Να κρατηθεί το ζήτημα της αλλαγής καθεστώτος της Αγίας Σοφίας ανοικτό, χωρίς παράλληλα να ληφθούν βιαστικές αποφάσεις που θα έφερναν την Τουρκία αντιμέτωπη με έντονες διεθνείς αντιδράσεις.
Και παράλληλα, να απεμπλακεί η δικαιοσύνη από τον χειρισμό της ευαίσθητης αυτής υπόθεσης, αφήνοντας ελευθερία κινήσεων σε αυτόν που πραγματικά παίρνει τις αποφάσεις στη γείτονα: τον πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Αυτό είναι το νόημα της απόφασης που έλαβε το τουρκικό ανώτατο διοικητικό δικαστήριο επί της προσφυγής ομάδας δικηγόρων για την εκ νέου απόδοση της Αγίας Σοφίας στην ισλαμική λατρεία.
Το δικαστήριο, απέφυγε να προσβάλλει τη μνήμη του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, με απόφαση του οποίου μετατράπηκε η Αγία Σοφία σε μουσείο, κρίνοντας νόμιμο το σχετικό διάταγμα του 1934. Ωστόσο, δεν απέκλεισε αλλαγή χρήσης του μνημείου με απόφαση της προεδρίας της Δημοκρατίας.
Στην πραγματικότητα, επιβεβαιώνεται το προηγούμενο που έχει δημιουργηθεί με αντίστοιχη απόφαση για τη Μονή της Χώρας (μετέπειτα Καχριέ Τζαμί), δεύτερο σημαντικότερο μνημείο της Κωνσταντινούπολης, μετά την ίδια την Αγία Σοφία.
Άλλωστε, όπως επισημαίνει σε κείμενο υπογραφών ομάδα βυζαντινολόγων και οθωμανολόγων από όλο τον κόσμο, επιχειρώντας να μεταφέρει τη συζήτηση από το φορτισμένο ερώτημα της χρήσης της Αγίας Σοφίας σε αυτό της συντήρησής της και της πρόσβασης του διεθνούς κοινού, μουσουλμανικές λατρευτικές δραστηριότητες ήδη λαμβάνουν χώρα στην βασιλική που έχτισε ο Ιουστινιανός. Από το 1991 υπάρχει εντός του οικοδομικού συμπλέγματος ειδικός χώρος προσευχής, ενώ από το 2016 έχει διορισθεί ιμάμης για την Αγία Σοφία και το κάλεσμα του μουεζίνη ηχεί από τους μιναρέδες. Επιπλέον, αναγνώσεις αποσπασμάτων του Κορανίου πραγματοποιούνται σε κορυφαίες στιγμές του ισλαμικού εορτολογίου.
Το κρίσιμο ερώτημα, πέρα από το παιχνίδι των πολιτικών συμβολισμών, έχει να κάνει με το αν θα επαναληφθούν κακοποιητικές παρεμβάσεις στο μνημείο, όπως αυτές που σημειώθηκαν στην Αγία Σοφία της Βιζύης και την Αγία Σοφία της Τραπεζούντας, όπου οι τοιχογραφίες καλύφθηκαν με ύφασμα.
Το να ταπεινώνονται οι ευαισθησίες των Ορθόδοξων Χριστιανών και να βαραίνει περαιτέρω το καλάθι των ελληνοτουρκικών σχέσεων, μάλλον είναι ευπρόσδεκτο στην τουρκική κοινή γνώμη. Όμως το ενδεχόμενο να περιπλακούν οι σχέσεις της Τουρκίας με μεγαλύτερες δυνάμεις ή οργανισμούς όπως η Unesco επιβάλλει περίσκεψη –ιδίως αν η γειτονική χώρα κινδυνεύει να αυτοτραυματισθεί οικονομικά με την απώλεια της τουριστικής κίνησης που τροφοδοτεί η Αγία Σοφία και των εσόδων από τα εισιτήρια (ύψους 72 λιρών) που καταβάλλει καθένας από τα περίπου 5 εκατομμύρια επισκεπτών του Μουσείου ετησίως. Εννοείται ότι ως λατρευτικός χώρος η Αγία Σοφία θα πρέπει να προσφέρει δωρεάν πρόσβαση, ενώ δεν θα είναι ανοικτή στους διεθνείς επισκέπτες τις ώρες της προσευχής, όπως ισχύει και με το γειτονικό της τέμενος Σουλτάναχμετ. Επιπλέον, οι ζωγραφικές παραστάσεις είναι ασμυβίβαστες με τις ανεικονικές επιταγές του Ισλάμ, ενώ οι εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης που στηρίζονται σε χρηματοδότηση από το εξωτερικό (πραγματοποιούμενες λ.χ. σε συνεργασία με το φημισμένο αμερικανικό βυζαντινολογικό έργο του Dumbarton Oaks) πιθανότατα θα μείνουν στον αέρα, ενώ και η ίδια η συμπερίληψη της Αγίας Σοφίας από το 1985 στα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Unesco θα διακυβευθεί.
Σε κάθε περίπτωση, οτιδήποτε αφορά την Αγία Σοφία (αυτοκρατορική εκκλησία του Βυζαντίου για μία χιλιετία και αυτοκρατορικό τέμενος των Οθωμανών για άλλους πέντε αιώνες) είναι πέρα για πέρα πολιτικό. Και είναι χαρακτηριστικό ότι το ζήτημα δεν εγέρθηκε για πρώτη φορά παρά το 2013, με πρωτοβουλία των εθνικιστών νυν συμμάχων του Ερντογάν (συγκεκριμένα, του προέδρου της Τουρκικής Ιστορικής Εταιρείας και βουλευτή του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (MHP) Γιουσούφ Χαλάτσογλου), πριν υιοθετηθεί δια της πλειοδοσίας από τους κυβερνώντες ισλαμιστές.
Άλλωστε, η μοίρα της Αγίας Σοφίας διαπλέκεται με όλη τη φιλολογία (και το επετειακό κιτς) της "νέας Άλωσης" που εμπνέει τις τελευταίες δεκαετίες τους χώρους της "τουρκο-ισλαμικής σύνθεσης”. Αυτή η "νέα Άλωση”, η οποία εορτάζεται λαμπρά, δεν είναι παρά η εκπόρθηση του κράτους του Ατατούρκ, με την πολιτική, οικονομική και δημογραφική ενδυνάμωση των αντιπάλων του από τη "βαθιά Τουρκία”, για τους οποίους η άλλοτε κοσμοπολίτικη Κωνσταντινούπολη αποτελεί το κατεξοχήν "λάφυρο”, αλλά και το σημείο αναφοράς της νεο-οθωμανικής νοσταλγίας.
Και παράλληλα, να απεμπλακεί η δικαιοσύνη από τον χειρισμό της ευαίσθητης αυτής υπόθεσης, αφήνοντας ελευθερία κινήσεων σε αυτόν που πραγματικά παίρνει τις αποφάσεις στη γείτονα: τον πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Αυτό είναι το νόημα της απόφασης που έλαβε το τουρκικό ανώτατο διοικητικό δικαστήριο επί της προσφυγής ομάδας δικηγόρων για την εκ νέου απόδοση της Αγίας Σοφίας στην ισλαμική λατρεία.
Το δικαστήριο, απέφυγε να προσβάλλει τη μνήμη του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, με απόφαση του οποίου μετατράπηκε η Αγία Σοφία σε μουσείο, κρίνοντας νόμιμο το σχετικό διάταγμα του 1934. Ωστόσο, δεν απέκλεισε αλλαγή χρήσης του μνημείου με απόφαση της προεδρίας της Δημοκρατίας.
Στην πραγματικότητα, επιβεβαιώνεται το προηγούμενο που έχει δημιουργηθεί με αντίστοιχη απόφαση για τη Μονή της Χώρας (μετέπειτα Καχριέ Τζαμί), δεύτερο σημαντικότερο μνημείο της Κωνσταντινούπολης, μετά την ίδια την Αγία Σοφία.
Άλλωστε, όπως επισημαίνει σε κείμενο υπογραφών ομάδα βυζαντινολόγων και οθωμανολόγων από όλο τον κόσμο, επιχειρώντας να μεταφέρει τη συζήτηση από το φορτισμένο ερώτημα της χρήσης της Αγίας Σοφίας σε αυτό της συντήρησής της και της πρόσβασης του διεθνούς κοινού, μουσουλμανικές λατρευτικές δραστηριότητες ήδη λαμβάνουν χώρα στην βασιλική που έχτισε ο Ιουστινιανός. Από το 1991 υπάρχει εντός του οικοδομικού συμπλέγματος ειδικός χώρος προσευχής, ενώ από το 2016 έχει διορισθεί ιμάμης για την Αγία Σοφία και το κάλεσμα του μουεζίνη ηχεί από τους μιναρέδες. Επιπλέον, αναγνώσεις αποσπασμάτων του Κορανίου πραγματοποιούνται σε κορυφαίες στιγμές του ισλαμικού εορτολογίου.
Το κρίσιμο ερώτημα, πέρα από το παιχνίδι των πολιτικών συμβολισμών, έχει να κάνει με το αν θα επαναληφθούν κακοποιητικές παρεμβάσεις στο μνημείο, όπως αυτές που σημειώθηκαν στην Αγία Σοφία της Βιζύης και την Αγία Σοφία της Τραπεζούντας, όπου οι τοιχογραφίες καλύφθηκαν με ύφασμα.
Το να ταπεινώνονται οι ευαισθησίες των Ορθόδοξων Χριστιανών και να βαραίνει περαιτέρω το καλάθι των ελληνοτουρκικών σχέσεων, μάλλον είναι ευπρόσδεκτο στην τουρκική κοινή γνώμη. Όμως το ενδεχόμενο να περιπλακούν οι σχέσεις της Τουρκίας με μεγαλύτερες δυνάμεις ή οργανισμούς όπως η Unesco επιβάλλει περίσκεψη –ιδίως αν η γειτονική χώρα κινδυνεύει να αυτοτραυματισθεί οικονομικά με την απώλεια της τουριστικής κίνησης που τροφοδοτεί η Αγία Σοφία και των εσόδων από τα εισιτήρια (ύψους 72 λιρών) που καταβάλλει καθένας από τα περίπου 5 εκατομμύρια επισκεπτών του Μουσείου ετησίως. Εννοείται ότι ως λατρευτικός χώρος η Αγία Σοφία θα πρέπει να προσφέρει δωρεάν πρόσβαση, ενώ δεν θα είναι ανοικτή στους διεθνείς επισκέπτες τις ώρες της προσευχής, όπως ισχύει και με το γειτονικό της τέμενος Σουλτάναχμετ. Επιπλέον, οι ζωγραφικές παραστάσεις είναι ασμυβίβαστες με τις ανεικονικές επιταγές του Ισλάμ, ενώ οι εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης που στηρίζονται σε χρηματοδότηση από το εξωτερικό (πραγματοποιούμενες λ.χ. σε συνεργασία με το φημισμένο αμερικανικό βυζαντινολογικό έργο του Dumbarton Oaks) πιθανότατα θα μείνουν στον αέρα, ενώ και η ίδια η συμπερίληψη της Αγίας Σοφίας από το 1985 στα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Unesco θα διακυβευθεί.
Σε κάθε περίπτωση, οτιδήποτε αφορά την Αγία Σοφία (αυτοκρατορική εκκλησία του Βυζαντίου για μία χιλιετία και αυτοκρατορικό τέμενος των Οθωμανών για άλλους πέντε αιώνες) είναι πέρα για πέρα πολιτικό. Και είναι χαρακτηριστικό ότι το ζήτημα δεν εγέρθηκε για πρώτη φορά παρά το 2013, με πρωτοβουλία των εθνικιστών νυν συμμάχων του Ερντογάν (συγκεκριμένα, του προέδρου της Τουρκικής Ιστορικής Εταιρείας και βουλευτή του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (MHP) Γιουσούφ Χαλάτσογλου), πριν υιοθετηθεί δια της πλειοδοσίας από τους κυβερνώντες ισλαμιστές.
Άλλωστε, η μοίρα της Αγίας Σοφίας διαπλέκεται με όλη τη φιλολογία (και το επετειακό κιτς) της "νέας Άλωσης" που εμπνέει τις τελευταίες δεκαετίες τους χώρους της "τουρκο-ισλαμικής σύνθεσης”. Αυτή η "νέα Άλωση”, η οποία εορτάζεται λαμπρά, δεν είναι παρά η εκπόρθηση του κράτους του Ατατούρκ, με την πολιτική, οικονομική και δημογραφική ενδυνάμωση των αντιπάλων του από τη "βαθιά Τουρκία”, για τους οποίους η άλλοτε κοσμοπολίτικη Κωνσταντινούπολη αποτελεί το κατεξοχήν "λάφυρο”, αλλά και το σημείο αναφοράς της νεο-οθωμανικής νοσταλγίας.