Τρύπα” που αγγίζει το 40% καταγράφεται ήδη στο εννεάμηνο στις δαπάνες για τις διαγνωστικές εξετάσεις.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η υπέρβαση μέχρι το Σεπτέμβριο σε σύγκριση με το κλειστό όριο στον προϋπολογισμό του ΕΟΠΥΥ για φέτος (393 εκατ. ευρώ) ξεπερνά τα 160 εκατ. ευρώ, επιβεβαιώνοντας αφενός, όπως αναφέρουν παράγοντες του κλάδου, πως το σχετικό κονδύλι για τα διαγνωστικά κέντρα και εργαστήρια δεν επαρκεί, αφετέρου πως ο όγκος των εξετάσεων που συνταγογραφούνται από τους γιατρούς είναι μεγάλος σε σύγκριση με τις εκτιμήσεις του υπουργείου Υγείας για τις ανάγκες των ασφαλισμένων.
Η υπέρβαση αναλογικά με το "πλαφόν" του ΕΟΠΥΥ έρχεται σε συνέχεια και του περσινού εκτροχιασμού των δαπανών, με τη διαφορά για το σύνολο του έτους να ανέρχεται στα 110 εκατ. ευρώ.
Πρόκειται για διαφορά που καλούνται να καλύψουν οι επιχειρήσεις της αγοράς μέσω του μηχανισμού αυτόματων επιστροφών του clawback. Παράλληλα οι επιχειρήσεις επιβαρύνονται με αναγκαστικές εκπτώσεις (rebate).
Σύμφωνα με φορείς του χώρου, οι περικοπές από την αποζημίωση που δικαιούνται γίνονται με βάση έναν τιμοκατάλογο του 1991, ο οποίος μάλιστα έχει υποστεί μείωση δύο φορές κατά 63% αθροιστικά σε πολλές από τις εργαστηριακές εξετάσεις και πράξεις και κατά 40% περίπου μεσοσταθμικά.
Όσον αφορά τον αριθμό των εξετάσεων που εκτελούνται, και ο όποιος προκαλεί την υπέρβαση, τονίσουν πως οι εξετάσεις και ιατρικές πράξεις αναγράφονται στο ηλεκτρονικό παραπεμπτικό από τον κλινικό γιατρό, ο οποίος εξετάζει τον ασφαλισμένο και αποφασίζει για το πόσες και ποιες εξετάσεις θα διενεργήσει μέχρι την τελική διάγνωση.
Όπως συμπληρώνει ακόμη ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Ιατρικών Διαγνωστικών Κέντρων, το μέτρο του clawback αρχικά επιβλήθηκε για τρία χρόνια, δηλαδή μέχρι το τέλος του έτους 2015, χρονικό περιθώριο που ήταν αρκετό για να γίνουν παρεμβάσεις που θα εξορθολόγιζαν τις δαπάνες του ΕΟΠΥΥ για διαγνωστικές εξετάσεις και ιατρικές πράξεις και θα περιόριζαν σε μηδενικά επίπεδα τις σπατάλες του παρελθόντος στην αναγραφή αυτών των διαγνωστικών εξετάσεων.
Τα μέτρα αυτά ελήφθησαν, έστω και με καθυστέρηση δύο επιπλέον ετών και από το 2018 εφαρμόζονται πλήρως τα διαγνωστικά πρωτόκολλα, οι συνταγογραφικές οδηγίες και οι ˮκόφτεςˮ επί των συνταγογραφούμενων διαγνωστικών εξετάσεων.
Την ίδια ώρα όμως το μέτρο της αυτόματης επιστροφής έχει επεκταθεί μέχρι το 2022 για όλους τους ιδιώτες παρόχους του ΕΟΠΥΥ, προκαλώντας ασφυξία στην αγορά. Υπενθυμίζεται πως το καλοκαίρι τα διαγνωστικά κέντρα είχαν προχωρήσει σε αναστολή της εκτέλεσης εξετάσεων, ενώ δεν αποκλείεται το επόμενο διάστημα να υπάρξουν εκ νέου κινητοποιήσεις.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η υπέρβαση μέχρι το Σεπτέμβριο σε σύγκριση με το κλειστό όριο στον προϋπολογισμό του ΕΟΠΥΥ για φέτος (393 εκατ. ευρώ) ξεπερνά τα 160 εκατ. ευρώ, επιβεβαιώνοντας αφενός, όπως αναφέρουν παράγοντες του κλάδου, πως το σχετικό κονδύλι για τα διαγνωστικά κέντρα και εργαστήρια δεν επαρκεί, αφετέρου πως ο όγκος των εξετάσεων που συνταγογραφούνται από τους γιατρούς είναι μεγάλος σε σύγκριση με τις εκτιμήσεις του υπουργείου Υγείας για τις ανάγκες των ασφαλισμένων.
Η υπέρβαση αναλογικά με το "πλαφόν" του ΕΟΠΥΥ έρχεται σε συνέχεια και του περσινού εκτροχιασμού των δαπανών, με τη διαφορά για το σύνολο του έτους να ανέρχεται στα 110 εκατ. ευρώ.
Πρόκειται για διαφορά που καλούνται να καλύψουν οι επιχειρήσεις της αγοράς μέσω του μηχανισμού αυτόματων επιστροφών του clawback. Παράλληλα οι επιχειρήσεις επιβαρύνονται με αναγκαστικές εκπτώσεις (rebate).
Σύμφωνα με φορείς του χώρου, οι περικοπές από την αποζημίωση που δικαιούνται γίνονται με βάση έναν τιμοκατάλογο του 1991, ο οποίος μάλιστα έχει υποστεί μείωση δύο φορές κατά 63% αθροιστικά σε πολλές από τις εργαστηριακές εξετάσεις και πράξεις και κατά 40% περίπου μεσοσταθμικά.
Όσον αφορά τον αριθμό των εξετάσεων που εκτελούνται, και ο όποιος προκαλεί την υπέρβαση, τονίσουν πως οι εξετάσεις και ιατρικές πράξεις αναγράφονται στο ηλεκτρονικό παραπεμπτικό από τον κλινικό γιατρό, ο οποίος εξετάζει τον ασφαλισμένο και αποφασίζει για το πόσες και ποιες εξετάσεις θα διενεργήσει μέχρι την τελική διάγνωση.
Όπως συμπληρώνει ακόμη ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Ιατρικών Διαγνωστικών Κέντρων, το μέτρο του clawback αρχικά επιβλήθηκε για τρία χρόνια, δηλαδή μέχρι το τέλος του έτους 2015, χρονικό περιθώριο που ήταν αρκετό για να γίνουν παρεμβάσεις που θα εξορθολόγιζαν τις δαπάνες του ΕΟΠΥΥ για διαγνωστικές εξετάσεις και ιατρικές πράξεις και θα περιόριζαν σε μηδενικά επίπεδα τις σπατάλες του παρελθόντος στην αναγραφή αυτών των διαγνωστικών εξετάσεων.
Τα μέτρα αυτά ελήφθησαν, έστω και με καθυστέρηση δύο επιπλέον ετών και από το 2018 εφαρμόζονται πλήρως τα διαγνωστικά πρωτόκολλα, οι συνταγογραφικές οδηγίες και οι ˮκόφτεςˮ επί των συνταγογραφούμενων διαγνωστικών εξετάσεων.
Την ίδια ώρα όμως το μέτρο της αυτόματης επιστροφής έχει επεκταθεί μέχρι το 2022 για όλους τους ιδιώτες παρόχους του ΕΟΠΥΥ, προκαλώντας ασφυξία στην αγορά. Υπενθυμίζεται πως το καλοκαίρι τα διαγνωστικά κέντρα είχαν προχωρήσει σε αναστολή της εκτέλεσης εξετάσεων, ενώ δεν αποκλείεται το επόμενο διάστημα να υπάρξουν εκ νέου κινητοποιήσεις.