Τετάρτη 1 Ιουλίου 2020

Πώς το lockdown επηρεάζει Οικονομία και τράπεζες

Σημαντικές αλυσιδωτές επιπτώσεις σε Οικονομία και τράπεζες θα έχει το lockdown λόγω κορονοϊού, με την Τράπεζα της Ελλάδος να εκτιμά ότι τα έκτακτα μέτρα στήριξης της απασχόλησης, της οικονομικής δραστηριότητας και της ευστάθειας του χρηματοπιστωτικού συστήματος που έχουν ληφθεί από την κυβέρνηση είναι προς τη σωστή κατεύθυνση.



Όπως εκτιμά η Τράπεζα της Ελλάδος στην Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής 2019 – 2020,   το οικονομικό κόστος των περιοριστικών μέτρων, σε όρους ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας, για το σύνολο της Οικονομίας εκτιμάται σε 7,7% το 2020. Οι μεγαλύτερες απώλειες συγκεντρώνονται πρωτίστως σε κλάδους των υπηρεσιών και συγκεκριμένα στον κλάδο καταλυμάτων και υπηρεσιών εστίασης (3,9%), καθώς επίσης και στους κλάδους χονδρικού και λιανικού εμπορίου, μεταφορών-αποθήκευσης και τεχνών και διασκέδασης. Μικρότερες είναι οι επιπτώσεις στον δευτερογενή τομέα της Οικονομίας, του οποίου οι κλάδοι δεν υπέστησαν διοικητικούς περιορισμούς. Ωστόσο, η διατάραξη της εφοδιαστικής αλυσίδας και των μεταφορών, οι δυσχέρειες στις εισαγωγικές και εξαγωγικές διαδικασίες και βέβαια ο περιορισμός ή/και η αναβολή της ζήτησης για βιομηχανικά προϊόντα επηρέασαν τη μεταποίηση και ιδιαίτερα κλάδους που είναι περισσότερο ενσωματωμένοι στις διεθνείς αλυσίδες αξίας. Σε μικρότερο βαθμό φαίνεται ότι επηρεάζεται ο κλάδος των τροφίμων.

Όπως επισημαίνει η ΤτΕ, η πρώτη και κύρια επίπτωση της πανδημίας και των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης είναι στην πλευρά της προσφοράς εργασίας. Η επιβεβλημένη ή εθελούσια αποχή από την εργασία έχει αλυσιδωτά ως αποτέλεσμα τη μείωση των εισοδημάτων από εργασία, τον περιορισμό της κατανάλωσης και των επενδύσεων, και τελικά τη συρρίκνωση της ζήτησης. Σημαντική παράμετρος από την πλευρά της ζήτησης είναι και η μείωση των ευκαιριών για κατανάλωση, λόγω της παύσης λειτουργίας καταστημάτων και χώρων εστίασης και αναψυχής. Τέλος, η αύξηση της αβεβαιότητας των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων σχετικά με τα μελλοντικά τους εισοδήματα επιδρά αποτρεπτικά στις καταναλωτικές και επενδυτικές τους αποφάσεις.


Διάχυση των επιπτώσεων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα

Οι πιο πάνω επιδράσεις διαχέονται και πολλαπλασιάζονται διαμέσου του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Για να προσεγγίσει τις επιπτώσεις αυτές, η ανάλυση της ΤτΕ επικεντρώνεται στις προσομοιώσεις των οικονομικών επιπτώσεων που επιφέρει η πανδημία μέσω α) της μείωσης της προσφοράς εργασίας, β) της αυξημένης αβεβαιότητας των νοικοκυριών και γ) της αυξημένης αβεβαιότητας στον τραπεζικό τομέα που υποσκάπτει τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Για να προσεγγίσει το μέγεθος της διαταραχής που έχει υποστεί η αγορά εργασίας, η ανάλυση της ΤτΕ αξιοποιεί τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ σχετικά με το μερίδιο της απασχόλησης σε επιχειρήσεις που βρίσκονται σε αναστολή λειτουργίας λόγω της πανδημίας. Προκύπτει ότι 25,4% της απασχόλησης επηρεάζεται από τα έκτακτα αυτά μέτρα.

Οι δυναμικές επιπτώσεις της εξωγενούς μείωσης της προσφοράς εργασίας σε βασικές μεταβλητές της οικονομικής και χρηματοοικονομικής δραστηριότητας, εξετάζονται από την ΤτΕ υπό δύο διαφορετικά σενάρια: α) το βασικό σενάριο, στο οποίο οι επιπτώσεις της διαταραχής είναι βραχύβιες και ο χρόνος ημιζωής (half-life) της διαταραχής είναι ένα τρίμηνο, και β) το δυσμενέστερο σενάριο, στο οποίο οι οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας φθίνουν με βραδύτερους ρυθμούς και ο χρόνος ημιζωής της διαταραχής είναι δύο τρίμηνα.

Όπως επισημαίνει η ΤτΕ, μια εξωγενής μείωση της προσφοράς εργασίας οδηγεί κατ’ αρχήν σε μείωση του προϊόντος και της οριακής αποδοτικότητας του κεφαλαίου και συνεπώς σε μείωση της επενδυτικής  δαπάνης των επιχειρήσεων. Παράλληλα, η μείωση του εισοδήματος από εργασία οδηγεί τα νοικοκυριά στη μείωση της κατανάλωσής τους αλλά και των επενδυτικών δαπανών τους για ανέγερση κατοικίας, με αποτέλεσμα την περαιτέρω μείωση της συνολικής ζήτησης και του παραγόμενου προϊόντος. Καταγράφεται επίσης μείωση της αξίας του οικιστικού, αλλά και του επιχειρηματικού κεφαλαίου.

Δεδομένου ότι αυτά τα περιουσιακά στοιχεία υποθηκεύονται ως εξασφαλίσεις για τη χορήγηση στεγαστικών και επιχειρηματικών δανείων αντίστοιχα, η μείωση της αξίας τους έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων νοικοκυριών και επιχειρήσεων, καθώς πλέον καθίσταται πιο συμφέρουσα η παραχώρηση του υποθηκευμένου περιουσιακού στοιχείου στην τράπεζα παρά η αποπληρωμή του δανείου. Κατά συνέπεια, επιδεινώνεται η ποιότητα των τραπεζικών χαρτοφυλακίων και αποδυναμώνονται οι ισολογισμοί τους.

Η "επιμόλυνση" των τραπεζών
Τα οικονομικά μεγέθη αλληλεπιδρούν με τα χρηματοοικονομικά μεγέθη διαμέσου δύο διαύλων, επισημαίνει η ΤτΕ.

Αφενός, η αύξηση των επισφαλειών νοικοκυριών και επιχειρήσεων επηρεάζει την αξία των τραπεζικών δανειακών χαρτοφυλακίων αλλά και των τραπεζικών κεφαλαίων, περιορίζοντας έτσι την προσφορά τραπεζικών πιστώσεων (δίαυλος τραπεζικών κεφαλαίων).

Αφετέρου, η μείωση της απόδοσης του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών μειώνει την πιστοληπτική ικανότητα των ίδιων των τραπεζών. Υποσκάπτεται εν ολίγοις, σε κάποιο βαθμό, η ευστάθεια του ίδιου του χρηματοπιστωτικού συστήματος και αυξάνεται ο τραπεζικός κίνδυνος (bank risk). Οι τράπεζες αναγκάζονται πλέον να αντλούν ακριβότερα κεφάλαια και συνεπώς επιβάλλουν με τη σειρά τους υψηλότερα επιτόκια δανεισμού σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις (δίαυλος τραπεζικής χρηματοδότησης).

Και οι δύο δίαυλοι επηρεάζουν αρνητικά την προσφορά τραπεζικών πιστώσεων και επιτείνουν την απομείωση της αξίας των τραπεζικών εξασφαλίσεων. Αυξάνονται έτσι οι επισφάλειες νοικοκυριών και επιχειρήσεων και συρρικνώνεται τελικά περαιτέρω η οικονομική δραστηριότητα.

Μετά την παρέλευση της αρχικής διαταραχής, οι οικονομικές και χρηματοοικονομικές μεταβλητές σταδιακά συγκλίνουν προς τα προ της πανδημίας επίπεδά τους. Ωστόσο, στο δυσμενές σενάριο, όπου η αρχική διαταραχή εμφανίζει υψηλότερο βαθμό επιμονής, η συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας είναι εντονότερη και μεγαλύτερης διάρκειας. Ιδιαίτερα επιβαρύνονται τα τραπεζικά κεφάλαια, με παρατεταμένες δευτερογενείς επιπτώσεις.

Σημειώνεται ότι και στα δύο σενάρια η διάρκεια του χρηματοοικονομικού κύκλου είναι σαφώς μεγαλύτερη εκείνης του οικονομικού κύκλου, δηλαδή οι χρηματοοικονομικές μεταβλητές επιστρέφουν στα αρχικά τους επίπεδα αρκετές περιόδους αργότερα από τις οικονομικές μεταβλητές.

Όπως προκύπτει από την ανάλυση της ΤτΕ, το ΑΕΠ και οι επιχειρηματικές επενδύσεις μειώνονται κατά μέσο όρο περίπου κατά 6,7% και 10,4% αντίστοιχα στα τέσσερα πρώτα τρίμηνα, ενώ η επίδραση της διαταραχής βαίνει μειούμενη κατά τα επόμενα τέσσερα τρίμηνα. Ο βαθμός επιμονής της διαταραχής είναι σημαντικός για την επίδρασή της στην πραγματική οικονομία. Για κάθε τρίμηνο που παρατείνεται ο χρόνος ημιζωής της διαταραχής, παρατηρείται περαιτέρω μείωση του ΑΕΠ και των επιχειρηματικών επενδύσεων κατά 2,6% και 6,7% αντίστοιχα. Όσον αφορά τα τραπεζικά κεφάλαια και τις τραπεζικές πιστώσεις, η επίδραση βαίνει αυξανόμενη στο χρόνο, ενώ η διαταραχή φαίνεται να επηρεάζει ιδιαίτερα τη δυνατότητα αποπληρωμής των δανείων των επιχειρήσεων.

Η επίδραση της αυξημένης αβεβαιότητας
Όπως αναφέρει η ΤτΕ, ως άμεσο αποτέλεσμα της αυξημένης αβεβαιότητας στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, μειώνεται η αξία των περιουσιακών στοιχείων που χρησιμοποιούνται ως εξασφαλίσεις για τη χορήγηση στεγαστικών και επιχειρηματικών δανείων, δυσχεραίνοντας την αποπληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων νοικοκυριών και επιχειρήσεων.

Παρατηρείται μείωση των επενδύσεων των επιχειρήσεων και αύξηση του ρυθμού αθέτησης των δανειακών υποχρεώσεών τους. Το εύρημα αυτό απηχεί τον προβληματισμό που εκφράζεται ευρέως σχετικά με το ενδεχόμενο η πανδημία και τα συνακόλουθα περιοριστικά μέτρα να επιφέρουν σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και να προκαλέσουν ενδεχόμενες αλυσιδωτές πτωχεύσεις, με μακροχρόνιες συνέπειες για την πραγματική οικονομία.

Επιπρόσθετα, η αύξηση της αβεβαιότητας οδηγεί και σε συρρίκνωση των τραπεζικών κεφαλαίων και συνεπώς σε περιορισμό της χορήγησης τραπεζικών πιστώσεων. Μειώνεται δε και το αξιόχρεο των ίδιων των τραπεζών.

Εν κατακλείδι, ο χρηματοπιστωτικός τομέας και η δανειακή χρηματοδότηση της οικονομικής δραστηριότητας πλήττονται σημαντικά από την αύξηση της αβεβαιότητας και ανακάμπτουν αργά, με αλυσιδωτές δευτερογενείς επιπτώσεις, οδηγώντας εν τέλει σε μια μείωση του ΑΕΠ κατά 0,67% στο βασικό σενάριο και σε 1% στο δυσμενές σενάριο κατά τα τέσσερα πρώτα τρίμηνα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αρνητική επίδραση στον τραπεζικό τομέα είναι σαφώς μεγαλύτερη από την επίδραση που προκαλεί η μειωμένη προσφορά εργασίας και γίνεται εντονότερη όσο αυξάνεται η επιμονή της διαταραχής, οδηγώντας σε μια μείωση των τραπεζικών κεφαλαίων έως και 5%.

Επιπλέον, το κόστος χρηματοδότησης των καταθέσεων των τραπεζών αυξάνεται, προκαλώντας άνοδο των επιτοκίων δανεισμού και οδηγώντας σε περαιτέρω περιορισμό της ροής τραπεζικών πιστώσεων προς την πραγματική οικονομία. Η αρνητική επίδραση στο ΑΕΠ κυμαίνεται μεταξύ 0,36% και 0,42% ανάλογα με τη διάρκεια της διαταραχής.
 
website counter
friend finderplentyoffish.com