Με... σύνθημα τη διατήρηση του υψηλού "μαξιλαριού" μετρητών (cash reserves), θα κινηθεί η δανειακή στρατηγική του ΟΔΔΗΧ και το 2020 και αυτή είναι η "γραμμή" του Οργανισμού μέχρι η Ελλάδα να αποκτήσει "επενδυτική βαθμίδα".
Μπορεί το κόστος διακράτησής του (500 εκατ. ευρώ ετησίως) να είναι υψηλό, ωστόσο αυτό το "μαξιλάρι" το οποίο σήμερα διαμορφώνεται κοντά στα 31,5 δισ. ευρώ, αποτελεί τον καλύτερο τρόπο "ασφάλισης" της χώρας στις αγορές, καθώς χωρίς αυτό η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να προχωρήσει σε εκδόσεις ομολόγων με ιστορικά χαμηλά επιτόκια, ούτε φυσικά και στην επίτευξη αρνητικών επιτοκίων στις δημοπρασίες εντόκων. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως οι διεθνείς οίκοι το έχουν υπογραμμίσει αυτό στις εκθέσεις τους με τόσο την S&P όσο και την Moody’s και την Fitch στις αξιολογήσεις τους για τη χώρα, να έχουν επισημάνει πως, "με τη στήριξη του μεγάλου cash buffer και τη συμφωνία για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, η Ελλάδα θα συνεχίσει να έχει πρόσβαση στις αγορές για χρηματοδότηση".
Σε αυτό το πλαίσιο, ο στόχος του ΟΔΔΗΧ είναι διπλός. Να επεκτείνει την επενδυτική βάση της χώρας και να διατηρήσει την παρουσία της Ελλάδας στις αγορές στο πλαίσιο του προφίλ ενός "κανονικού εκδότη", προχωρώντας σε εκδόσεις εμπορεύσιμου χρέους για να αυξηθούν οι όγκοι στη δευτερογενή αγορά. Έτσι έστω και αν η Ελλάδα θα μπορούσε το επόμενο έτος να μην δανειστεί ούτε ένα σεντ από τις αγορές, ωστόσο ο πρώτος προγραμματισμός του ΟΔΔΗΧ σύμφωνα με πληροφορίες (τον Δεκέμβριο θα ανακοινωθεί επίσημα το πρόγραμμα δανεισμού του 2020 μετά από επαφές με τους primary dealers) είναι να αντλήσει από τις αγορές 7-9 δισ. ευρώ.
Το πώς... καταλήγουμε να μην χρειαζόμαστε ούτε ένα σεντ δανεισμού το 2020, δεν οφείλεται στο ότι έχουμε υψηλά cash reserves. Αυτά όπως προαναφέρθηκε, σκοπός είναι να παραμένουν άθικτα. Η "άνεση" αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι οι δανειακές ανάγκες για το επόμενο έτος όπως και καταγράφηκαν στον Προϋπολογισμό, διαμορφώνονται στα 4,5 δισ. ευρώ. Μετά και την πρόωρη αποπληρωμή των 2,7 δισ. ευρώ προς το ΔΝΤ σήμερα το ποσό αυτό υποχωρεί κάτω από τα 2 δισ. ευρώ, τα οποία καλύπτονται α) από το πρωτογενές πλεόνασμα σε όρους ενισχυμένης εποπτείας το οποίο θα κινηθεί στα 7-7,5 δισ. ευρώ, με τα 6 δισ. ευρώ να αρκούν για τις δαπάνες τόκων, β) από το 1,3 δισ. ευρώ των κερδών από τα SMPs/ANFAs που θα επιστρέψουν την επόμενη χρόνια σε δύο δόσεις και μέρος τους μπορεί να κατευθυνθεί στην εξυπηρέτηση χρέους.
Κινήσεις σε τρία μέτωπα
Έτσι, ο ΟΔΔΗΧ θέλει να δημιουργήσει "χώρο" για εκδόσεις οι οποίες όπως αναφέραμε μπορεί να κινηθούν από τα 7 έως και 9 δισ. ευρώ, ανάλογα και με τις συνθήκες στην αγορά.
Αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω τριών αξόνων πολιτικής, τους εξής:
Πρώτον (και πρωταρχικός στόχος) είναι η συνέχιση της μείωσης των εντόκων γραμματίων η οποία και ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο, με στόχο από τα 12,720 δισ. ευρώ που θα διαμορφωθούν στα τέλη του 2019, να βρεθούν στα 8,22 δισ. ευρώ το 2020. Φυσικά ο ΟΔΔΗΧ θα συνεχίσει την έκδοση εντόκων η οποία θα είναι ανάλογη σε διάρκειες όπως η φετινή (12 δημοπρασίες) καθώς υπάρχει πολλή ζήτηση για αυτούς τους τίτλους με αποτέλεσμα οι ξένοι να "στριμώχνονται" σε αυτές τις δημοπρασίες και ο Οργανισμός δεν θέλει να χαθεί αυτή η ζήτηση. Ωστόσο ο όγκος, δηλαδή τα ποσά που θα αντλούνται, θα είναι μικρότερος. Αυτή η κίνηση θα δημιουργήσει χώρο περίπου 4,5 δισ. ευρώ, που θα μπορούσε να καλυφθεί με εκδόσεις ομολόγων.
Δεύτερος τρόπος δημιουργίας χώρου για εκδόσεις είναι μία δεύτερη αποπληρωμή των ακριβών δανείων του ΔΝΤ. Μετά την πρόωρη αποπληρωμή των οφειλών του 2020 προς το Ταμείο σήμερα, το οικονομικό επιτελείο και ο ΟΔΔΗΧ θα βάλουν μπρος την πλήρη αποπληρωμή των οφειλών του 2021 που κινούνται στα 2,029 δισ. ευρώ, εάν φυσικά το επιτρέψουν οι δανειστές και εάν το σχετικό επιτοκιακό κόστος είναι ελκυστικό. Άρα δημιουργείται έτσι πρόσθετος "χώρος" 2 δισ. ευρώ, μετά τα 4,5 δισ. ευρώ από τα έντοκα.
Τρίτον, ο ΟΔΔΗΧ δεν έχει ακόμη εγκαταλείψει πλήρως την προσπάθεια για ανταλλαγή παλιότερων ομολόγων χαμηλής ρευστότητας με νέα, στο πλαίσιο του προγράμματος LME (Liability Management Exercise). Από αυτό σκοπός είναι ένας "χώρος" ύψους 1 δισ. ευρώ. Πάντως αξίζει να σημειώσουμε πως η επίτευξη αυτής της ανταλλαγής (δηλαδή των ομολόγων που έμειναν έξω από το PSI, με νέα) είναι δύσκολη καθώς οι επενδυτές που τα κατέχουν δεν εμφανίζοντας πρόθυμοι να τα ανταλλάξουν.
Μπορεί το κόστος διακράτησής του (500 εκατ. ευρώ ετησίως) να είναι υψηλό, ωστόσο αυτό το "μαξιλάρι" το οποίο σήμερα διαμορφώνεται κοντά στα 31,5 δισ. ευρώ, αποτελεί τον καλύτερο τρόπο "ασφάλισης" της χώρας στις αγορές, καθώς χωρίς αυτό η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να προχωρήσει σε εκδόσεις ομολόγων με ιστορικά χαμηλά επιτόκια, ούτε φυσικά και στην επίτευξη αρνητικών επιτοκίων στις δημοπρασίες εντόκων. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως οι διεθνείς οίκοι το έχουν υπογραμμίσει αυτό στις εκθέσεις τους με τόσο την S&P όσο και την Moody’s και την Fitch στις αξιολογήσεις τους για τη χώρα, να έχουν επισημάνει πως, "με τη στήριξη του μεγάλου cash buffer και τη συμφωνία για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, η Ελλάδα θα συνεχίσει να έχει πρόσβαση στις αγορές για χρηματοδότηση".
Σε αυτό το πλαίσιο, ο στόχος του ΟΔΔΗΧ είναι διπλός. Να επεκτείνει την επενδυτική βάση της χώρας και να διατηρήσει την παρουσία της Ελλάδας στις αγορές στο πλαίσιο του προφίλ ενός "κανονικού εκδότη", προχωρώντας σε εκδόσεις εμπορεύσιμου χρέους για να αυξηθούν οι όγκοι στη δευτερογενή αγορά. Έτσι έστω και αν η Ελλάδα θα μπορούσε το επόμενο έτος να μην δανειστεί ούτε ένα σεντ από τις αγορές, ωστόσο ο πρώτος προγραμματισμός του ΟΔΔΗΧ σύμφωνα με πληροφορίες (τον Δεκέμβριο θα ανακοινωθεί επίσημα το πρόγραμμα δανεισμού του 2020 μετά από επαφές με τους primary dealers) είναι να αντλήσει από τις αγορές 7-9 δισ. ευρώ.
Το πώς... καταλήγουμε να μην χρειαζόμαστε ούτε ένα σεντ δανεισμού το 2020, δεν οφείλεται στο ότι έχουμε υψηλά cash reserves. Αυτά όπως προαναφέρθηκε, σκοπός είναι να παραμένουν άθικτα. Η "άνεση" αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι οι δανειακές ανάγκες για το επόμενο έτος όπως και καταγράφηκαν στον Προϋπολογισμό, διαμορφώνονται στα 4,5 δισ. ευρώ. Μετά και την πρόωρη αποπληρωμή των 2,7 δισ. ευρώ προς το ΔΝΤ σήμερα το ποσό αυτό υποχωρεί κάτω από τα 2 δισ. ευρώ, τα οποία καλύπτονται α) από το πρωτογενές πλεόνασμα σε όρους ενισχυμένης εποπτείας το οποίο θα κινηθεί στα 7-7,5 δισ. ευρώ, με τα 6 δισ. ευρώ να αρκούν για τις δαπάνες τόκων, β) από το 1,3 δισ. ευρώ των κερδών από τα SMPs/ANFAs που θα επιστρέψουν την επόμενη χρόνια σε δύο δόσεις και μέρος τους μπορεί να κατευθυνθεί στην εξυπηρέτηση χρέους.
Κινήσεις σε τρία μέτωπα
Έτσι, ο ΟΔΔΗΧ θέλει να δημιουργήσει "χώρο" για εκδόσεις οι οποίες όπως αναφέραμε μπορεί να κινηθούν από τα 7 έως και 9 δισ. ευρώ, ανάλογα και με τις συνθήκες στην αγορά.
Αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω τριών αξόνων πολιτικής, τους εξής:
Πρώτον (και πρωταρχικός στόχος) είναι η συνέχιση της μείωσης των εντόκων γραμματίων η οποία και ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο, με στόχο από τα 12,720 δισ. ευρώ που θα διαμορφωθούν στα τέλη του 2019, να βρεθούν στα 8,22 δισ. ευρώ το 2020. Φυσικά ο ΟΔΔΗΧ θα συνεχίσει την έκδοση εντόκων η οποία θα είναι ανάλογη σε διάρκειες όπως η φετινή (12 δημοπρασίες) καθώς υπάρχει πολλή ζήτηση για αυτούς τους τίτλους με αποτέλεσμα οι ξένοι να "στριμώχνονται" σε αυτές τις δημοπρασίες και ο Οργανισμός δεν θέλει να χαθεί αυτή η ζήτηση. Ωστόσο ο όγκος, δηλαδή τα ποσά που θα αντλούνται, θα είναι μικρότερος. Αυτή η κίνηση θα δημιουργήσει χώρο περίπου 4,5 δισ. ευρώ, που θα μπορούσε να καλυφθεί με εκδόσεις ομολόγων.
Δεύτερος τρόπος δημιουργίας χώρου για εκδόσεις είναι μία δεύτερη αποπληρωμή των ακριβών δανείων του ΔΝΤ. Μετά την πρόωρη αποπληρωμή των οφειλών του 2020 προς το Ταμείο σήμερα, το οικονομικό επιτελείο και ο ΟΔΔΗΧ θα βάλουν μπρος την πλήρη αποπληρωμή των οφειλών του 2021 που κινούνται στα 2,029 δισ. ευρώ, εάν φυσικά το επιτρέψουν οι δανειστές και εάν το σχετικό επιτοκιακό κόστος είναι ελκυστικό. Άρα δημιουργείται έτσι πρόσθετος "χώρος" 2 δισ. ευρώ, μετά τα 4,5 δισ. ευρώ από τα έντοκα.
Τρίτον, ο ΟΔΔΗΧ δεν έχει ακόμη εγκαταλείψει πλήρως την προσπάθεια για ανταλλαγή παλιότερων ομολόγων χαμηλής ρευστότητας με νέα, στο πλαίσιο του προγράμματος LME (Liability Management Exercise). Από αυτό σκοπός είναι ένας "χώρος" ύψους 1 δισ. ευρώ. Πάντως αξίζει να σημειώσουμε πως η επίτευξη αυτής της ανταλλαγής (δηλαδή των ομολόγων που έμειναν έξω από το PSI, με νέα) είναι δύσκολη καθώς οι επενδυτές που τα κατέχουν δεν εμφανίζοντας πρόθυμοι να τα ανταλλάξουν.