Υπαρκτός είναι ο κίνδυνος αφελληνισμού των ελληνικών τραπεζών, παραδέχθηκε εμμέσως πλην σαφώς ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γ. Δραγασάκης σε συνάντηση που είχε με το προεδρείο της Ομοσπονδίας Τραπεζοϋπαλληλικών Οργανώσεων Ελλάδος (Ο.Τ.Ο.Ε). Άφησε να εννοηθεί μάλιστα ότι η κυβέρνηση θα πράξει ότι είναι δυνατό να μην συμβεί αυτό και θα περιφρουρηθούν τα συμφέροντα των Ελλήνων φορολογουμένων που έχουν συνεισφέρει 50 δις για τις τελευταίες ανακεφαλαιοποιήσεις, περιορίζοντας τον ρόλο των ξένων στα μέτρα που τους αναλογεί.
Ο Αντιπρόεδρος αναγνώρισε πως «προσπάθειες ξένων κέντρων και ομάδων συμφερόντων να ενισχύσουν τις θέσεις και την επιρροή τους στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι σε ορισμένες περιπτώσεις υπαρκτές. Υπάρχουν περιπτώσεις, όπως ανέφερε, που κάποιοι διεκδικούν ρόλο μεγαλύτερο από αυτόν που τους αναλογεί ή προσπαθούν να αγνοούν τη θέση της κυβέρνησης, όταν ο ελληνικός λαός έχει διαθέσει και χρεωθεί σχεδόν 50 δισ. για τη διάσωση των τραπεζών».
Παράλληλα, όμως, τόνισε πως η επίκληση του κινδύνου του «αφελληνισμού» δεν μπορεί να γίνει άλλοθι για να δικαιολογούνται πρακτικές του παρελθόντος ή να μη γίνονται οι αναγκαίες αλλαγές. Αντίθετα η καλύτερη απάντηση σε αυτές τις επιδιώξεις είναι η διαφάνεια, η δημόσια λογοδοσία, ο ανοιχτός Δημόσιος και κοινωνικός έλεγχος, καθώς και η διαμόρφωση ενός θεσμικού πλαισίου που θα επιτρέπει σε όλους τους παράγοντες, το Δημόσιο, τους μετόχους, τους εργαζόμενους, τις εποπτικές αρχές, να έχουν το ρόλο που τους αναλογεί. Στο πλαίσιο αυτό η κυβέρνηση έχει σταθερή θέση υπέρ της συμμετοχής των εκπροσώπων του Δημοσίου, αλλά και των εκλεγμένων εκπροσώπων των εργαζομένων, στα διοικητικά συμβούλια των τραπεζικών ιδρυμάτων.
Ο Γ. Δραγασάκης ενημέρωσε το προεδρείο της Ο.Τ.Ο.Ε. για τις εξελίξεις καθώς και για την κυβερνητική πολιτική στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Στόχος και επιδίωξη της κυβέρνησης, τόνισε, είναι ένα τραπεζικό σύστημα που να υπηρετεί την κοινωνία και την ανάπτυξη, συμβάλλοντας έμπρακτα, ιδιαίτερα στην παρούσα συγκυρία, στην υλοποίηση του μεγάλου συλλογικού στόχου που δεν είναι άλλος από τη στήριξη της απασχόλησης, τη μείωση της ανεργίας και τη δημιουργία συνθηκών που θα ενθαρρύνουν την επιστροφή στη χώρα μας των χιλιάδων νέων επιστημόνων που έφυγαν στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Η κυβέρνηση με την πολιτική της επιδιώκει τη δημιουργία εκείνων ακριβώς των προϋποθέσεων που θα επιτρέψουν στο χρηματοπιστωτικό σύστημα να διαδραματίσει τον αναπτυξιακό και κοινωνικό του ρόλο. Μεταξύ των προϋποθέσεων αυτών είναι:
Η ριζική αντιμετώπιση του προβλήματος των «κόκκινων δανείων». Αυτό σήμερα είναι απολύτως εφικτό, καθώς για πρώτη φορά από την έναρξη της κρίσης διαμορφώνεται το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο.
Η ισχυροποίηση της κεφαλαιακής και καταθετικής βάσης.
Η αντιμετώπιση των παθογενειών, των κάθε λογής εξαρτήσεων και της γενικότερης αδιαφάνειας που επικρατούσε στον τραπεζικό χώρο.
Πέραν της εξυγίανσης των τεσσάρων συστημικών τραπεζών οι ανάγκες της ανασυγκρότησης της οικονομίας επιβάλλουν τη διαμόρφωση κι ενός συμπληρωματικού παράλληλου συστήματος χρηματοπιστωτικών φορέων και εναλλακτικών χρηματοδοτικών εργαλείων που θα μπορέσουν να κινητοποιήσουν αναπτυξιακούς πόρους, κυρίως σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, και θα διευκολύνουν την πρόσβαση στη διεθνή ρευστότητα.