτοι ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει με το ένα χέρι να πιέζει τις τράπεζες με τα αρνητικά επιτόκια και με το άλλο να τους παρέχει όση ρευστότητα χρειασθούν (για να μη "σκάσουν”), για όσο διάστημα οι κυβερνήσεις και κυρίως η γερμανική εξακολουθούν να κινούνται στη λογική της δημοσιονομικής λιτότητας και των πλεονασμάτων του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε...
Δεν πρόκειται για "εκβιασμό”, όπως υποστηρίζεται αρμοδίως, αλλά για τη μοναδική διέξοδο της ΕΚΤ υπό τις συνθήκες αυτές προκειμένου να "κρατηθεί” η οικονομική δραστηριότητα και να αποφύγει τη διολίσθηση σε έναν νέο κύκλο ύφεσης, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις.
Στο πλαίσιο αυτό, μάλιστα, παράγοντες της ΕΚΤ αφήνουν να εννοηθεί ότι η Λαγκάρντ θα μπορούσε να κινηθεί ακόμα πιο δραστικά και να επεκτείνει, αν χρειασθεί, το εύρος των μέτρων νομισματικής χαλάρωσης "με τρόπο που θα μας εκπλήξει περισσότερο και από ό,τι συνέβη με τα αρνητικά επιτόκια...”.
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον προσδοκιών για μακράς διάρκειας διατήρηση των αρνητικών επιτοκίων, για περιπτώσεις όπως η Ελλάδα, διαμορφώνεται ένα περιθώριο ευκαιριών αναδιάρθρωσης του χρέους της πολύ πέρα από τις αρχικές προσδοκίες. Το βασικό στοιχείο που αποτελεί και το έδαφος πάνω στο οποίο ο ΟΔΔΗΧ έχει χαράξει τη στρατηγική του για το 2019 - 2020 είναι αυτή η προσδοκία/βεβαιότητα των αγορών για μακράς διάρκειας περίοδο αρνητικών επιτοκίων.
Σ' αυτό το πεδίο οι δυνατότητες κινούνται σε δύο κατεθύνσεις: Η μία αφορά στη σταδιακή αντικατάσταση με προεξόφληση των παλιών ακριβών δανείων όπως π.χ. του ΔΝΤ, αλλά και κάποιων τμημάτων κρατικού χρέους που βρίσκεται στα χαρτοφυλάκια Κεντρικών Τραπεζών μεταξύ των οποίων και η Τράπεζα της Ελλάδος. Η δεύτερη αφορά στην αναδιάταξη των όγκων χρέους μεταξύ βραχυπρόθεσμου και μακροπρόθεσμου χρέους.
Ήδη, όπως είχε παρουσιάσει σε ρεπορτάζ του το Capital.gr, από την περασμένη ανοιξη ο ΟΔΔΗΧ, στηριγμένος στην πρόβλεψη αυτή, έχει δρομολογήσει τη σταδιακή αντικατάσταση του βραχυπρόθεσμου χρέους, που μέχρι και το 2018 κινούνταν στα επιπεδα των 15 δισ. ευρώ, σε μονοψήφια νούμερα. Έτσι, μέχρι το τέλος του 2019 το βραχυπρόθεσμο χρέος (έντοκα γραμμάτια) θα έχει μειωθεί από 15 σε 12 δισ. ευρώ, ενώ το 2020 προβλέπεται να έχει μειωθεί ακόμα περισσότερο σε μόλις 8 δισ. ευρώ.
Τα ποσά που "αφαιρούνται” από το βραχυπρόθεσμο χρέος αντικαθίστανται με μεσομακροπρόθεσμης διάρκειας τίτλους. Η "δυνατότητα” αυτή υλοποιείται λόγω ακριβώς της πολύ μεγάλης πτώσης των επιτοκίων (σε αρνητικά επίπεδα για τα έντοκα). Και οδηγεί βέβαια σε μια βελτίωση της διάρθρωσης του χρέους με μείωση του κόστους εξυπηρέτησης σε επίπεδα που δημιουργούν σημαντικό "δημοσιονομικό περιθώριο”, το οποίο διευκολύνει τόσο τη συζήτηση που αφορά στη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων όσο και στην εκτέλεση των προϋπολογισμών του 2019-2020.
Σε κάθε περίπτωση, είναι ένα "παράθυρο ευκαιρίας” που θα παραμένει... ανοικτό για να το εκμεταλλευτεί ο ΟΔΔΗΧ για την αναδιάρθρωση του χρέους, όσο η διελκυστίνδα μεταξύ ΕΚΤ και Γερμανίας παραμένει σε εκκρεμότητα.
Η επικεφαλής της ΕΚΤ ξεκαθάρισε για άλλη μία φορά ότι θα συνεχίσει με την τρέχουσα νομισματική πολιτική για όσο χρειασθεί μέχρι οι κυβερνήσεις των ισχυρών οικονομιών της Ευρωζώνης να αποφασίσουν να στηρίξουν την οικονομική δραστηριότητα στην Ευρωζώνη με μεγαλύτερες δημόσιες δαπάνες.
Τα αρνητικά επιτόκια αναμφίβολα -και η ίδια η Λαγκάρντ το έχει παραδεχθεί- εξασθενούν σταθερά την κερδοφορία των μεγάλων τραπεζών και η πρόσφατη υποβάθμιση από τη Moody's ήρθε να το επιβεβαιώσει.
Η λειτουργία των τραπεζών σε ένα περιβάλλον όπου η δανειακή σχέση είναι εις βάρος του δανειστή, λόγω των αρνητικών επιτοκίων, υπονομεύει σταθερά και χωρίς δυνατότητες "διόρθωσης” την τραπεζική σταθερότητα.
Όπως υποστήριξε σε τοποθέτησή της χθες η Λαγκάρντ:
"Η απάντηση βρίσκεται στη μετατροπή της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου (της Ευρωζώνης) σε μία ανοιχτή, αλλά με αυτοπεποίθηση οικονομία - μία οικονομία που αξιοποιεί πλήρως τη δυναμική της Ευρώπης για υψηλότερα ποσοστά εγχώριας ζήτησης και μακροπρόθεσμης ανάπτυξης...”. Όπως διευκρινίζουν στελέχη του επιτελείου της, η ΕΚΤ δεν έχει άλλη επιλογή από το να συνεχίσει να κρατά τα επιτόκια σε αρνητικά επιπεδα μέχρι να αποφασίσουν οι κυβερνήσεις, και κυρίως η γερμανική και η ολλανδική, να κινηθούν με δημοσιονομικές πολιτικές που θα στηρίξουν την εσωτερική ζήτηση και να επιτρέψουν έτσι να αντισταθμιστούν οι αρνητικές επιπτώσεις από τη διεθνή επιβράδυνση της οικονομίας και την εξωτερική ζήτηση.
Με άλλα λόγια, η Λαγκάρντ επιβεβαιώνει τη διατήρηση της "γραμμής” Ντράγκι, ήτοι ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει με το ένα χέρι να πιέζει τις τράπεζες με τα αρνητικά επιτόκια και με το άλλο να τους παρέχει όση ρευστότητα χρειασθούν (για να μη "σκάσουν”), για όσο διάστημα οι κυβερνήσεις και κυρίως η γερμανική εξακολουθούν να κινούνται στη λογική της δημοσιονομικής λιτότητας και των πλεονασμάτων του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε...
Δεν πρόκειται για "εκβιασμό”, όπως υποστηρίζεται αρμοδίως, αλλά για τη μοναδική διέξοδο της ΕΚΤ υπό τις συνθήκες αυτές προκειμένου να "κρατηθεί” η οικονομική δραστηριότητα και να αποφύγει τη διολίσθηση σε έναν νέο κύκλο ύφεσης, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις.
Στο πλαίσιο αυτό, μάλιστα, παράγοντες της ΕΚΤ αφήνουν να εννοηθεί ότι η Λαγκάρντ θα μπορούσε να κινηθεί ακόμα πιο δραστικά και να επεκτείνει, αν χρειασθεί, το εύρος των μέτρων νομισματικής χαλάρωσης "με τρόπο που θα μας εκπλήξει περισσότερο και από ό,τι συνέβη με τα αρνητικά επιτόκια...”.
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον προσδοκιών για μακράς διάρκειας διατήρηση των αρνητικών επιτοκίων, για περιπτώσεις όπως η Ελλάδα, διαμορφώνεται ένα περιθώριο ευκαιριών αναδιάρθρωσης του χρέους της πολύ πέρα από τις αρχικές προσδοκίες. Το βασικό στοιχείο που αποτελεί και το έδαφος πάνω στο οποίο ο ΟΔΔΗΧ έχει χαράξει τη στρατηγική του για το 2019 - 2020 είναι αυτή η προσδοκία/βεβαιότητα των αγορών για μακράς διάρκειας περίοδο αρνητικών επιτοκίων.
Σ' αυτό το πεδίο οι δυνατότητες κινούνται σε δύο κατεθύνσεις: Η μία αφορά στη σταδιακή αντικατάσταση με προεξόφληση των παλιών ακριβών δανείων όπως π.χ. του ΔΝΤ, αλλά και κάποιων τμημάτων κρατικού χρέους που βρίσκεται στα χαρτοφυλάκια Κεντρικών Τραπεζών μεταξύ των οποίων και η Τράπεζα της Ελλάδος. Η δεύτερη αφορά στην αναδιάταξη των όγκων χρέους μεταξύ βραχυπρόθεσμου και μακροπρόθεσμου χρέους.
Ήδη, όπως είχε παρουσιάσει σε ρεπορτάζ του το Capital.gr, από την περασμένη ανοιξη ο ΟΔΔΗΧ, στηριγμένος στην πρόβλεψη αυτή, έχει δρομολογήσει τη σταδιακή αντικατάσταση του βραχυπρόθεσμου χρέους, που μέχρι και το 2018 κινούνταν στα επιπεδα των 15 δισ. ευρώ, σε μονοψήφια νούμερα. Έτσι, μέχρι το τέλος του 2019 το βραχυπρόθεσμο χρέος (έντοκα γραμμάτια) θα έχει μειωθεί από 15 σε 12 δισ. ευρώ, ενώ το 2020 προβλέπεται να έχει μειωθεί ακόμα περισσότερο σε μόλις 8 δισ. ευρώ.
Τα ποσά που "αφαιρούνται” από το βραχυπρόθεσμο χρέος αντικαθίστανται με μεσομακροπρόθεσμης διάρκειας τίτλους. Η "δυνατότητα” αυτή υλοποιείται λόγω ακριβώς της πολύ μεγάλης πτώσης των επιτοκίων (σε αρνητικά επίπεδα για τα έντοκα). Και οδηγεί βέβαια σε μια βελτίωση της διάρθρωσης του χρέους με μείωση του κόστους εξυπηρέτησης σε επίπεδα που δημιουργούν σημαντικό "δημοσιονομικό περιθώριο”, το οποίο διευκολύνει τόσο τη συζήτηση που αφορά στη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων όσο και στην εκτέλεση των προϋπολογισμών του 2019-2020.
Σε κάθε περίπτωση, είναι ένα "παράθυρο ευκαιρίας” που θα παραμένει... ανοικτό για να το εκμεταλλευτεί ο ΟΔΔΗΧ για την αναδιάρθρωση του χρέους, όσο η διελκυστίνδα μεταξύ ΕΚΤ και Γερμανίας παραμένει σε εκκρεμότητα.