Στα 25 δισ. ευρώ περίπου, υπολογίζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τις χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας στη διετία 2014 - 2015, ενώ εκτιμά πως η χώρα θα επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα 3% του ΑΕΠ το 2015 αλλά θα παρουσιάσει και το υψηλότερο κυκλικά, προσαρμοσμένο πρωτογενές πλεόνασμα, παγκοσμίως ως ποσοστό του ΑΕΠ, στο 5,7% του ΑΕΠ το 2015, μεγέθους εξαιρετικά κρίσιμου στο πλαίσιο του νέου δημοσιονομικού συμφώνου.
Αίσθηση πάντως προκαλεί ότι επιμένει σε πρόβλεψη για δημοσιονομικό έλλειμμα 1,9% του ΑΕΠ το 2015, όταν το προσχέδιο του προϋπολογισμού προβλέπει σχεδόν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Μάλιστα αναμένει οριακά ελλείμματα έως και το 2019, ενώ εκτιμά πως το χρέος θα υποχωρήσει στο 171% του ΑΕΠ το 2015 από 174,2% φέτος και θα αποκλιμακωθεί έως το 135,3% του ΑΕΠ το 2019. Πάντως σύμφωνα με την έκθεση η Ελλάδα αναμένεται να καταγράψει φέτος και έως το 2017, το υψηλότερο κυκλικά προσαρμοσμένο πρωτογενές πλεόνασμα (που αφαιρεί τις επιπτώσεις του οικονομικού κύκλου), αποτυπώνοντας πιο καθαρά τη δημοσιονομική πρόοδο στη χώρα.
Την ίδια ώρα, το ΔΝΤ αναμένει αποκλιμάκωση των δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 45,1% του ΑΕΠ το 2015 από 47,3% φέτος και περαιτέρω μείωση στα επίπεδα του 43% στην τριετία 2016 - 2017. Τα έσοδα της γενικής κυβέρνησης αναμένονται στο 43,2% του ΑΕΠ το 2015 από 44,6% φέτος και περαιτέρω υποχώρηση στην περιοχή του 42,2% μεταξύ 2016 - 2019.
Η περίπτωση της Ελλάδας, όπως σημειώθηκε, αποτελεί «ενδεικτικό παράδειγμα» για τη δημοσιονομική εξυγίανση και επισημάνθηκαν ιδιαίτερα οι «στοχευμένες περικοπές» της κυβέρνησης σε εργοδοτικές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, αυτό θα ενισχύσει την απασχόληση νέων εργαζομένων και γυναικών.
Σύμφωνα με την έκθεση, το Ταμείο προβλέπει για την Ελλάδα πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ το 2014, 3% του ΑΕΠ το 2015 και 4,5% του ΑΕΠ το 2016. Επίσης, προβλέπει μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος στο 2,7% του ΑΕΠ το 2014, στο 1,9% του ΑΕΠ το 2015 και στο 0,6% το 2016.
Όσον αφορά το κυκλικά προσαρμοσμένο πρωτογενές πλεόνασμα του ελληνικού προϋπολογισμού, το ΔΝΤ το ανεβάζει στο 5,4% του ΑΕΠ το 2014, στο 5,7% του ΑΕΠ το 2015 και στο 6,1% του ΑΕΠ το 2016. Η Ελλάδα βρίσκεται πρώτη σε παγκόσμιο επίπεδο σ' αυτό τον τομέα και μετά τοποθετούνται η Ισλανδία (5,1% του ΑΕΠ), η Ιταλία (4% του ΑΕΠ), η Σιγκαπούρη (2,8% του ΑΕΠ), η Πορτογαλία (1,9% του ΑΕΠ) και η Γερμανία (1,9% του ΑΕΠ).
Στη συνέχεια, καταγράφονται μια σειρά από άλλους τομείς στους οποίους η Ελλάδα έχει προχωρήσει σε «σημαντικές μεταρρυθμίσεις και προσαρμογές», όπως στο ασφαλιστικό σύστημα, στις συντάξεις και στον τομέα της υγείας.
Τόσο στην έκθεση, όσο και στη συνέντευξη Τύπου, δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στην αυξανόμενη ανεργία που ταλανίζει τον κόσμο σε παγκόσμιο επίπεδο και υπογραμμίσθηκε η αναγκαιότητα για «συνδυασμό» των μεταρρυθμίσεων και των διαρθρωτικών αλλαγών με την απασχόληση και την ανάπτυξη και ότι μια τέτοια πολιτική συμβάλλει και στην αντιμετώπιση του προβλήματος του δημόσιου χρέους.
Για την ευρωζώνη, επαναλήφθηκε η θέση περί «περιορισμένης ανάκαμψης», τονίσθηκε η ανάγκη δρομολόγησης πολιτικών για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και έγινε αναφορά στην «κόπωση» που έχουν δημιουργήσει οι προσπάθειες για δημοσιονομική προσαρμογή, καθώς και στον «κίνδυνο» του χαμηλού πληθωρισμού.