Είναι πράγματι τεράστιος ο αριθμός των Ελλήνων -τα στοιχεία δείχνουν 470 χιλιάδες περίπου- που μετανάστευσαν τα χρόνια της κρίσης για αναζήτηση εργασίας σε άλλες χώρες.
Οι περισσότεροι, νέοι με υψηλό επίπεδο μόρφωσης και εξειδίκευση, αναζήτησαν την τύχη τους εκεί που μπορούν να αξιοποιήσουν τα προσόντα τους, κυρίως σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και όχι μόνο. Πρόκειται για μετανάστευση με νέα χαρακτηριστικά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πολλοί από αυτούς που εγκατέλειψαν την Ελλάδα, δεν επιδιώκουν απλά και μόνο μια οποιαδήποτε θέση εργασίας, προκειμένου να επιβιώσουν. Η αλήθεια είναι ότι σε μια χώρα με ανεργία πάνω από το 25% του ενεργού πληθυσμού, η οποία στους νέους ξεπερνά το 40%, είναι περιορισμένες οι πιθανότητες για ανεύρεση εργασίας.
Εάν μάλιστα συνυπολογιστεί και το γεγονός ότι για μεγάλο μέρος, περίπου 35% από όσους εργάζονται, οι μισθοί είναι ιδιαίτερα χαμηλοί ή ακόμη ότι πολλοί δουλεύουν χωρίς να πληρώνονται, τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα.
Πολλοί μιλούν για ένα μεγάλο κεφάλαιο που έχει επενδυθεί για την εκπαίδευση και την εξειδίκευση και μένει αναξιοποίητο ή αξιοποιείται από άλλες χώρες, όπου προσφέρουν την εργασία τους οι Ελληνες μετανάστες. Αυτό είναι μια πραγματικότητα και δεν έχει να κάνει μόνο με τη δημόσια δαπάνη.
Είναι γνωστό ότι οι γονείς επιβαρύνθηκαν και επιβαρύνονται σημαντικά προκειμένου να εξασφαλίσουν την κάθε μορφής εκπαίδευση για τα παιδιά τους.
Έχει λοιπόν δαπανηθεί ένα τεράστιο κεφάλαιο δημόσιο και ιδιωτικό, το οποίο σήμερα δεν αξιοποιείται στην Ελλάδα.
Αυτή η κατάσταση, βέβαια, δεν έχει μόνο αυτή τη διάσταση.
Όσο αλήθεια είναι ότι αντιμετωπίζουμε σήμερα ένα τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα, άλλο τόσο θα πρέπει να μας προβληματίσουν μερικές από τις αιτίες του προβλήματος. Και μια από τις βασικές αιτίες είναι το παραγωγικό μοντέλο που οικοδομήθηκε στη χώρα μας για πολλές δεκαετίες.
Ένα μοντέλο που είχε, όπως απεδείχθη, γυάλινα πόδια και το οποίο κατέρρευσε, όταν δεν μπορούσε να συνεχιστεί ο ανεξέλεγκτος δανεισμός. Στο ίδιο πεδίο εντάσσεται και το μεγάλο θέμα του επαγγελματικού προσανατολισμού.
Σε ορισμένα επαγγέλματα υπήρξε υπερπαραγωγή, χωρίς κανένας να σκέφτεται τι θα γίνει την επόμενη ημέρα.
Για παράδειγμα, είμαστε η χώρα με τους περισσότερους αναλογικά γιατρούς, φαρμακοποιούς, μηχανικούς, εκπαιδευτικούς κ.λπ.
Κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, δεν θα μπορούσαν να σταδιοδρομήσουν όλοι στην Ελλάδα, με τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν και εφαρμόζονται.
Πολλοί από τους επιστήμονές μας, κυρίως νέοι, διαπρέπουν σήμερα σε άλλες χώρες, παρά τις μεγάλες δυσκολίες που παρουσιάζονται παντού πλέον. Το επίκαιρο και συνάμα κρίσιμο ερώτημα είναι, εάν θα μπορούσε και κάτω από ποιες προϋποθέσεις, να αξιοποιηθεί αυτό το ιδιαίτερα χρήσιμο ανθρώπινο δυναμικό στη χώρα που γεννήθηκε.
Το βέβαιο είναι ότι τίποτα δεν μπορεί να γίνει από τη μια μέρα στην άλλη. Το επίσης βέβαιο όμως είναι, ότι πάρα πολλά μπορούν να γίνουν σταδιακά και με σταθερά βήματα. Αρκεί να σταματήσουμε να πιστεύουμε ότι για όλα φταίνε οι άλλοι. Αρκεί να σταματήσουμε να περιμένουμε να λειτουργήσουν όλα με αυτοματισμό και ότι θα βγούμε από την κρίση μόνο και μόνο με την έξοδό μας στις αγορές.
Γιατί ακόμη και αυτό να συμβεί, πια ακριβώς θα είναι η επόμενη ημέρα; Πώς και σε ποιους τομείς θα επενδύσουμε για να δημιουργηθούν νέες βιώσιμες και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας;
Ποιο είναι το νέο παραγωγικό μοντέλο, με δεδομένο ότι το παλιό κατέρρευσε;
Θα μπορούσαμε, για παράδειγμα, να σχεδιάσουμε και να επενδύσουμε στον θεραπευτικό τουρισμό, σε μια χώρα με μεγάλες ξενοδοχειακές υποδομές που παραμένουν κλειστές τους οκτώ στην καλύτερη περίπτωση από τους δώδεκα μήνες τον χρόνο. Μια χώρα που έχει επενδύσει πολλά σε κτιριακές υποδομές στην υγεία, χωρίς να έχουν αξιοποιηθεί.
Έτσι μπορείς να φέρεις πίσω και να αξιοποιήσεις τον γιατρό που σήμερα προσφέρει τις υπηρεσίες του στη Γερμανία, στην Αγγλία ή όπου αλλού.
Θα μπορούσαμε να επενδύσουμε στην εκπαίδευση, ως ένα διεθνές εκπαιδευτικό κέντρο, με την ίδρυση και νέων πανεπιστημίων κατά τα πρότυπα άλλων χωρών όπως, για παράδειγμα, της Κύπρου.
Θα μπορούσαμε να αναπτύξουμε τον τομέα κοινωνικής οικονομίας που θεσμοθετήθηκε το 2011, με τον νόμο 4019 και έμεινε από τότε στα χαρτιά. Στις επιχειρήσεις κοινωνικής οικονομίας, που αποτελεί έναν ενδιάμεσο τομέα ιδιωτικού απασχολείται το 6% κατά μέσο όρο του εργατικού δυναμικού στις χώρες της Ε.Ε. ενώ στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό βρίσκεται κάτω από το 2%.
Πολλά θα μπορούσαν να γίνουν σε αυτούς και σε άλλους τομείς, όπως στην γεωργία, την κτηνοτροφία, τις μεταφορές, τον τουρισμό και τις εναλλακτικές μορφές, τον πολιτισμό. Όλα αυτά, με την προϋπόθεση ότι είχαμε στρέψει την προσοχή μας στα πραγματικά προβλήματα και δεν ξοδεύαμε τόσο χρόνο για να αναπαράγουμε την εσωστρέφεια, τη μιζέρια και τις ψευδαισθήσεις.