Τα σύννεφα, οικονομικά και πολιτικά, πάνω από τη χώρα πυκνώνουν.
Το πιο ανησυχητικό είναι, σε σχέση με την οικονομία, ότι η αξιολόγηση καθυστερεί. Ταυτόχρονα, σε όλα τα μέτωπα που μένουν ανοιχτά, η απόκλιση μεταξύ δανειστών και κυβέρνησης είναι σημαντική, από το ασφαλιστικό έως τα «κόκκινα» δάνεια. Στο πεδίο της πολιτικής δεν υπάρχει, ειδικά στα επώδυνα οικονομικά μέτρα, ίχνος συναίνεσης από την αντιπολίτευση. Τούτο συμβαίνει, διότι πέρα από τις κυβερνητικές αδυναμίες, η λεγόμενη φιλοευρωπαϊκή αντιπολίτευση, δεν διαθέτει καμία αυτοπεποίθηση και κρύβει τη δική της αδυναμία επιλέγοντας τη μετωπική σύγκρουση. Έτσι εντείνεται η πολιτική αβεβαιότητα. Αυτή αποτελεί πρόσθετο τραύμα για την πραγματική οικονομία.
Τα spreads των δεκαετών ομολόγων τις πρώτες δέκα ημέρες του Φεβρουαρίου έχουν μεταβληθεί κατά 24,32%. Η εκτίναξη αυτή επισημαίνει την αύξηση των πολιτικών κινδύνων που καταγράφουν οι αγορές. Η πτώση του Χρηματιστηρίου κατά περίπου 30% από την αρχή του χρόνου συντελείται κυρίως με τη φυγή ξένων επενδυτών. Μεγάλα funds έχουν πρωταγωνιστήσει στην πώληση τίτλων. Η πτώση του Γενικού Δείκτη είναι μία από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως, καταγράφοντας μία από τις χειρότερες επιδόσεις. Μετά την τρίτη επιτυχημένη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, το τραπεζικό σύστημα πιέζεται και περιορίζονται τα περιθώριά του να χρηματοδοτήσει υγιείς επιχειρήσεις και άρα την ανάπτυξη. Η πρόσφατη μικρή ανάκαμψη των τραπεζικών μετοχών δεν οφείλεται σε ξένους επενδυτές, αλλά στους βασικούς μετόχους τους. Όσο δεν σταθεροποιείται το πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο, δεν προσελκύονται ξένοι επενδυτές.
Ο Τσίπρας είναι σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Υπάρχουν εκείνα που μπορεί να κάνει και εκείνα που είναι έξω από τον έλεγχό του. Τα τελευταία αφορούν στην ανεύθυνη φιλοευρωπαϊκή αντιπολίτευση. Ο Νίκος Μουζέλης (Τα Νέα, 13/2) διδάσκοντας για χρόνια στο LSE, τολμά να πει το αυτονόητο: Η αντιπολίτευση στη συγκεκριμένη συγκυρία οφείλει να επιλέξει μία «μη κομματική στρατηγική», δηλαδή «να στηρίξει ξανά τον Τσίπρα». Φυσικά, δεν θα εισακουστεί. Διότι το κομματικό σύστημα είναι παθογενές. Αυτό οδήγησε στην κρίση και στη μετέπειτα μη αποτελεσματική διαχείρισή της. Φυσικά, και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κομμάτι του συστήματος αυτού. Αλλά δεν είναι η ώρα διαμοιρασμού ευθυνών. Και ουδείς είναι αναμάρτητος.
Έτσι, ο Τσίπρας είναι μόνος - και με τα δικά του λάθη. Όμως, όπως τονίζουμε επίμονα από καιρό, είναι ο βασικός άξονας του πολιτικού πλαισίου. Αρέσει δεν αρέσει. Κάτι που αναγνωρίζουν και οι Ευρωπαίοι. Έτσι, το μόνο που απομένει είναι να ολοκληρώσει εγκαίρως την αξιολόγηση. Με όποιο πολιτικό κόστος, που αν κινηθεί γρήγορα και αποφασιστικά, θα αποδειχθεί περιορισμένο. Πρέπει επίσης να οικειοποιηθεί τις αναγκαίες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, κάτι που έκανε λ.χ. η Κύπρος με επιτυχία και βγαίνει στις αγορές τροφοδοτώντας και την ανάπτυξη. Δεν αρκεί ο Πιτσιόρλας που παλεύει με ανεπαρκείς και ιδεοληπτικούς υπουργούς, που ανήκουν σε άλλες εποχές. Μόνο έτσι θα προσελκυστούν επενδυτές. Όμως, ο Τσίπρας που «είναι ο ΣΥΡΙΖΑ», οφείλει πλέον να γίνει στιβαρός πρωθυπουργός. Να πειθαρχήσει τους υπουργούς του.
Ο Αλέξης Τσίπρας, ως ο συνήθης εαυτός του, δεν μπορεί να υπερβεί τις προκλήσεις. Μπορεί όμως να υπερβεί εαυτόν; Καλείται άλλωστε να πάψει να πατάει φρένο καθυστερήσεων, ελπίζοντας ότι θα περιορίσει έτσι τη φθορά του, επιδεικνύοντας «μαχητικότητα» εντυπώσεων και χάνοντας τη μάχη της ουσίας. Τούτο άλλωστε δεν έγινε, αυτοκτονικά, επί Βαρουφάκη; Τώρα όμως, αν χάσει την ουσία, θα τη χρεωθεί ο ίδιος. Σε αυτό το σταυροδρόμι βρίσκεται. Και τούτο προσδιορίζεται από μια έννοια. Τον χρόνο. Τον οποίο ή θα τον σπαταλήσει ή θα τον αξιοποιήσει.
Όσο καθυστερεί, δεν θα πλήττεται απλώς η οικονομία. Θα φθείρεται και ο ίδιος πολιτικά. Και όσο θα φθείρεται, τόσο πιο άτολμος θα γίνεται. Άρα, η φθορά του θα μεγαλώνει, σε έναν πνιγηρό φαύλο κύκλο. Αν συμβεί τούτο, τότε θα καταστεί άλλος ένας πρωθυπουργός -από τους πολλούς της χώρας- που όφειλε να κάνει τα αναγκαία και δυσάρεστα, όσο η εικόνα του ακόμη άντεχε για να μπορεί να τροφοδοτήσει δράσεις. Αλλά μαζί με τις δικές του αντοχές, χάνεται και ο λίγος χρόνος, που διαθέτει ακόμη η χώρα. Και οι όποιες αντοχές της.