Όποιος καεί από τον χυλό φυσά και το γιαούρτι. Με αυτό κατά νου πορεύονται την τελευταία διετία οι ελληνικές επιχειρήσεις ή για να είμαστε πιο ακριβείς σημαντικό ποσοστό του ελληνικού επιχειρείν. Σύμφωνα με έρευνα της ICAP, 4 στις 10 επιχειρήσεις είτε περιόρισαν το ύψος των πιστώσεων τους την τελευταία διετία, είτε μείωσαν τον χρόνο τους.
Ο λόγος; Η ανεπαρκής οικονομική δυνατότητα και ή αδυναμία πρόσβασης στη χρηματοδότηση για να στοκάρουν εμπόρευμα. Το ποσοστό αυτό όμως είναι μικρότερο κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με την περσινή έρευνα (2017: 50%) και κατά 25% σε σχέση με το 2016 (67%).
Την ίδια στιγμή το 35% εισπράττει τις απαιτήσεις μετά από 3 μήνες ενώ παραπάνω από 1 στις 3 αντιμετωπίζει επισφάλειες μεγαλύτερες του 1% επί των συνολικών τους πωλήσεων. Το 39% των εταιρειών παρέχουν πιστώσεις που δεν ξεπερνούν τις 60 ημέρες (2017: 45%), ενώ τo ποσοστό των εταιρειών που παρέχουν πιστώσεις που δεν ξεπερνούν τις 90 ημέρες παραμένει σχετικά σταθερό την τελευταία τριετία (2018: 73% 2017: 77%, 2016: 75%).
Η έρευνα που πραγματοποιήθηκε το διάστημα Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου 2018 και αποτελεί την τέταρτη κατά σειρά ετήσια έρευνα που διενεργεί η ICAP Group για τη διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου των επιχειρήσεων και η οποία έγινε σε δείγμα 354 επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην ελληνική επικράτεια, με κύκλο εργασιών άνω των 5 εκατ. ευρώ το 2017, αποκαλύπτει επίσης πως 2 στις 10 επιχειρήσεις (ποσοστό 19%) αύξησε τις πιστώσεις και τον χρόνο πίστωσης όταν το 2017 το ποσοστό αυτό ήταν μόλις στο 10%.
Σύμφωνα πάντως με το European Payment Report 2018 (σ.σ. μετρά τις επιδόσεις σε ότι αφορά τις πληρωμές σε ευρωπαϊκό επίπεδο) προκύπτει πως οι πληρωμές μεταξύ επιχειρήσεων πραγματοποιούνται κατά μέσο όρο στις 40 ημέρες από 63 που ήταν πέρυσι. Ωστόσο η συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών επιχειρήσεων που συμμετείχε στην έρευνα, 9 στις 10, δήλωσαν πως δέχθηκαν πιέσεις να πληρωθούν αργότερα, με 8 στις 10 να υποκύπτουν σε αυτές τις απαιτήσεις.
Σημαντικά εργαλεία πιστωτικού ελέγχου των εταιρειών, σύμφωνα με την έρευνα της ICAP, είναι τα στοιχεία συναλλακτικής συμπεριφοράς και οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής Ικανότητας (93% και 78% σε κλίμακα "πάρα πολύ" και "πολύ" σημαντικό) και ακολουθούν κατά σειρά οι ισολογισμοί και οι αριθμοδείκτες (74%). Αντίστοιχο ποσοστό (74%) δήλωσε ότι η διάρκεια είσπραξης χρέους αποτελεί το σημαντικότερο δείκτη μέτρησης της απόδοσης της εισπρακτικής πολιτικής (σε κλίμακα "πάρα πολύ" και "πολύ" σημαντικό, 2017: 69%).
Ακολουθεί, το ποσοστό της εκπλήρωσης των εισπρακτικών στόχων που τίθενται στην αρχή της χρονιάς με 73% (2017: 63%) ενώ την τρίτη θέση καταλαμβάνει το ποσοστό των καθυστερημένων οφειλών ως προς τις απαιτήσεις με 67% (2017: 65%)
Σε ό,τι αφορά τα μείζονα προβλήματα, για τα 2/3 των ερωτηθέντων είναι το ασταθές οικονομικό περιβάλλον που αποτελεί και τη σημαντικότερη πηγή κινδύνου, η δυσκολία είσπραξης των απαιτήσεων (39%) και ο πόλεμος τιμών (38%). Επίσης η εξασφάλιση ρευστότητας αποτελεί το μεγαλύτερο άγχος σε σύγκριση με τα "προ κρίσης χρόνια" για 7 στους 10 Credit Controllers.
Ο λόγος; Η ανεπαρκής οικονομική δυνατότητα και ή αδυναμία πρόσβασης στη χρηματοδότηση για να στοκάρουν εμπόρευμα. Το ποσοστό αυτό όμως είναι μικρότερο κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με την περσινή έρευνα (2017: 50%) και κατά 25% σε σχέση με το 2016 (67%).
Την ίδια στιγμή το 35% εισπράττει τις απαιτήσεις μετά από 3 μήνες ενώ παραπάνω από 1 στις 3 αντιμετωπίζει επισφάλειες μεγαλύτερες του 1% επί των συνολικών τους πωλήσεων. Το 39% των εταιρειών παρέχουν πιστώσεις που δεν ξεπερνούν τις 60 ημέρες (2017: 45%), ενώ τo ποσοστό των εταιρειών που παρέχουν πιστώσεις που δεν ξεπερνούν τις 90 ημέρες παραμένει σχετικά σταθερό την τελευταία τριετία (2018: 73% 2017: 77%, 2016: 75%).
Η έρευνα που πραγματοποιήθηκε το διάστημα Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου 2018 και αποτελεί την τέταρτη κατά σειρά ετήσια έρευνα που διενεργεί η ICAP Group για τη διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου των επιχειρήσεων και η οποία έγινε σε δείγμα 354 επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην ελληνική επικράτεια, με κύκλο εργασιών άνω των 5 εκατ. ευρώ το 2017, αποκαλύπτει επίσης πως 2 στις 10 επιχειρήσεις (ποσοστό 19%) αύξησε τις πιστώσεις και τον χρόνο πίστωσης όταν το 2017 το ποσοστό αυτό ήταν μόλις στο 10%.
Σύμφωνα πάντως με το European Payment Report 2018 (σ.σ. μετρά τις επιδόσεις σε ότι αφορά τις πληρωμές σε ευρωπαϊκό επίπεδο) προκύπτει πως οι πληρωμές μεταξύ επιχειρήσεων πραγματοποιούνται κατά μέσο όρο στις 40 ημέρες από 63 που ήταν πέρυσι. Ωστόσο η συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών επιχειρήσεων που συμμετείχε στην έρευνα, 9 στις 10, δήλωσαν πως δέχθηκαν πιέσεις να πληρωθούν αργότερα, με 8 στις 10 να υποκύπτουν σε αυτές τις απαιτήσεις.
Σημαντικά εργαλεία πιστωτικού ελέγχου των εταιρειών, σύμφωνα με την έρευνα της ICAP, είναι τα στοιχεία συναλλακτικής συμπεριφοράς και οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής Ικανότητας (93% και 78% σε κλίμακα "πάρα πολύ" και "πολύ" σημαντικό) και ακολουθούν κατά σειρά οι ισολογισμοί και οι αριθμοδείκτες (74%). Αντίστοιχο ποσοστό (74%) δήλωσε ότι η διάρκεια είσπραξης χρέους αποτελεί το σημαντικότερο δείκτη μέτρησης της απόδοσης της εισπρακτικής πολιτικής (σε κλίμακα "πάρα πολύ" και "πολύ" σημαντικό, 2017: 69%).
Ακολουθεί, το ποσοστό της εκπλήρωσης των εισπρακτικών στόχων που τίθενται στην αρχή της χρονιάς με 73% (2017: 63%) ενώ την τρίτη θέση καταλαμβάνει το ποσοστό των καθυστερημένων οφειλών ως προς τις απαιτήσεις με 67% (2017: 65%)
Σε ό,τι αφορά τα μείζονα προβλήματα, για τα 2/3 των ερωτηθέντων είναι το ασταθές οικονομικό περιβάλλον που αποτελεί και τη σημαντικότερη πηγή κινδύνου, η δυσκολία είσπραξης των απαιτήσεων (39%) και ο πόλεμος τιμών (38%). Επίσης η εξασφάλιση ρευστότητας αποτελεί το μεγαλύτερο άγχος σε σύγκριση με τα "προ κρίσης χρόνια" για 7 στους 10 Credit Controllers.