Ιδού η κακοδαιμονία της υπερφορολόγησης. Λύνει θεωρητικά μόνο το πρόβλημα με τις αστήρικτες προβλέψεις για υπερβολικά υψηλά έσοδα, αλλά στην πραγματικότητα δρα ανασταλτικά και εμποδίζει την ανάπτυξη περιορίζοντας συνεπώς την εισπρακτική δυνατότητα του κράτους.
Τα στοιχεία που έρχονται τελευταία στο φως και τα οποία πολλές φορές έχει επισημάνει η «Η» είναι αποκαλυπτικά.
Δεν έχει σημασία το ακριβές ποσοστό που αποδίδεται στο κράτος ως άμεσος φόρος με βάση το ετήσιο εισόδημα.
Η σημασία είναι ότι αυτό το ποσοστό είναι τεράστιο, ιδιαίτερα υψηλό, τόσο για τα χαμηλά όσο και τα μεγάλα εισοδήματα.
Εάν σ’ αυτό το ποσοστό προστεθεί και η ασφαλιστική εισφορά, τότε το κράτος αποδεικνύεται οικονομικός δυνάστης.
Ένας «δυνάστης» που παραβλέπει την πραγματικότητα και χωρίς σκέψη επιβάλλει συνεχώς και νέους φόρους.
Έτσι διαμορφώνει ένα σκηνικό όπου καλλιεργείται η ιδέα της ήσσονος προσπάθειας από τους πολίτες.
Και αυτό γιατί η υπερφορολόγηση στρέφεται ουσιαστικά κατά της δημιουργικότητας, αφού καθιστά περιττή κάθε προσπάθεια για περισσότερα ετήσια έσοδα.
Αλλά συγχρόνως γίνεται το «θερμοκήπιο» όπου αναπτύσσεται η φοροδιαφυγή, η φοροκλοπή και «αγιάζεται» η χαλαρή φορολογική συνείδηση.
Φυσικά μαζί λειτουργεί και ως τροχοπέδη σε κάθε απόπειρα ανάπτυξης, διώχνοντας τις επιχειρήσεις, αλλά και τους ελεύθερους επαγγελματίες σε άλλες χώρες, όπου η φορολογία είναι «λογική» και η φορολογική πολιτική χρησιμοποιείται ως αναπτυξιακό εργαλείο.
Που σημαίνει ότι η αύξηση των φόρων από ένα σημείο και μετά όχι μόνο δεν λειτουργεί, αλλά έχει ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα από τα αναμενόμενα ή επιδιωκόμενα.
Κι αν η πολιτεία δεν αντιληφθεί αυτή την απλή λογική, τότε είναι βέβαιο ότι θα συμβάλει στην αποσάθρωση τόσο της οικονομίας όσο και των ίδιων των φορολογούμενων.
Ήδη αυτό άρχισε να καταγράφεται, καθώς τα στοιχεία δείχνουν κατακόρυφη αύξηση των χρεών προς το Δημόσιο και τα ταμεία και μείωση των φορολογικών εσόδων.