Ως πρώτη προτεραιότητα για την ελληνική διοίκηση στο μέτωπο της καταπολέμησης του ξεπλύματος χρήματος που προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες χαρακτηρίζεται η ανάγκη ανάληψης δράσεων για τους κλάδους των μεσιτών, δικηγόρων, λογιστών και συμβολαιογράφων.
Πρόκειται για κλάδους οι οποίοι διεκπεραιώνουν μεταβιβάσεις ακινήτων και συστάσεις εταιρειών, και πολλές φορές εν αγνοία τους, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Παράλληλα, σε υψηλή προτεραιότητα για ανάληψη δράσης κατά του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος βρίσκονται οι κλάδοι των τυχερών παιγνίων που διεξάγονται επίγεια (π.χ. στα πρακτορεία) καθώς και οι πάροχοι τραπεζικών εμβασμάτων και ο τραπεζικός κλάδος.
Στην έκθεση, που συντάσσεται για πρώτη φορά, αναφέρεται συγκεκριμένα ότι ο μη χρηματοπιστωτικός τομέας της οικονομίας και ειδικότερα ορισμένα από τα επαγγέλματα που εντάσσονται σε αυτόν, συμμετέχουν σε δραστηριότητες που σχετίζονται με υψηλή απειλή για ξέπλυμα χρήματος και ως εκ τούτου, είναι ευάλωτα στον κίνδυνο ξεπλύματος χρήματος. Για παράδειγμα:
-Οι συμβολαιογράφοι, οι δικηγόροι και οι μεσίτες ακινήτων που μεσολαβούν στις αγοραπωλησίες ακινήτων, δύναται να συμμετέχουν στη φοροδιαφυγή, η οποία αποτελεί βασικό αδίκημα του ξεπλύματος χρήματος και χρησιμοποιούνται συχνά ως διαμεσολαβητές για τη νομιμοποίηση εσόδων, προερχόμενων από διαφθορά και παράνομη διακίνηση ναρκωτικών, πολλές φορές και εν αγνοία τους. Τα στοιχεία από τους φορολογικούς ελέγχους έδειξαν ότι οι πραγματικές τιμές πώλησης των ακινήτων ήταν συνήθως και για μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδιαίτερα πριν από την οικονομική κρίση, κατά πολύ μεγαλύτερες σε σχέση με την αναγραφόμενη στο συμβόλαιο τιμή, που συνέπιπτε με την αντικειμενική αξία του ακινήτου. Κατά συνέπεια οι αγοραστές κατέβαλαν φόρο κατά πολύ μικρότερο του αναλογούντος.
-Όσον αφορά στους δικηγόρους, συμβολαιογράφους και λογιστές - φοροτεχνικούς, η απειλή για ξέπλυμα χρήματος σχετίζεται με τη συμμετοχή τους στη δημιουργία, τη λειτουργία ή τη διαχείριση εταιρειών, δεδομένου ότι ορισμένες φορές επιχειρείται νομιμοποίηση εσόδων από τα βασικά εγκλήματα (π.χ. διακίνηση ναρκωτικών) μέσω νέων ή υφιστάμενων επιχειρήσεων.
-Οι έμποροι αγαθών υψηλής αξίας χρησιμοποιούνται από εγκληματικές ομάδες για να νομιμοποιήσουν τα έσοδα από παράνομη δραστηριότητα, η οποία αφορά κυρίως σε λαθρεμπόριο ή αδικήματα κατά της ιδιοκτησίας. Το επίπεδο απειλής για ξέπλυμα στον κλάδο χαρακτηρίζεται ως "Μέσο", τα δε προϊόντα του εγκλήματος, τα οποία προέρχονται κυρίως από εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας νομιμοποιούνται και μέσω των ενεχυροδανειστών. Το επίπεδο απειλής για τον κλάδο χαρακτηρίζεται ως "Μέσο".
-Αναφορικά με τα τυχερά παίγνια, γίνεται διάκριση μεταξύ των τυχερών παιγνίων που διοργανώνονται και διεξάγονται α) επίγεια και β) μέσω διαδικτύου.
Πιο συγκεκριμένα:
α) Τυχερά παίγνια που διοργανώνονται και διεξάγονται επίγεια. Τα τυχερά παίγνια που διοργανώνονται και διεξάγονται επίγεια πλην των καζίνο, ευνοούν την ανωνυμία του παίκτη και κατά το παρελθόν συνδέθηκαν με αυξημένη απειλή για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Κατά τα έτη 2011-2014, η ανωνυμία του παίκτη κατά τη διεξαγωγή του παιγνίου, η απουσία κανονιστικού πλαισίου, η ύπαρξη εκτεταμένου δικτύου συνεργατών του παρόχου (Φυσικό Δίκτυο) καθώς και η απουσία κανονισμών, εγκυκλίων και εσωτερικού ελέγχου του τελευταίου, συνετέλεσαν στη σύνδεση του τομέα με υποθέσεις νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με βασικότερη τη διακίνηση ναρκωτικών.
Ωστόσο, στα τέλη του 2014 καταρτίστηκε από την εποπτική αρχή και εγκρίθηκε Κανονισμός που εισήγαγε συγκεκριμένες υποχρεώσεις για τους Παρόχους (εκπόνηση και εφαρμογή πολιτικών για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, λήψη οργανωτικών μέτρων, υποβολή αναφορών στην Αρχή, τήρηση αρχείων κ.α.). Αποτέλεσμα των ανωτέρω ήταν να μειωθεί η απειλή για τον κλάδο.
Αναφορικά με τα καζίνο, η σύνδεσή τους με την απειλή για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες δεν αφορά την δυνατότητα της τοποθέτησης ή ενσωμάτωσης χρηματικών ποσών στην πραγματική οικονομία, δεδομένου ότι ο τομέας αυτός αν και είναι αποκλειστικά εντάσεως μετρητών, τόσο κατά τη συμμετοχή στο παίγνιο όσο και κατά την είσπραξη κερδών, δεν προβλέπεται κανονιστικά η χορήγηση βεβαίωσης κέρδους και παράλληλα δεν ευνοεί την ανωνυμία καθώς η δέουσα επιμέλεια πραγματοποιείται κατά την είσοδο στον χώρο του καζίνο και πριν την διεξαγωγή του παιγνίου. Βάσει των ανωτέρω, το επίπεδο απειλής για τα τυχερά παίγνια που διοργανώνονται και διεξάγονται επίγεια, καθορίζεται ως "Μέσο".
β) Τυχερά παίγνια που διοργανώνονται και διεξάγονται μέσω Διαδικτύου. Αναφορικά με τα τυχερά παίγνια που διοργανώνονται και διεξάγονται μέσω διαδικτύου η απειλή για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, αφορά στη διασύνδεσή τους με τα εγκλήματα της απάτης, διαφθοράς, δωροδοκίας και του οργανωμένου εγκλήματος (π.χ. μέσω της χειραγώγησης αθλητικών γεγονότων και προσφοράς στοιχηματισμού επ’ αυτών) σε συνδυασμό με τον εξ αποστάσεως έλεγχο της εποπτικής αρχής, λόγω εγκατάστασης των παρόχων στην αλλοδαπή. Αφετέρου, η διοργάνωση και διεξαγωγή τυχερών παιγνίων μέσω διαδικτύου, συνδέεται και με την παράνομη διοργάνωση και διεξαγωγή τυχερών παιγνίων μέσω internet cafe ή άλλων χώρων εστίασης (παράνομο επίγειο δίκτυο), μέσω ειδικών κωδικών συμμετοχής στο όνομα μελών της οργάνωσης (όχι ατομικών ανά παίκτη ) και χρήσης συγκεκριμένων μέσων πληρωμής που είτε ευνοούν την ανωνυμία του κατόχου τους, είτε αποτελούν μέρος του παράνομου δικτύου. Τα ως άνω φαινόμενα, εκφεύγουν του πεδίου αρμοδιότητας της εποπτικής αρχής (Ε.Ε.Ε.Π.) η οποία περιορίζεται στην παροχή συνδρομής στις αρμόδιες διωκτικές και εισαγγελικές αρχές (οικονομική αστυνομία, ηλεκτρονικό έγκλημα, Αρχή, εισαγγελείς, ανακριτές κλπ).
Επιπρόσθετα, αναφορικά με το νόμιμο δίκτυο διεξαγωγής τυχερών παιγνίων μέσω διαδικτύου, αυτό ρυθμίζεται με τη με αριθμό 129/2/7.11.14 (Β 3162) απόφαση της Ε.Ε.Ε.Π η οποία εισήγαγε συγκεκριμένες υποχρεώσεις για τους παρόχους (εκπόνηση και εφαρμογή πολιτικών για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, λήψη οργανωτικών μέτρων, υποβολή αναφορών στην Αρχή, τήρηση αρχείων κ.ά.). Σημειώνεται ότι η συμμετοχή στα ως άνω παίγνια πραγματοποιείται αποκλειστικά και μόνο μέσω ιδρυμάτων του χρηματοπιστωτικού τομέα και έως σήμερα, δεν έχουν καταγραφεί υποθέσεις νομιμοποίησης εσόδων από τυχερά παίγνια που διοργανώνονται και διεξάγονται μέσω διαδικτύου. Βάσει των ανωτέρω, το επίπεδο απειλής για τα τυχερά παίγνια που διοργανώνονται και διεξάγονται μέσω διαδικτύου χαρακτηρίζεται ως "Μέσο - Χαμηλό".
-Αναφορικά με τους ορκωτούς ελεγκτές οι απειλές για ξέπλυμα χρήματος εντοπίζονται στα εξής σημεία:
1. Πλημμελής άσκηση των καθηκόντων του ορκωτού ελεγκτή λογιστή (ακούσια ή εκούσια), κατά την οποία ο ελεγκτής δεν επιδεικνύει τη δέουσα επιμέλεια και τον απαιτούμενο επαγγελματικό σκεπτικισμό για τη διερεύνηση ενδείξεων που τυχόν υποκρύπτουν έκνομες ενέργειες.
2. Ενδεχόμενη μη κάλυψη από την εσωτερική οργανωτική δομή των ελεγκτικών εταιρειών, των απαιτήσεων του Διεθνούς Προτύπου Δικλείδων Ποιότητας, σκοπός του οποίου είναι η θέσπιση και διατήρηση ενός συστήματος δικλείδων ποιότητας το οποίο θα παρέχει λελογισμένη διασφάλιση ότι η ελεγκτική εταιρεία και το προσωπικό της συμμορφώνονται με τα επαγγελματικά πρότυπα και τις εφαρμοστέες νομικές και κανονιστικές απαιτήσεις. Το επίπεδο απειλής για τον κλάδο χαρακτηρίζεται "Μέσο".
Πρόκειται για κλάδους οι οποίοι διεκπεραιώνουν μεταβιβάσεις ακινήτων και συστάσεις εταιρειών, και πολλές φορές εν αγνοία τους, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Παράλληλα, σε υψηλή προτεραιότητα για ανάληψη δράσης κατά του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος βρίσκονται οι κλάδοι των τυχερών παιγνίων που διεξάγονται επίγεια (π.χ. στα πρακτορεία) καθώς και οι πάροχοι τραπεζικών εμβασμάτων και ο τραπεζικός κλάδος.
Στην έκθεση, που συντάσσεται για πρώτη φορά, αναφέρεται συγκεκριμένα ότι ο μη χρηματοπιστωτικός τομέας της οικονομίας και ειδικότερα ορισμένα από τα επαγγέλματα που εντάσσονται σε αυτόν, συμμετέχουν σε δραστηριότητες που σχετίζονται με υψηλή απειλή για ξέπλυμα χρήματος και ως εκ τούτου, είναι ευάλωτα στον κίνδυνο ξεπλύματος χρήματος. Για παράδειγμα:
-Οι συμβολαιογράφοι, οι δικηγόροι και οι μεσίτες ακινήτων που μεσολαβούν στις αγοραπωλησίες ακινήτων, δύναται να συμμετέχουν στη φοροδιαφυγή, η οποία αποτελεί βασικό αδίκημα του ξεπλύματος χρήματος και χρησιμοποιούνται συχνά ως διαμεσολαβητές για τη νομιμοποίηση εσόδων, προερχόμενων από διαφθορά και παράνομη διακίνηση ναρκωτικών, πολλές φορές και εν αγνοία τους. Τα στοιχεία από τους φορολογικούς ελέγχους έδειξαν ότι οι πραγματικές τιμές πώλησης των ακινήτων ήταν συνήθως και για μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδιαίτερα πριν από την οικονομική κρίση, κατά πολύ μεγαλύτερες σε σχέση με την αναγραφόμενη στο συμβόλαιο τιμή, που συνέπιπτε με την αντικειμενική αξία του ακινήτου. Κατά συνέπεια οι αγοραστές κατέβαλαν φόρο κατά πολύ μικρότερο του αναλογούντος.
-Όσον αφορά στους δικηγόρους, συμβολαιογράφους και λογιστές - φοροτεχνικούς, η απειλή για ξέπλυμα χρήματος σχετίζεται με τη συμμετοχή τους στη δημιουργία, τη λειτουργία ή τη διαχείριση εταιρειών, δεδομένου ότι ορισμένες φορές επιχειρείται νομιμοποίηση εσόδων από τα βασικά εγκλήματα (π.χ. διακίνηση ναρκωτικών) μέσω νέων ή υφιστάμενων επιχειρήσεων.
-Οι έμποροι αγαθών υψηλής αξίας χρησιμοποιούνται από εγκληματικές ομάδες για να νομιμοποιήσουν τα έσοδα από παράνομη δραστηριότητα, η οποία αφορά κυρίως σε λαθρεμπόριο ή αδικήματα κατά της ιδιοκτησίας. Το επίπεδο απειλής για ξέπλυμα στον κλάδο χαρακτηρίζεται ως "Μέσο", τα δε προϊόντα του εγκλήματος, τα οποία προέρχονται κυρίως από εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας νομιμοποιούνται και μέσω των ενεχυροδανειστών. Το επίπεδο απειλής για τον κλάδο χαρακτηρίζεται ως "Μέσο".
-Αναφορικά με τα τυχερά παίγνια, γίνεται διάκριση μεταξύ των τυχερών παιγνίων που διοργανώνονται και διεξάγονται α) επίγεια και β) μέσω διαδικτύου.
Πιο συγκεκριμένα:
α) Τυχερά παίγνια που διοργανώνονται και διεξάγονται επίγεια. Τα τυχερά παίγνια που διοργανώνονται και διεξάγονται επίγεια πλην των καζίνο, ευνοούν την ανωνυμία του παίκτη και κατά το παρελθόν συνδέθηκαν με αυξημένη απειλή για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Κατά τα έτη 2011-2014, η ανωνυμία του παίκτη κατά τη διεξαγωγή του παιγνίου, η απουσία κανονιστικού πλαισίου, η ύπαρξη εκτεταμένου δικτύου συνεργατών του παρόχου (Φυσικό Δίκτυο) καθώς και η απουσία κανονισμών, εγκυκλίων και εσωτερικού ελέγχου του τελευταίου, συνετέλεσαν στη σύνδεση του τομέα με υποθέσεις νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με βασικότερη τη διακίνηση ναρκωτικών.
Ωστόσο, στα τέλη του 2014 καταρτίστηκε από την εποπτική αρχή και εγκρίθηκε Κανονισμός που εισήγαγε συγκεκριμένες υποχρεώσεις για τους Παρόχους (εκπόνηση και εφαρμογή πολιτικών για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, λήψη οργανωτικών μέτρων, υποβολή αναφορών στην Αρχή, τήρηση αρχείων κ.α.). Αποτέλεσμα των ανωτέρω ήταν να μειωθεί η απειλή για τον κλάδο.
Αναφορικά με τα καζίνο, η σύνδεσή τους με την απειλή για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες δεν αφορά την δυνατότητα της τοποθέτησης ή ενσωμάτωσης χρηματικών ποσών στην πραγματική οικονομία, δεδομένου ότι ο τομέας αυτός αν και είναι αποκλειστικά εντάσεως μετρητών, τόσο κατά τη συμμετοχή στο παίγνιο όσο και κατά την είσπραξη κερδών, δεν προβλέπεται κανονιστικά η χορήγηση βεβαίωσης κέρδους και παράλληλα δεν ευνοεί την ανωνυμία καθώς η δέουσα επιμέλεια πραγματοποιείται κατά την είσοδο στον χώρο του καζίνο και πριν την διεξαγωγή του παιγνίου. Βάσει των ανωτέρω, το επίπεδο απειλής για τα τυχερά παίγνια που διοργανώνονται και διεξάγονται επίγεια, καθορίζεται ως "Μέσο".
β) Τυχερά παίγνια που διοργανώνονται και διεξάγονται μέσω Διαδικτύου. Αναφορικά με τα τυχερά παίγνια που διοργανώνονται και διεξάγονται μέσω διαδικτύου η απειλή για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, αφορά στη διασύνδεσή τους με τα εγκλήματα της απάτης, διαφθοράς, δωροδοκίας και του οργανωμένου εγκλήματος (π.χ. μέσω της χειραγώγησης αθλητικών γεγονότων και προσφοράς στοιχηματισμού επ’ αυτών) σε συνδυασμό με τον εξ αποστάσεως έλεγχο της εποπτικής αρχής, λόγω εγκατάστασης των παρόχων στην αλλοδαπή. Αφετέρου, η διοργάνωση και διεξαγωγή τυχερών παιγνίων μέσω διαδικτύου, συνδέεται και με την παράνομη διοργάνωση και διεξαγωγή τυχερών παιγνίων μέσω internet cafe ή άλλων χώρων εστίασης (παράνομο επίγειο δίκτυο), μέσω ειδικών κωδικών συμμετοχής στο όνομα μελών της οργάνωσης (όχι ατομικών ανά παίκτη ) και χρήσης συγκεκριμένων μέσων πληρωμής που είτε ευνοούν την ανωνυμία του κατόχου τους, είτε αποτελούν μέρος του παράνομου δικτύου. Τα ως άνω φαινόμενα, εκφεύγουν του πεδίου αρμοδιότητας της εποπτικής αρχής (Ε.Ε.Ε.Π.) η οποία περιορίζεται στην παροχή συνδρομής στις αρμόδιες διωκτικές και εισαγγελικές αρχές (οικονομική αστυνομία, ηλεκτρονικό έγκλημα, Αρχή, εισαγγελείς, ανακριτές κλπ).
Επιπρόσθετα, αναφορικά με το νόμιμο δίκτυο διεξαγωγής τυχερών παιγνίων μέσω διαδικτύου, αυτό ρυθμίζεται με τη με αριθμό 129/2/7.11.14 (Β 3162) απόφαση της Ε.Ε.Ε.Π η οποία εισήγαγε συγκεκριμένες υποχρεώσεις για τους παρόχους (εκπόνηση και εφαρμογή πολιτικών για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, λήψη οργανωτικών μέτρων, υποβολή αναφορών στην Αρχή, τήρηση αρχείων κ.ά.). Σημειώνεται ότι η συμμετοχή στα ως άνω παίγνια πραγματοποιείται αποκλειστικά και μόνο μέσω ιδρυμάτων του χρηματοπιστωτικού τομέα και έως σήμερα, δεν έχουν καταγραφεί υποθέσεις νομιμοποίησης εσόδων από τυχερά παίγνια που διοργανώνονται και διεξάγονται μέσω διαδικτύου. Βάσει των ανωτέρω, το επίπεδο απειλής για τα τυχερά παίγνια που διοργανώνονται και διεξάγονται μέσω διαδικτύου χαρακτηρίζεται ως "Μέσο - Χαμηλό".
-Αναφορικά με τους ορκωτούς ελεγκτές οι απειλές για ξέπλυμα χρήματος εντοπίζονται στα εξής σημεία:
1. Πλημμελής άσκηση των καθηκόντων του ορκωτού ελεγκτή λογιστή (ακούσια ή εκούσια), κατά την οποία ο ελεγκτής δεν επιδεικνύει τη δέουσα επιμέλεια και τον απαιτούμενο επαγγελματικό σκεπτικισμό για τη διερεύνηση ενδείξεων που τυχόν υποκρύπτουν έκνομες ενέργειες.
2. Ενδεχόμενη μη κάλυψη από την εσωτερική οργανωτική δομή των ελεγκτικών εταιρειών, των απαιτήσεων του Διεθνούς Προτύπου Δικλείδων Ποιότητας, σκοπός του οποίου είναι η θέσπιση και διατήρηση ενός συστήματος δικλείδων ποιότητας το οποίο θα παρέχει λελογισμένη διασφάλιση ότι η ελεγκτική εταιρεία και το προσωπικό της συμμορφώνονται με τα επαγγελματικά πρότυπα και τις εφαρμοστέες νομικές και κανονιστικές απαιτήσεις. Το επίπεδο απειλής για τον κλάδο χαρακτηρίζεται "Μέσο".