Ο νέος νόμος που αποβλέπει στην οριστική διευθέτηση του ιδιωτικού χρέους – εγχείρημα κολοσσιαίο και κομβικής σημασίας για την εξυγίανση και την ταχύτερη ανάκαμψη της Οικονομίας-, θα έρθει να αντικαταστήσει μία σειρά νόμων που κρίθηκαν εκ του αποτελέσματος ανεπαρκείς να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους.
Πρόκειται για νόμους όπως:
O νόμος 3869/2010 (Κατσέλη), ο οποίος αφορούσε στη ρύθμιση οφειλών των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων.
Ο νόμος 4152/2013, με τον οποίο θεσπίστηκε η πάγια ρύθμιση οφειλών.
Ο νόμος 4224/2013, ο οποίος θέσπισε τον Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών, με τον οποίο φυσικά και νομικά πρόσωπα επιχειρούσαν τη διευθέτηση των οφειλών τους προς τα τραπεζικά ιδρύματα.
Ο νόμος 4307/2014, ο οποίος θέσπισε την έκτακτη διαδικασία της ειδικής διαχείρισης για τις επιχειρήσεις.
Ο νόμος 4321/2015, ο οποίος αφορούσε τη ρύθμιση οφειλών φυσικών και νομικών προσώπων προς τη φορολογική διοίκηση και τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης.
Οι νόμοι 4354/2015 και 4389/2016, οι οποίοι θεσμοθέτησαν την αγορά εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων και εταιριών απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις.
Ο νόμος 3588/2017, ο οποίος τροποποίησε τον Πτωχευτικό Κώδικα, για την πτώχευση εμπόρων και επιχειρήσεων.
Ο νόμος 4469/2017, ο οποίος θέσπισε τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών των επιχειρήσεων και των επιτηδευματιών.
Ο νόμος 4605/2019, ο οποίος θέσπισε τη ρύθμιση οφειλών, ως διάδοχο σχήμα του λεγόμενου "Νόμου Κατσέλη" για τη ρύθμιση οφειλών των φυσικών προσώπων.
Ο νόμος 4611/2019, ο οποίος αφορούσε τη ρύθμιση οφειλών φυσικών και νομικών προσώπων σε δημόσιο και φορείς κοινωνικής ασφάλισης.
Η αποτυχία των προηγούμενων νόμων και το παράδειγμα του ν. Κατσέλη
Όλες οι παραπάνω νομοθετικές πρωτοβουλίες απέτυχαν, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τον νόμο Κατσέλη.
Όπως είπε κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου για τη ρύθμιση οφειλών στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής ο υπουργός Οικονομικών, Χρ. Σταϊκούρας, δίνοντας παραδείγματα της αποτυχίας των προηγούμενων νόμων, ο νόμος Κατσέλη απέτυχε γιατί παρείχε προστασία, τόσο της πρώτης κατοικίας όσο και ολόκληρης της περιουσίας, σε όλους ανεξαιρέτως, χωρίς κανέναν έλεγχο και κανένα κριτήριο, με την υποβολή μόνο μιας αίτησης.
Ο τότε νομοθέτης δεν φρόντισε να υπάρχουν ειδικές δικλείδες ασφαλείας, με αποτέλεσμα να επωφελούνται οι στρατηγικοί κακοπληρωτές.
Επίσης, ο νόμος παρείχε τη δυνατότητα ρύθμισης μόνο των δανείων και όχι του συνόλου των οφειλών των πολιτών. Έτσι, ακόμη και αν λάμβαναν μια ρύθμιση του δανείου τους, στην πράξη αδυνατούσαν να την εξυπηρετήσουν, εξαιτίας των λοιπών οφειλών που δεν μπορούσαν να ρυθμίσουν.
Επιπλέον, οι οφειλέτες παραμένουν εγκλωβισμένοι σε μια κατάσταση όπου δεν γνωρίζουν ποιο θα είναι το τελικό αποτέλεσμα. Έχουν άγνοια για το κατά πόσο θα κρίνει ο δικαστής εάν όντως είναι οικονομικά ευάλωτοι, εάν ασκούν σημαντική επιχειρηματική δραστηριότητα, εάν είναι επιλέξιμοι, εάν ενήργησαν με δόλο.
Τελικά, ο νόμος 3869/2010 οδήγησε ελάχιστες περιπτώσεις σε πλήρη απαλλαγή χρεών, παρουσίασε μεγάλες καθυστερήσεις και, εν τέλει, δεν έδινε μια συνολική, βιώσιμη λύση στο πρόβλημα υπερχρέωσης του νοικοκυριού.
Σε ό,τι αφορά στο νόμο 4605/2019, ο οποίος διαδέχθηκε το νόμο Κατσέλη μετά την οριζόντια κατάργηση της προστασίας της πρώτης κατοικίας, αυτός είχε διορία 6 μηνών και μικρή περίμετρο δικαιούχων.
Ο νόμος αυτός προστάτευε την πρώτη κατοικία μόνο σε όσους είχαν δάνειο που ήταν μη εξυπηρετούμενο κατά την 31η Δεκεμβρίου 2018, ενώ έθετε μία σειρά από αυστηρά κριτήρια εισοδήματος και περιουσίας, που αποτελούσαν απαραίτητη προϋπόθεση συμμετοχής.
Ο νόμος αυτός ψηφίστηκε τον Απρίλιο του 2019 και αποδείχτηκε αναποτελεσματικός, αφού ενώ δυνητικά κάλυπτε περίπου 90.000 δανειολήπτες, τον Ιούλιο του 2019, δεν είχε υποβληθεί καμία αίτηση. Κατά την αρχική προθεσμία λήξης του νόμου, στις 31 Δεκεμβρίου 2019, είχαν υποβληθεί μόλις 1.368 αιτήσεις.
Τέλος, ένα ακόμη παράδειγμα ελλιπούς αντιμετώπισης του προβλήματος της υπερχρέωσης που έδωσε ο υπουργός Οικονομικών είναι ο νόμος 4469/2017 (εξωδικαστικός μηχανισμός).
Είναι χαρακτηριστικό ότι από τις 63.400 επιχειρήσεις και επαγγελματίες που εισήλθαν στην πλατφόρμα, μόνο 7.300 υπέβαλαν αίτηση και, εξ αυτών, μόλις 2.200 ολοκλήρωσαν επιτυχώς τη διαδικασία ρύθμισης οφειλών.