Η πρωτοβουλία της κυβέρνησης να θεσμοθετήσει στην αγορά αύξηση 11% του κατώτατου μισθού έχει προκαλέσει δυσφορία σε κύκλους των Ευρωπαίων εταίρων και πιστωτών, οι οποίοι σε ιδιωτικές συζητήσεις τους δηλώνουν έκπληκτοι, ιδίως με το εύρος της παρέμβασης.
Εδώ και μήνες οι θεσμοί έθεταν ως προτεραιότητα την περιφρούρηση παρεμβάσεων των προγραμμάτων προσαρμογής που είχαν στο επίκεντρο τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Υπ’ αυτήν την έννοια, υποστήριζαν ότι περισσότερο τους ενδιέφερε η συγκράτηση του κόστους εργασίας σε επίπεδα ανάλογα της παραγωγικότητας παρά η περαιτέρω μείωση των συντάξεων.
Το ερώτημα είναι γιατί εκπλήσσονται. Η κυβέρνηση βρίσκεται σε προεκλογικό οίστρο και θα κάνει ό,τι περνά από το χέρι της με το βλέμμα στην κάλπη. Πολύ απλά διότι μπορεί.
Το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας αποδεικνύεται στην πράξη καθεστώς χαλαρής εποπτείας από τους θεσμικούς πιστωτές οι οποίοι προσφέρουν το απόλυτο μομέντουμ στον Αλέξη Τσίπρα. Εξάλλου, το γεωπολιτικό ενδιαφέρον του διεθνούς παράγοντα γύρω από τη Συμφωνία των Πρεσπών, τη διεθνή επιτυχία του πρωθυπουργού, επιδρά στις ισορροπίες και περιπλέκει το οικονομικό story της Ελλάδας, γεγονός που αναγνωρίζουν εμπλεκόμενοι στη μετα-προγραμματική εποπτεία.
Συνεπώς, προς τι η έκπληξη;
Οι εταίροι και πιστωτές, σε αντίθεση με όλα τα προηγούμενα χρόνια, έχουν πάψει να εκδηλώνουν τις αληθινές τους σκέψεις και ανησυχίες τους για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Εκ του αποτελέσματος, η επικοινωνιακή προώθηση μιας ιστορίας επιτυχίας στην Ελλάδα κρίνεται πιο σημαντική από την εξάλειψη των ρίσκων σε μεσοπρόθεσμη βάση.
Παρά την ολοκλήρωση του προγράμματος τον περασμένο Αύγουστο, το κόστος δανεισμού του δημοσίου παραμένει σε δυσθεώρητα ύψη σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρωζώνη, ο δείκτης οικονομικού κλίματος επιδεινώνεται και οι τράπεζες συνεχίζουν να αναζητούν λύσεις για την «ωρολογιακή βόμβα» των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Όσοι θεωρούν ότι η ελληνική οικονομία είναι έτοιμη για αυξήσεις μισθών χωρίς μείωση του μη μισθολογικού κόστους, για προσλήψεις δημοσίων υπαλλήλων και για ενίσχυση κάθε είδους κρατικών παροχών, δεν έχουν κανέναν λόγο να ανησυχούν. Οι υπόλοιποι ας προσδεθούν στις θέσεις τους.
Μια ενδεχόμενη υποτροπή της ελληνικής οικονομίας, η οποία ακόμη απέχει από την επιστροφή στην κανονικότητα, θα βαρύνει ασφαλώς το ελληνικό πολιτικό προσωπικό, το καθ’ ύλην αρμόδιο για τη διασφάλιση σταθερότητας στα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και τις τράπεζες.
Εδώ και μήνες οι θεσμοί έθεταν ως προτεραιότητα την περιφρούρηση παρεμβάσεων των προγραμμάτων προσαρμογής που είχαν στο επίκεντρο τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Υπ’ αυτήν την έννοια, υποστήριζαν ότι περισσότερο τους ενδιέφερε η συγκράτηση του κόστους εργασίας σε επίπεδα ανάλογα της παραγωγικότητας παρά η περαιτέρω μείωση των συντάξεων.
Το ερώτημα είναι γιατί εκπλήσσονται. Η κυβέρνηση βρίσκεται σε προεκλογικό οίστρο και θα κάνει ό,τι περνά από το χέρι της με το βλέμμα στην κάλπη. Πολύ απλά διότι μπορεί.
Το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας αποδεικνύεται στην πράξη καθεστώς χαλαρής εποπτείας από τους θεσμικούς πιστωτές οι οποίοι προσφέρουν το απόλυτο μομέντουμ στον Αλέξη Τσίπρα. Εξάλλου, το γεωπολιτικό ενδιαφέρον του διεθνούς παράγοντα γύρω από τη Συμφωνία των Πρεσπών, τη διεθνή επιτυχία του πρωθυπουργού, επιδρά στις ισορροπίες και περιπλέκει το οικονομικό story της Ελλάδας, γεγονός που αναγνωρίζουν εμπλεκόμενοι στη μετα-προγραμματική εποπτεία.
Συνεπώς, προς τι η έκπληξη;
Οι εταίροι και πιστωτές, σε αντίθεση με όλα τα προηγούμενα χρόνια, έχουν πάψει να εκδηλώνουν τις αληθινές τους σκέψεις και ανησυχίες τους για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Εκ του αποτελέσματος, η επικοινωνιακή προώθηση μιας ιστορίας επιτυχίας στην Ελλάδα κρίνεται πιο σημαντική από την εξάλειψη των ρίσκων σε μεσοπρόθεσμη βάση.
Παρά την ολοκλήρωση του προγράμματος τον περασμένο Αύγουστο, το κόστος δανεισμού του δημοσίου παραμένει σε δυσθεώρητα ύψη σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρωζώνη, ο δείκτης οικονομικού κλίματος επιδεινώνεται και οι τράπεζες συνεχίζουν να αναζητούν λύσεις για την «ωρολογιακή βόμβα» των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Όσοι θεωρούν ότι η ελληνική οικονομία είναι έτοιμη για αυξήσεις μισθών χωρίς μείωση του μη μισθολογικού κόστους, για προσλήψεις δημοσίων υπαλλήλων και για ενίσχυση κάθε είδους κρατικών παροχών, δεν έχουν κανέναν λόγο να ανησυχούν. Οι υπόλοιποι ας προσδεθούν στις θέσεις τους.
Μια ενδεχόμενη υποτροπή της ελληνικής οικονομίας, η οποία ακόμη απέχει από την επιστροφή στην κανονικότητα, θα βαρύνει ασφαλώς το ελληνικό πολιτικό προσωπικό, το καθ’ ύλην αρμόδιο για τη διασφάλιση σταθερότητας στα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και τις τράπεζες.