Στη διευθέτηση του ζητήματος των εγγυήσεων που έχουν καταπέσει και που οφείλει το Δημόσιο στις τράπεζες, οδηγούν οι αυξημένες ανάγκες χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας για να ξεπεράσει την κρίση του κορονοϊού.
Η διευθέτηση του ζητήματος των καταπτώσεων κινείται παράλληλα με την επικείμενη ψήφιση του νέου πτωχευτικού νόμου, ο οποίος, εκτός απροόπτου, αναμένεται να κατατεθεί εντός των επόμενων ωρών στη Βουλή.
Σύμφωνα με πληροφορίες, τράπεζες και Υπουργείο Οικονομικών βρίσκονται σε συζητήσεις για την καταβολή στις πρώτες ποσού περίπου 1 δισ. ευρώ από το σύνολο των καταπτώσεων που οφείλει το Δημόσιο. Το συνολικό ποσό των εγγυήσεων που έχουν καταπέσει ανέρχεται σε 2,1 δισ. ευρώ και αφορά σε περισσότερα από 700.000 αιτήματα των τραπεζών. Πρόκειται για κρατικές εγγυήσεις που είχαν δοθεί σε δάνεια προς πυρόπληκτους, σεισμόπληκτους ή γενικότερα για ανθρωπιστικούς και κοινωνικούς λόγους, καθώς και σε επαγγελματίες π.χ. γεωργούς με εγγύηση του ΕΤΕΑΝ. Τα δάνεια καταγγέλθηκαν από τις τράπεζες, καθώς δεν εξυπηρετούνταν από τους δανειολήπτες, συνεπεία της οικονομικής κρίσης, οι εγγυήσεις κατέπεσαν και δεν έχουν αποκατασταθεί μέχρι σήμερα από το Δημόσιο.
Τα δάνεια που έχει εγγυηθεί το Δημόσιο ανέρχονται σε 3,5-4 δισ. ευρώ και οι εγγυήσεις που οφείλονται στις τράπεζες είχαν τεθεί ως θέμα από τους Θεσμούς κατά τις διαπραγματεύσεις που είχαν με την κυβέρνηση στις αρχές του έτους, στο πλαίσιο της πέμπτης αξιολόγησης του προγράμματος ενισχυμένης εποπτείας (σημειώνεται ότι το θέμα της εξόφλησης των εγγυήσεων σε έναν λογικό χρονικό ορίζοντα είχε τεθεί από τους Θεσμούς και στις διαπραγματεύσεις για τις μεταμνημονιακές αξιολογήσεις με την προηγούμενη κυβέρνηση). Η πρόταση της κυβέρνησης ήταν οι εγγυήσεις προς τις τράπεζες να καλυφθούν σταδιακά σε ορίζοντα επταετίας. Τράπεζες και Θεσμοί επιθυμούσαν το θέμα να κλείσει σε πολύ συντομότερο χρόνο, εντός τριετίας και σε κάθε περίπτωση μέσα στην επόμενη πενταετία.
Σημειώνεται ότι θέση του Δημοσίου ήταν πως οι τράπεζες δεν είχαν πράξει τα δέοντα για την είσπραξη των δανείων που συνοδεύονταν από τις κρατικές εγγυήσεις, συνεπώς δεν αναγνώριζε το σύνολο των καταπτώσεων ως οφειλή του προς τις τράπεζες. Το να είναι οι πληρωμές του Δημοσίου τεκμηριωμένες και να γίνουν σε βάθος χρόνου ήταν ζητούμενο του οικονομικού επιτελείου προκειμένου να μην υπάρξει επιβάρυνση στο έλλειμμα ή το χρέος.
Για την ταχεία διευθέτηση της εξόφλησης των εγγυήσεων στις τράπεζες πίεζε ιδιαίτερα η ΕΚΤ, καθώς το "κενό" που δημιουργεί η μη καταβολή των κρατικών εγγυήσεων θα πρέπει να καλυφθεί από τις τράπεζες με πρόσθετες προβλέψεις. Πράγμα που σημαίνει ότι αποδυναμώνεται η κεφαλαιακή κατάσταση και η ικανότητα παραγωγής κερδοφορίας των τραπεζών, σε απαιτητικές συγκυρίες, οι οποίες, στις αρχές του χρόνου, εντοπίζονταν στα επερχόμενα πανευρωπαϊκά stress tests.
Λίγο μετά, ενέσκηψε ο κορονοϊός, τα stress tests ματαιώθηκαν για φέτος και η πληρωμή των εγγυήσεων που έχουν καταπέσει απέκτησε ένα άλλο έρεισμα: αυτό της ανάγκης διοχέτευσης ρευστότητας στον επιχειρηματικό ιστό της Οικονομίας μέσω του διαύλου των τραπεζών.
Οι αυξημένες ανάγκες για ρευστότητα στην Οικονομία
Η ανάγκη αυτή φαίνεται ότι συνδέεται απολύτως με την καταβολή περίπου 1 δισ. ευρώ από τις οφειλόμενες εγγυήσεις στις τράπεζες, που φέρεται να εξετάζει το υπουργείο Οικονομικών.
Σύμφωνα με μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, η πανδημική κρίση αναμένεται να αφήσει τις επιχειρήσεις με έλλειμμα ρευστότητας 30 δισ. ευρώ. Ειδικότερα, η Τράπεζα βλέπει μείωση του ΑΕΠ κατά περίπου 7,5% το 2020 και ανάκαμψη της τάξεως του 5,5% το 2021. Όπως εκτιμά, η απότομη μείωση της παραγωγής αναμένεται να οδηγήσει σε πτώση των πωλήσεων κατά περίπου 20% ή 50 δισ. ευρώ το 2020, η οποία προβλέπεται να είναι παροδική και να αντιστραφεί το 2021, καλύπτοντας πιθανώς πάνω από τα 2/3 της συρρίκνωσης του 2020. Οι επιχειρήσεις θα μειώσουν όσο μπορούν τα μεταβλητά λειτουργικά τους έξοδα, παρ’ όλ’ αυτά, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΕΤΕ, θα υπάρξει έλλειμμα ρευστότητας της τάξεως των 30 δισ. ευρώ.
Μιλώντας την περασμένη εβδομάδα στο Athens Investment Forum, ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας έδωσε την εικόνα για τη ρευστότητα που έχει διοχετευθεί από το ξέσπασμα της κρίσης του κορονοϊού μέχρι σήμερα στις επιχειρήσεις. Όπως είπε, η συνολική στήριξη από το ΤΕΠΙΧ ΙΙ, το Ταμείο Εγγυοδοσίας και την Επιστρεπτέα Προκαταβολή ξεπερνά, μέχρι σήμερα, τα 6 δισ. ευρώ, ενώ αναμένεται, από τους επιπλέον πόρους του ΤΕΠΙΧ ΙΙ, τη δεύτερη φάση του Ταμείου Εγγυοδοσίας και τον 3ο και 4ο κύκλο της Επιστρεπτέας Προκαταβολής, να διατεθούν επιπλέον πόροι ύψους περίπου 5 δισ. ευρώ τους επόμενους μήνες του έτους. Κάτι που σημαίνει ότι η συνολική "ένεση" ρευστότητας στις επιχειρήσεις θα ξεπεράσει τα 11 δισ. ευρώ σε διάστημα περίπου 7 μηνών.