Το μείζον για την ελληνική οικονομία, τη χώρα γενικότερα, και ανεξάρτητα από την κατάληξη των σκληρών διαπραγματεύσεων με τους δανειστές, είναι να επιτύχει τα επόμενα πέντε - έξι χρόνια υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Δηλαδή, να αυξήσει τον παρονομαστή. Χωρίς σταθερή μεγέθυνση της οικονομίας το χρέος δεν θα είναι βιώσιμο, όποια ρύθμιση και να γίνει.
Τα προσεχή χρόνια, ακόμη και εάν δεν υπάρξει τώρα συμφωνία για το χρέος, οι υποχρεώσεις της Ελλάδας για πληρωμή τοκοχρεολυσίων είναι μικρές. Την περίοδο δε έως το 2020 η Ελλάδα μπορεί να γίνει αποδέκτης πολύ σημαντικών πόρων από τα ταμεία της Ε.Ε. Δεν είναι μόνον τα 20 δισ. ευρώ από τα Διαρθρωτικά Ταμεία και τα 15 δισ. για τους αγρότες και αλιείς.
Είναι και τα κονδύλια που μπορεί να απορροφήσει η Ελλάδα από το λεγόμενο επενδυτικό πακέτο ή αλλιώς «πακέτο Γιούνκερ» μέσω του οποίου μπορούν να χρηματοδοτηθούν σημαντικά έργα υποδομών σε τομείς αιχμής. Πρόκειται για πόρους που θα ξεπεράσουν τα 300 δισ. συνολικά για όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Πηγές χρηματοδότησης λοιπόν θα υπάρξουν, που θα καλύπτουν τις ανάγκες της χώρας. Το ερώτημα είναι εάν η Ελλάδα θα είναι σε θέση να απορροφήσει αυτά τα κονδύλια. Είναι η μεγάλη μας ευκαιρία, που θα αποτελέσει την κινητήριο δύναμη για υψηλές αναπτυξιακές επιδόσεις.
Αυτός είναι ο δρόμος που θα δημιουργήσει εισοδήματα, θέσεις εργασίας, επομένως φορολογικά έσοδα για το ταμείο του κράτους και έσοδα για τα ασφαλιστικά ταμεία. Μόνον έτσι η κυβέρνηση, η όποια κυβέρνηση θα είναι σε θέση να αυξήσει τις συντάξεις και να χρηματοδοτήσει ένα αποτελεσματικό κοινωνικό κράτος.