Το «πείραμα» με τη ρύθμιση των χρεών προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά Ταμεία αρχίζει να μην αποδίδει.
Η διευκόλυνση των οφειλετών με το «σπάσιμο» των υποχρεώσεών τους σε πολλές μηνιαίες δόσεις, ήταν φυσικά μια λογική πράξη, καθώς κάθε απόπειρα εφάπαξ είσπραξης είχε αποδεχθεί ότι έπεφτε στο κενό.
Και φυσικά, ούτε οι απειλές για πλειστηριασμούς και κατασχέσεις, ούτε οι συνεχείς οχλήσεις και τα όποια άλλα ασφαλιστικά μέτρα και περιορισμοί που εφαρμόστηκαν κατά καιρούς , είχαν αποδώσει.
Αλλά τώρα επήλθε κορεσμός. Ούτε το μέτρο των 100 δόσεων δεν αποδίδει.
Συνεπώς οι αρμόδιες αρχές του Δημοσίου και των Ταμείων θα πρέπει να δουν το πρόβλημα από την αρχή.
Χωρίς να αποκλείεται μια παράταση η ανανέωση του συστήματος πληρωμής και εξόφλησης σε 100 δόσεις είναι καιρός να αντιμετωπισθεί το φαινόμενο της συσσώρευσης χρεών σε πιο ρεαλιστική βάση.
Η λύση δεν μπορεί να προκύψει εάν δεν αντιμετωπισθεί στη βάση του το πρόβλημα.
Κι αυτή δεν είναι άλλη από την μείωση της υπέρμετρης φορολόγησης ή της υπέρμετρης ασφαλιστικής επιβάρυνσης.
Ούτε οι φόροι, ούτε οι ασφαλιστικές εισφορές συμβαδίζουν με τις δυνατότητες των πολιτών, ούτε ευθυγραμμίζονται με τις αντικειμενικές δυσκολίες που προκαλεί η οικονομική κρίση.
Όσο παραμένει η υψηλή φορολογία, άμεση και έμμεση, και όσο οι ασφαλιστικές εισφορές βρίσκονται σε δυσθεώρητα ύψη, τα χρέη προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά Ταμεία θα διογκώνονται.
Η απάλειψή τους δεν μπορεί να επιτευχθεί, παρά μόνο εάν οι υποχρεώσεις αυτές περιορισθούν σε λογικά επίπεδα.
Γιατί είναι παράλογο να περιμένει η Πολιτεία να επιδείξουν οι πολίτες συνέπεια, όταν οι υποχρεώσεις σε φόρους και εισφορές ξεπερνούν συνολικά το 60% του εισοδήματος.
Έτσι εάν δεν γίνουν κινήσεις προς εκλογίκευση των βαρών, θα απαιτούνται όλο και περισσότερες διευκολύνσεις και παρατάσεις, χωρίς ποτέ να επιλύεται το πρόβλημα.