Την «υπέρμετρη υπερφορολόγηση», όπως τη χαρακτηρίζει, και το ενδεχόμενο ανάκλησης ή καθυστέρησης στην υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, όπως επίσης και του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδος ως τους σημαντικότερους κινδύνους για την πορεία της ελληνικής οικονομίας και την επιβεβαίωση των προβλέψεων για το επόμενο χρονικό διάστημα.
Επίσης, στο «καλάθι» των πιθανών κινδύνων εντάσσονται η υιοθέτηση πιο περιοριστικής νομισματικής πολιτικής από τις ΗΠΑ, οι αναταράξεις που συνδέονται με την αστάθεια στις αναδυόμενες αγορές, οι διακυμάνσεις στις διεθνείς αγορές ομολόγων και οι γεωπολιτικές εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένης μιας πιθανής επιδείνωσης της προσφυγικής κρίσης ή/και μιας επιδείνωσης της οικονομίας της Τουρκίας.
Η ΤτΕ στέκεται και στο θέμα της διατήρησης των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων σε υψηλά επίπεδα. Όπως αναφέρεται, «παρά τη λήξη του προγράμματος, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, κυρίως λόγω του φόβου των αγορών για υπαναχώρηση από ψηφισθέντα μέτρα, αλλά και λόγω της τρέχουσας αναταραχής στις διεθνείς αγορές».
Ιδιαίτερο σχόλιο γίνεται και για το θέμα του cash buffer (ή μαξιλαριού ασφαλείας), γεγονός αναμενόμενο λόγω και της εκφρασμένης θέσης του διοικητή της ΤτΕ Γιάννη Στουρνάρα υπέρ της προληπτικής γραμμής στήριξης. Όπως αναφέρεται, «η απρόσκοπτη πρόσβαση του ελληνικού Δημοσίου στις αγορές ομολόγων αποτελεί βασική προϋπόθεση για την επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στην κανονικότητα. Η ύπαρξη του ταμειακού αποθέματος ασφαλείας, αν και αποτελεί μια άγκυρα ασφαλείας, καθώς επιτρέπει την εξασφάλιση χρηματοδότησης από τις αγορές με ευνοϊκούς όρους για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο ετών, εντούτοις συνεχίζει να έχει εξαιρετικά βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα και περιορισμένου βαθμού δυνατότητα απορρόφησης κραδασμών από μια αντίξοη εγχώρια ή διεθνή συγκυρία».
Δημοσιονομική πολιτική
Ως έμμεσο σχόλιο για τον προϋπολογισμό που κατατέθηκε χθες εκλαμβάνεται και το αίτημα για μείωση των φορολογικών συντελεστών και αντιστροφή της τάσης μείωσης των δημοσίων επενδύσεων: «Το υπάρχον δημοσιονομικό μίγμα, παρόλο που εκπληρώνει τους δημοσιονομικούς στόχους, στερεί πόρους από την πραγματική οικονομία λόγω της υπερφορολόγησης και της περικοπής των επενδυτικών δαπανών. Κατά συνέπεια, χρειάζεται μία αναδιάταξη του δημοσιονομικού μίγματος μέσω της μείωσης των φορολογικών συντελεστών και της ανακατανομής της δημόσιας δαπάνης κατά τρόπο που θα τονώνει την ανάπτυξη.
Τέλος, είναι σημαντικό να αντιστραφεί η τάση της μείωσης των δημοσίων επενδύσεων των προηγούμενων ετών, που έχει οδηγήσει στη μείωση του παραγωγικού αποθέματος κεφαλαίου της ελληνικής οικονομίας. Απαιτούνται λοιπόν η καλύτερη αξιοποίηση των πόρων των Διαρθρωτικών Ταμείων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η επέκταση των συμπράξεων δημόσιου ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) σε κλάδους όπου υπάρχει έλλειμμα δημοσίων επενδύσεων, η επιτάχυνση του προγράμματος των αποκρατικοποιήσεων, που θα συνοδεύονται από νέες επενδύσεις των ιδιωτών επενδυτών, αλλά και η ταχύτερη εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τον ιδιωτικό τομέα».
Επίσης, στο «καλάθι» των πιθανών κινδύνων εντάσσονται η υιοθέτηση πιο περιοριστικής νομισματικής πολιτικής από τις ΗΠΑ, οι αναταράξεις που συνδέονται με την αστάθεια στις αναδυόμενες αγορές, οι διακυμάνσεις στις διεθνείς αγορές ομολόγων και οι γεωπολιτικές εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένης μιας πιθανής επιδείνωσης της προσφυγικής κρίσης ή/και μιας επιδείνωσης της οικονομίας της Τουρκίας.
Η ΤτΕ στέκεται και στο θέμα της διατήρησης των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων σε υψηλά επίπεδα. Όπως αναφέρεται, «παρά τη λήξη του προγράμματος, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, κυρίως λόγω του φόβου των αγορών για υπαναχώρηση από ψηφισθέντα μέτρα, αλλά και λόγω της τρέχουσας αναταραχής στις διεθνείς αγορές».
Ιδιαίτερο σχόλιο γίνεται και για το θέμα του cash buffer (ή μαξιλαριού ασφαλείας), γεγονός αναμενόμενο λόγω και της εκφρασμένης θέσης του διοικητή της ΤτΕ Γιάννη Στουρνάρα υπέρ της προληπτικής γραμμής στήριξης. Όπως αναφέρεται, «η απρόσκοπτη πρόσβαση του ελληνικού Δημοσίου στις αγορές ομολόγων αποτελεί βασική προϋπόθεση για την επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στην κανονικότητα. Η ύπαρξη του ταμειακού αποθέματος ασφαλείας, αν και αποτελεί μια άγκυρα ασφαλείας, καθώς επιτρέπει την εξασφάλιση χρηματοδότησης από τις αγορές με ευνοϊκούς όρους για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο ετών, εντούτοις συνεχίζει να έχει εξαιρετικά βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα και περιορισμένου βαθμού δυνατότητα απορρόφησης κραδασμών από μια αντίξοη εγχώρια ή διεθνή συγκυρία».
Δημοσιονομική πολιτική
Ως έμμεσο σχόλιο για τον προϋπολογισμό που κατατέθηκε χθες εκλαμβάνεται και το αίτημα για μείωση των φορολογικών συντελεστών και αντιστροφή της τάσης μείωσης των δημοσίων επενδύσεων: «Το υπάρχον δημοσιονομικό μίγμα, παρόλο που εκπληρώνει τους δημοσιονομικούς στόχους, στερεί πόρους από την πραγματική οικονομία λόγω της υπερφορολόγησης και της περικοπής των επενδυτικών δαπανών. Κατά συνέπεια, χρειάζεται μία αναδιάταξη του δημοσιονομικού μίγματος μέσω της μείωσης των φορολογικών συντελεστών και της ανακατανομής της δημόσιας δαπάνης κατά τρόπο που θα τονώνει την ανάπτυξη.
Τέλος, είναι σημαντικό να αντιστραφεί η τάση της μείωσης των δημοσίων επενδύσεων των προηγούμενων ετών, που έχει οδηγήσει στη μείωση του παραγωγικού αποθέματος κεφαλαίου της ελληνικής οικονομίας. Απαιτούνται λοιπόν η καλύτερη αξιοποίηση των πόρων των Διαρθρωτικών Ταμείων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η επέκταση των συμπράξεων δημόσιου ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) σε κλάδους όπου υπάρχει έλλειμμα δημοσίων επενδύσεων, η επιτάχυνση του προγράμματος των αποκρατικοποιήσεων, που θα συνοδεύονται από νέες επενδύσεις των ιδιωτών επενδυτών, αλλά και η ταχύτερη εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τον ιδιωτικό τομέα».