Οι τιμές του πετρελαίου που πέφτουν έχουν καταστήσει ασύμφορα περισσότερα από ένα τρισ. δολ. μελλοντικών δαπανών σε projects που αφορούν στην ενέργεια, σύμφωνα με έρευνα που υπονοεί πως ο αντίκτυπος στη βιομηχανία επιδεινώνεται.
Έκθεση που δημοσιεύτηκε τη Δευτέρα υποστηρίζει πως δυνητικές επενδύσεις 1,5 τρισ. δολ. παγκοσμίως -περιλαμβανομένης της παραγωγής σχιστόλιθου στην ενδοχώρα της Βόρειας Αμερικής- είναι οικονομικά ασύμφορες με τις τρέχουσες τιμές του πετρελαίου κοντά στα 50 δολάρια το βαρέλι και απίθανο να προχωρήσουν.
Οι φορείς της βιομηχανίας αναμένουν τις κεφαλαιουχικές δαπάνες σε νέα πρότζεκτ να μειωθούν κατά 20% και 30% κατά μέσο όρο, αναφέρει η Wood Mackenzie, σύμβουλος στον τομέα της ενέργειας. Υπολογίζει πως 220 δισ. δολ. επενδύσεων έχουν περικοπεί μέχρι στιγμής, περίπου 20 δισ. δολ. περισσότερα απ΄ ό,τι είχε εκτιμήσει πριν από δύο μήνες και τα περισσότερα απ' αυτά αναβλήθηκαν. Μια τέτοια μείωση στις δαπάνες σημαίνει πως η κατάρρευση της τιμής από πέρυσι το καλοκαίρι -αποτέλεσμα της πιο αδύναμης κινέζικης ζήτησης, της αμερικανικής παραγωγής σε επίπεδα ρεκόρ και της απόφασης της Σαουδικής Αραβίας να μη μειώσει την παραγωγή- θα μπορούσε να μοιάζει με την άγρια ύφεση στα μέσα της δεκαετίας του 1980.
Έπειτα από μία σύντομη ανάκαμψη την άνοιξη, οι τιμές του πετρελαίου έπεσαν χαμηλότερα τον Ιούλιο. Το Brent -ο παγκόσμιος δείκτης αναφοράς- έπεσε στο χαμηλότερο επίπεδό του εδώ και περισσότερο από έξι χρόνια κατά τη διάρκεια της ευρύτερης αναταραχής στις αγορές τον Αύγουστο. Βρίσκεται τώρα στα 47,47 δολάρια το βαρέλι, από 115 δολάρια τον Ιούνιο του περασμένου έτους.
Μόλις έξι νέα projects θα εγκριθούν φέτος, τονίζει η έκθεση της Wood Mac, και 10 ή 11 στο 2016, σε σύγκριση με ένα ετήσιο μέσο όρο 50 ή 60.
Οι Αμερικανοί παραγωγοί που δραστηριοποιούνται στη στεριά, περιλαμβανομένης της βιομηχανίας fracking η οποία έχει ανοίξει τον δρόμο προς αποθέματα που προηγουμένως ήταν δύσκολα προσβάσιμα, έχουν αντιδράσει γρηγορότερα στην κατάρρευση της αγοράς. Οι «βαθιές περικοπές» στη Βόρεια Αμερική αντιστοιχούν σε περισσότερο από το μισό μιας πτώσης της τάξης του 45% σε κεφαλαιουχικές δαπάνες σε όλη την Αμερική.
«Η ευελιξία του να μειώσει κανείς τις επενδύσεις σε περιβάλλον χαμηλών τιμών έχει προσφέρει ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στους ανεξάρτητους των Ηνωμένων Πολιτειών με τις ισχυρότερες θέσεις», αναφέρει η έρευνα.
«Οι μεγάλοι και διεθνείς παίκτες δεν έχουν έκθεση σ' αυτή την ευέλικτη επένδυση». Ανάμεσα στις εταιρείες που έχουν πληγεί περισσότερο θα είναι οι πάροχοι υπηρεσιών στον τομέα του πετρελαίου, οι εργολάβοι που παρέχουν εκατοντάδες εργαζόμενους και εξοπλισμό όπως γεωτρύπανα στους μεγάλους. «Αυτό θα έχει τεράστιο αντίκτυπο στον τομέα των υπηρεσιών». Καθώς οι μεγάλοι όμιλοι πετρελαίου και αερίου προσπαθούν να μειώσουν τα κόστη, και έπειτα από χρόνια κατά τα οποία οι μισθοί εκτοξεύονταν προς τα πάνω και οι τιμές των εξεδρών και άλλης υποδομής αυξάνονταν, τώρα απαιτούν περικοπές.
Τα βιβλία παραγγελιών των ομίλων υπηρεσιών έχουν υποστεί «απότομη πτώση» από το τελευταίο τρίμηνο του 2014 και το απόθεμα των επιχειρήσεων τώρα τελειώνει σε δύο ή τρία τρίμηνα. Η εφοδιαστική αλυσίδα θα μπορούσε να προσφέρει περίπου τις μισές από τις αναμενόμενες περικοπές για νέα projects.
Ωστόσο, μία μακρά περίοδος χαμηλών τιμών πετρελαίου σε διάρκεια μερικών ετών πιθανότατα θα είναι απαραίτητη ώστε να επιφέρει πιο ουσιαστικές αλλαγές στις δαπάνες της βιομηχανίας, επιχειρηματολογεί η έκθεση. Παρά τις συγκρίσεις με τη δεκαετία του 1980, η Wood Mac πιστεύει ότι μια τέτοια βαθύτερη, διαρθρωτική μεταβολή είναι απίθανη.
«Κατά την άποψή μας, οι τιμές του πετρελαίου θα ανέβουν απότομα από το 2017 και υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να επιστρέψουν τότε οι πιέσεις στον πληθωρισμό κόστους», αναφέρει.