Ο πλέον κρίσιμος παράγοντας στην προσπάθεια της μείωσης των κόκκινων δανείων, θα είναι η εξέλιξη της απασχόλησης τους ερχόμενους μήνες.
Αυτό συνάγεται από την ανάλυση επικαιρότητας του ΚΕΠΕ, του μεγαλύτερου Κέντρου Οικονομικών Ερευνών της Ελλάδας, σχετικά με τις επιπτώσεις του COVID-19 στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των τραπεζών. Το συμπέρασμα της ανάλυσης του ΚΕΠΕ ταυτίζεται με τις ανησυχίες που εκφράζουν τραπεζίτες στο Capital.gr για τον κίνδυνο εκτόξευσης της ανεργίας, όσο πληθαίνουν οι εκτιμήσεις για βαθιά ύφεση φέτος στην Ελλάδα, η οποία μπορεί να οδηγήσει το ΑΕΠ σε μείωση 5% - 10%.
Στην ανάλυσή του, το ΚΕΠΕ συμπεραίνει ότι μια πιθανή ύφεση λόγω του κορονοϊού στους επόμενους μήνες, θα επιδράσει αρνητικά στις προσπάθειες μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), κυρίως μέσω του διαύλου της μείωσης της απασχόλησης, η οποία αναμένεται να συνοδεύσει την πιθανή μείωση του ρυθμού μεταβολής του ΑΕΠ. Ωστόσο, με δεδομένη τη δυσχέρεια στην ιδιωτική οικονομία, σε επίπεδο οικονομικής πολιτικής ως κύριος αντισταθμιστικός παράγοντας μπορεί να αναδειχθεί η αύξηση των κρατικών δαπανών για τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας. Όπως εκτιμά το ΚΕΠΕ, τον κύριο μοχλό στήριξης της οικονομίας και ανάσχεσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων πρέπει να αποτελέσει η αύξηση των κρατικών δαπανών, ως βασικός στυλοβάτης του εισοδήματος σε περιόδους κρίσης, με την παράλληλη μέριμνα για διατήρηση της χρηματοοικονομικής ευρωστίας των τραπεζών ως την αναγκαία γέφυρα για την "επόμενη μέρα" της ελληνικής οικονομίας.
Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, η σχετικά μικρή επίδραση του ύψους του δημοσίου χρέους στην αύξηση των ΜΕΔ αποτελεί ένα ενθαρρυντικό μήνυμα προς τους υπεύθυνους χάραξης μιας περισσότερο παρεμβατικής πολιτικής στήριξης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Επιπλέον, ο ρόλος του δημοσιονομικού ισοζυγίου και του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού σχετικά με την εξέλιξη των ΜΕΔ θα πρέπει να εκτιμηθεί σε συνδυασμό με την προσδοκώμενη θετική επίδραση των δημοσίων δαπανών στη στήριξη του εισοδήματος και του ΑΕΠ, τα οποία αποτελούν τον κύριο παράγοντα επίδρασης στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Από την άλλη πλευρά, η χρηματοοικονομική ευρωστία των τραπεζικών ιδρυμάτων, όπως τουλάχιστον αυτή αντανακλάται στη διατήρηση ισχυρής κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, αποτελεί τη δεύτερη σημαντική γραμμή άμυνας για την ανάσχεση νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων όλων των κατηγοριών στο μέλλον, καθώς συμβάλλει στη διαφύλαξη της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα και στη χρηματοοικονομική σταθερότητα γενικότερα.
Τέλος, η αρνητική επίπτωση που θα έχουν πιθανές δυσμενείς μεταβολές στις τιμές των ακινήτων στα στεγαστικά ΜΕΔ είναι αναμενόμενη αλλά μικρή, ενώ η αύξηση των παρεχόμενων κινήτρων προς τις τράπεζες για ενίσχυση της πιστωτικής επέκτασης προς την οικονομία θα έχουν βραχυπρόθεσμα ευεργετική, αν και μικρή, επίδραση στη μείωση ή συγκράτηση της αύξησης των ΜΕΔ.
Πώς επιδρούν μακροοικονομικοί παράγοντες στα ΜΕΔ
Οι εμπειρικές μετρήσεις στην ανάλυση του ΚΕΠΕ για τις επιπτώσεις στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έγιναν στη βάση 11 εναλλακτικών οικονομετρικών Διανυσματικών Υποδειγμάτων Διόρθωσης Σφαλμάτων (Vector Error Correction Modeling) με τη χρήση της μεθόδου συνολοκλήρωσης. Για την εκτίμηση των υποδειγμάτων χρησιμοποιήθηκαν τριμηνιαία στοιχεία που καλύπτουν την περίοδο από το τέταρτο τρίμηνο του 2002 έως το πρώτο τρίμηνο του 2019, τα οποία αντλήθηκαν από τις βάσεις δεδομένων της ΕΛΣΤΑΤ, του IMF, της World Bank, του Federal Reserve Bank of St. Louis και της Thompson Reuters Eikon.
Αναφορικά με τις επιδράσεις των μακροοικονομικών παραγόντων στα ΜΕΔ, τα κυριότερα ευρήματα της ανάλυσης του ΚΕΠΕ είναι τα ακόλουθα:
• Η επίδραση της οικονομικής ανάπτυξης, και εν προκειμένω του ρυθμού μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ και της απασχόλησης στην εξέλιξη των ΜΕΔ, εμφανίζεται να είναι η πιο ισχυρή από όλες τις μεταβλητές. Η επιτάχυνση του ρυθμού αύξησης της ανεργίας κατά 1% θα μπορούσε να οδηγήσει σε αντίστοιχη επιτάχυνση της αύξησης των ΜΕΔ σε ποσοστά που κυμαίνονται μεταξύ 0,33% και 0,96% για τα επιχειρηματικά και καταναλωτικά δάνεια. Από την άλλη πλευρά, η μείωση του ρυθμού μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ κατά 1% θα είχε ιδιαίτερα ισχυρή επίδραση ceteris paribus, καθώς θα οδηγούσε σε αύξηση των στεγαστικών ΜΕΔ κατά 3% περίπου.
• Δεύτερος σημαντικός παράγοντας αναδεικνύεται το ισοζύγιο του κρατικού προϋπολογισμού, το οποίο συνδέεται αρνητικά με τον ρυθμό μεταβολής των επιχειρηματικών και καταναλωτικών ΜΕΔ. Για κάθε ποσοστιαία μονάδα βελτίωσης του δημοσιονομικού ισοζυγίου ο ρυθμός μεταβολής των επιχειρηματικών ή καταναλωτικών ΜΕΔ, εφόσον οι υπόλοιποι παράγοντες παραμένουν σταθεροί, μειώνεται σε ποσοστά που κυμαίνονται μεταξύ -0,11% και -0,36%. Ωστόσο, η επίδραση αυτού του παράγοντα όσον αφορά τα στεγαστικά ΜΕΔ δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερα σημαντική.
• Ο ρόλος του δημοσίου χρέους είναι αμφίσημος, αν και στατιστικά σημαντικός στις περισσότερες περιπτώσεις. Η επίδρασή του στα ΜΕΔ εμφανίζεται άλλοτε θετική (τις περισσότερες φορές) και άλλοτε αρνητική, ενώ είναι σε μέγεθος πολύ μικρή για τα επιχειρηματικά και καταναλωτικά ΜΕΔ (μεταξύ 0,01% και -0,0002%). Όσον αφορά τα στεγαστικά ΜΕΔ, η μεταβολή στο δημόσιο χρέος φαίνεται να συμβάλλει θετικά στην αύξηση των ΜΕΔ σε κάπως πιο υψηλά ποσοστά της τάξης του 0,08% και 0,11%.
• Οι τιμές των ακινήτων δεν εμφανίζονται στατιστικά σημαντικές όσον αφορά τα επιχειρηματικά και καταναλωτικά δάνεια και η επίδρασή τους είναι αμφίσημη και μικρή (μεταξύ 0,0002% και -0,0002%). Αντίθετα, όσον αφορά τα στεγαστικά δάνεια, η μείωση των τιμών των ακινήτων οδηγεί σε στατιστικά σημαντική αύξηση των ΜΕΔ, αν και σε μικρά ποσοστά της τάξης του 0,0005%.
Η επίπτωση τραπεζικών παραγόντων στα ΜΕΔ
Αναφορικά με τις επιπτώσεις των τραπεζικών παραγόντων στα ΜΕΔ, η ανάλυση του ΚΕΠΕ εστίασε σε δύο από τους παράγοντες που ξεχωρίζουν λόγω της συσχέτισής τους, τόσο με τη χρηματοοικονομική ευρωστία των τραπεζικών ιδρυμάτων, όσο και με τη συμβολή τους στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.
• Ο λόγος κεφαλαιακής επάρκειας αποτελεί τον κύριο δείκτη χρηματοοικονομικής υγείας βάσει των διεθνών κανόνων τραπεζικής ρύθμισης. Ως εκ τούτου, ο ρόλος της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών στην εξέλιξη των ΜΕΔ είναι στατιστικά η πλέον σημαντική τραπεζικού χαρακτήρα μεταβλητή στην πλειονότητα των εκτιμηθέντων υποδειγμάτων. Η αύξηση του λόγου κεφαλαιακής επάρκειας κατά 1% σχετίζεται με μείωση του ρυθμού μεταβολής των ΜΕΔ όλων των κατηγοριών σε ποσοστά που κυμαίνονται μεταξύ -0,14% και -0,39% στην πλειονότητα των περιπτώσεων.
• Η πιστωτική μεγέθυνση, από την άλλη πλευρά, αποτελεί τον κύριο δείκτη της συμβολής των τραπεζικών ιδρυμάτων στη χρηματοδότηση επιχειρήσεων και νοικοκυριών και άρα στην ανάκαμψη της οικονομίας και, μέσω της τελευταίας, στη μείωση των ΜΕΔ. Πράγματι, ο ρυθμός αύξησης των πιστώσεων φαίνεται να οδηγεί σε μείωση του ρυθμού μεταβολής των ΜΕΔ όλων των κατηγοριών, και κυρίως αυτών των στεγαστικών δανείων, αν και σε μικρά ποσοστά της τάξης του -0,001% έως -0,003%.
Αυτό συνάγεται από την ανάλυση επικαιρότητας του ΚΕΠΕ, του μεγαλύτερου Κέντρου Οικονομικών Ερευνών της Ελλάδας, σχετικά με τις επιπτώσεις του COVID-19 στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των τραπεζών. Το συμπέρασμα της ανάλυσης του ΚΕΠΕ ταυτίζεται με τις ανησυχίες που εκφράζουν τραπεζίτες στο Capital.gr για τον κίνδυνο εκτόξευσης της ανεργίας, όσο πληθαίνουν οι εκτιμήσεις για βαθιά ύφεση φέτος στην Ελλάδα, η οποία μπορεί να οδηγήσει το ΑΕΠ σε μείωση 5% - 10%.
Στην ανάλυσή του, το ΚΕΠΕ συμπεραίνει ότι μια πιθανή ύφεση λόγω του κορονοϊού στους επόμενους μήνες, θα επιδράσει αρνητικά στις προσπάθειες μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), κυρίως μέσω του διαύλου της μείωσης της απασχόλησης, η οποία αναμένεται να συνοδεύσει την πιθανή μείωση του ρυθμού μεταβολής του ΑΕΠ. Ωστόσο, με δεδομένη τη δυσχέρεια στην ιδιωτική οικονομία, σε επίπεδο οικονομικής πολιτικής ως κύριος αντισταθμιστικός παράγοντας μπορεί να αναδειχθεί η αύξηση των κρατικών δαπανών για τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας. Όπως εκτιμά το ΚΕΠΕ, τον κύριο μοχλό στήριξης της οικονομίας και ανάσχεσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων πρέπει να αποτελέσει η αύξηση των κρατικών δαπανών, ως βασικός στυλοβάτης του εισοδήματος σε περιόδους κρίσης, με την παράλληλη μέριμνα για διατήρηση της χρηματοοικονομικής ευρωστίας των τραπεζών ως την αναγκαία γέφυρα για την "επόμενη μέρα" της ελληνικής οικονομίας.
Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, η σχετικά μικρή επίδραση του ύψους του δημοσίου χρέους στην αύξηση των ΜΕΔ αποτελεί ένα ενθαρρυντικό μήνυμα προς τους υπεύθυνους χάραξης μιας περισσότερο παρεμβατικής πολιτικής στήριξης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Επιπλέον, ο ρόλος του δημοσιονομικού ισοζυγίου και του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού σχετικά με την εξέλιξη των ΜΕΔ θα πρέπει να εκτιμηθεί σε συνδυασμό με την προσδοκώμενη θετική επίδραση των δημοσίων δαπανών στη στήριξη του εισοδήματος και του ΑΕΠ, τα οποία αποτελούν τον κύριο παράγοντα επίδρασης στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Από την άλλη πλευρά, η χρηματοοικονομική ευρωστία των τραπεζικών ιδρυμάτων, όπως τουλάχιστον αυτή αντανακλάται στη διατήρηση ισχυρής κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, αποτελεί τη δεύτερη σημαντική γραμμή άμυνας για την ανάσχεση νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων όλων των κατηγοριών στο μέλλον, καθώς συμβάλλει στη διαφύλαξη της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα και στη χρηματοοικονομική σταθερότητα γενικότερα.
Τέλος, η αρνητική επίπτωση που θα έχουν πιθανές δυσμενείς μεταβολές στις τιμές των ακινήτων στα στεγαστικά ΜΕΔ είναι αναμενόμενη αλλά μικρή, ενώ η αύξηση των παρεχόμενων κινήτρων προς τις τράπεζες για ενίσχυση της πιστωτικής επέκτασης προς την οικονομία θα έχουν βραχυπρόθεσμα ευεργετική, αν και μικρή, επίδραση στη μείωση ή συγκράτηση της αύξησης των ΜΕΔ.
Πώς επιδρούν μακροοικονομικοί παράγοντες στα ΜΕΔ
Οι εμπειρικές μετρήσεις στην ανάλυση του ΚΕΠΕ για τις επιπτώσεις στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έγιναν στη βάση 11 εναλλακτικών οικονομετρικών Διανυσματικών Υποδειγμάτων Διόρθωσης Σφαλμάτων (Vector Error Correction Modeling) με τη χρήση της μεθόδου συνολοκλήρωσης. Για την εκτίμηση των υποδειγμάτων χρησιμοποιήθηκαν τριμηνιαία στοιχεία που καλύπτουν την περίοδο από το τέταρτο τρίμηνο του 2002 έως το πρώτο τρίμηνο του 2019, τα οποία αντλήθηκαν από τις βάσεις δεδομένων της ΕΛΣΤΑΤ, του IMF, της World Bank, του Federal Reserve Bank of St. Louis και της Thompson Reuters Eikon.
Αναφορικά με τις επιδράσεις των μακροοικονομικών παραγόντων στα ΜΕΔ, τα κυριότερα ευρήματα της ανάλυσης του ΚΕΠΕ είναι τα ακόλουθα:
• Η επίδραση της οικονομικής ανάπτυξης, και εν προκειμένω του ρυθμού μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ και της απασχόλησης στην εξέλιξη των ΜΕΔ, εμφανίζεται να είναι η πιο ισχυρή από όλες τις μεταβλητές. Η επιτάχυνση του ρυθμού αύξησης της ανεργίας κατά 1% θα μπορούσε να οδηγήσει σε αντίστοιχη επιτάχυνση της αύξησης των ΜΕΔ σε ποσοστά που κυμαίνονται μεταξύ 0,33% και 0,96% για τα επιχειρηματικά και καταναλωτικά δάνεια. Από την άλλη πλευρά, η μείωση του ρυθμού μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ κατά 1% θα είχε ιδιαίτερα ισχυρή επίδραση ceteris paribus, καθώς θα οδηγούσε σε αύξηση των στεγαστικών ΜΕΔ κατά 3% περίπου.
• Δεύτερος σημαντικός παράγοντας αναδεικνύεται το ισοζύγιο του κρατικού προϋπολογισμού, το οποίο συνδέεται αρνητικά με τον ρυθμό μεταβολής των επιχειρηματικών και καταναλωτικών ΜΕΔ. Για κάθε ποσοστιαία μονάδα βελτίωσης του δημοσιονομικού ισοζυγίου ο ρυθμός μεταβολής των επιχειρηματικών ή καταναλωτικών ΜΕΔ, εφόσον οι υπόλοιποι παράγοντες παραμένουν σταθεροί, μειώνεται σε ποσοστά που κυμαίνονται μεταξύ -0,11% και -0,36%. Ωστόσο, η επίδραση αυτού του παράγοντα όσον αφορά τα στεγαστικά ΜΕΔ δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερα σημαντική.
• Ο ρόλος του δημοσίου χρέους είναι αμφίσημος, αν και στατιστικά σημαντικός στις περισσότερες περιπτώσεις. Η επίδρασή του στα ΜΕΔ εμφανίζεται άλλοτε θετική (τις περισσότερες φορές) και άλλοτε αρνητική, ενώ είναι σε μέγεθος πολύ μικρή για τα επιχειρηματικά και καταναλωτικά ΜΕΔ (μεταξύ 0,01% και -0,0002%). Όσον αφορά τα στεγαστικά ΜΕΔ, η μεταβολή στο δημόσιο χρέος φαίνεται να συμβάλλει θετικά στην αύξηση των ΜΕΔ σε κάπως πιο υψηλά ποσοστά της τάξης του 0,08% και 0,11%.
• Οι τιμές των ακινήτων δεν εμφανίζονται στατιστικά σημαντικές όσον αφορά τα επιχειρηματικά και καταναλωτικά δάνεια και η επίδρασή τους είναι αμφίσημη και μικρή (μεταξύ 0,0002% και -0,0002%). Αντίθετα, όσον αφορά τα στεγαστικά δάνεια, η μείωση των τιμών των ακινήτων οδηγεί σε στατιστικά σημαντική αύξηση των ΜΕΔ, αν και σε μικρά ποσοστά της τάξης του 0,0005%.
Η επίπτωση τραπεζικών παραγόντων στα ΜΕΔ
Αναφορικά με τις επιπτώσεις των τραπεζικών παραγόντων στα ΜΕΔ, η ανάλυση του ΚΕΠΕ εστίασε σε δύο από τους παράγοντες που ξεχωρίζουν λόγω της συσχέτισής τους, τόσο με τη χρηματοοικονομική ευρωστία των τραπεζικών ιδρυμάτων, όσο και με τη συμβολή τους στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.
• Ο λόγος κεφαλαιακής επάρκειας αποτελεί τον κύριο δείκτη χρηματοοικονομικής υγείας βάσει των διεθνών κανόνων τραπεζικής ρύθμισης. Ως εκ τούτου, ο ρόλος της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών στην εξέλιξη των ΜΕΔ είναι στατιστικά η πλέον σημαντική τραπεζικού χαρακτήρα μεταβλητή στην πλειονότητα των εκτιμηθέντων υποδειγμάτων. Η αύξηση του λόγου κεφαλαιακής επάρκειας κατά 1% σχετίζεται με μείωση του ρυθμού μεταβολής των ΜΕΔ όλων των κατηγοριών σε ποσοστά που κυμαίνονται μεταξύ -0,14% και -0,39% στην πλειονότητα των περιπτώσεων.
• Η πιστωτική μεγέθυνση, από την άλλη πλευρά, αποτελεί τον κύριο δείκτη της συμβολής των τραπεζικών ιδρυμάτων στη χρηματοδότηση επιχειρήσεων και νοικοκυριών και άρα στην ανάκαμψη της οικονομίας και, μέσω της τελευταίας, στη μείωση των ΜΕΔ. Πράγματι, ο ρυθμός αύξησης των πιστώσεων φαίνεται να οδηγεί σε μείωση του ρυθμού μεταβολής των ΜΕΔ όλων των κατηγοριών, και κυρίως αυτών των στεγαστικών δανείων, αν και σε μικρά ποσοστά της τάξης του -0,001% έως -0,003%.