Κοινός τόπος γίνεται πλέον πως χωρίς μια συνολική αντιμετώπιση τα «κόκκινα» δάνεια θα συνεχίσουν να ταλανίζουν τους ισολογισμούς των ελληνικών τραπεζών. Πάντως, την ίδια στιγμή και στην Ευρώπη ο προβληματισμός για το θέμα των «κόκκινων» δανείων καλά κρατεί.
Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών αναπροσαρμόζει τα πρότυπά της για την αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων προσπαθώντας να αντιμετωπίσει δύο ουσιαστικά προβλήματα:
Α. Στις χώρες όπου το πρόβλημα είναι έντονο οι λύσεις που μέχρι στιγμής εφαρμόζονται δεν έχουν ευδοκιμήσει.
Β. Είναι φανερός ο κίνδυνος μιας νέας κρίσης που μπορεί να πολλαπλασιάσει το πρόβλημα και σε άλλες χώρες.
Οι νέες δράσεις της EBA στηρίζονται σε 4 άξονες:
i) Αποτελεσματική εποπτεία ώστε να υπάρχει συνεργασία με τις τράπεζες προκειμένου αυτές να βελτιώσουν τις στρατηγικές για περιορισμό των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων.
ii) Μέτρα για τη βελτίωση της λειτουργίας μιας δευτερογενούς αγοράς που θα είναι αποτελεσματική και θα βοηθάει τις τράπεζες να μετακυλίουν κομμάτι του προβλήματος σε αυτήν την αγορά (πώληση «κόκκινων» δανείων και δι’ αυτής ανάκτηση μέρους αυτών κ.λπ.).
iii) Διαρθρωτικά μέτρα για τη βελτίωση του περιβάλλοντος που θα έχει ως αποτέλεσμα την αντιμετώπιση των NPEs (θεσμικές μεταβολές όπου απαιτείται κ.λπ.).
iv) Ενθάρρυνση της συνολικής αναδιάρθρωσης του τραπεζικού συστήματος.
Τα παραπάνω αποτελούν μια συνολική αντιμετώπιση του θέματος, όμως οι οδηγίες της EBA ενθαρρύνουν την κάθε μια τράπεζα να αντιμετωπίσει από μόνη της με την εφαρμογή και δικών της πολιτικών το πρόβλημα.
Αξιόπιστοι στόχοι μείωσης
Για πρώτη ίσως φορά οι ευρωπαϊκές αρχές κάνουν λόγο για δίκαιη μεταχείριση του δανειολήπτη, καθώς θέτουν θέμα εξέτασης του δανείου σε ολόκληρο τον κύκλο ζωής τους ως κομμάτι της γενικότερης στρατηγικής της κάθε τράπεζας. Αυτό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια έμμεση παραδοχή ότι δεν είναι μόνον ο δανειολήπτης που φταίει για το γεγονός πως το δάνειό του κατέληξε να μην αποπληρώνεται.
Οι οδηγίες έχουν διαμορφωθεί στο πλαίσιο μιας προληπτικής στρατηγικής και λαμβάνοντας υπόψη την επείγουσα ανάγκη να διασφαλιστεί το γεγονός ότι οι καταναλωτές - δανειολήπτες αντιμετωπίζονται δίκαια σε κάθε στάδιο του κύκλου ζωής του δανείου.
Η ανάπτυξη και η υλοποίηση μιας στρατηγικής αποτελεί το βασικό δομικό στοιχείο των κατευθυντήριων γραμμών για τη μείωση των NPEs.
Η στρατηγική των τραπεζών θα πρέπει να βασίζεται στην εκτίμηση πως πρέπει να καθοριστούν χρονικά δεσμευτικοί αλλά και αξιόπιστοι στόχοι μείωσης των «κόκκινων» δανείων, αφού πρώτα εξεταστούν όλες οι διαθέσιμες για τον σκοπό αυτό στρατηγικές.
Αναλογική προσέγγιση
Οι νέες κατευθυντήριες γραμμές της EBA προβλέπουν μια αναλογική προσέγγιση των βασικών στοιχείων της διακυβέρνησης αλλά και των πράξεων σχετικά με τη μείωση των NPEs. Την ίδια στιγμή θα πρέπει να αναπτυχθεί στις τράπεζες μοντέλο εσωτερικού ελέγχου για τις διαδικασίες παρακολούθησης των «κόκκινων» δανείων.
Η αποτελεσματική διακυβέρνηση καλύπτει όλες τις ευθύνες που έχουν οι τράπεζες, συμπεριλαμβανομένης της δίκαιης διαχείρισης των πελατών.
Οι κατευθυντήριες γραμμές τονίζουν ότι οποιαδήποτε μέτρα ανεκτικότητας πρέπει να χορηγούνται μόνο όταν επιδιώκουν μια βιώσιμη εξόφληση από τον δανειολήπτη και επομένως λαμβάνουν υπόψη τελικώς και τα συμφέροντα του δανειολήπτη.
Ενεργητικός ο έλεγχος
Ενεργητικός και όχι παθητικός θα είναι ο έλεγχος από τις τράπεζες της πορείας των «κόκκινων» δανείων.
Τα μέτρα ανεκτικότητας προς τους δανειολήπτες θα σχετίζονται με τη βιωσιμότητα των δανείων. Η τράπεζα θα εφαρμόζει πολιτικές και διαδικασίες για την έγκαιρη αξιολόγηση των οικονομικών δυσχερειών των δανειοληπτών και τον προσδιορισμό των μελλοντικών επισφαλών απαιτήσεων.
Οι κατευθυντήριες γραμμές θα βοηθούν τις τράπεζες στην εκτίμηση της μελλοντικής ταμειακής ροής κάθε δανείου που προκύπτει από μια ενεργητική διαχείριση, η οποία τελικώς θα οδηγεί τα πιστωτικά ιδρύματα σε ρυθμίσεις, πωλήσεις, πωλήσεις ενεχύρων, απομειώσεις και διαγραφές.
Ιδιαίτερα συχνή θα είναι η αποτίμηση των ενεχύρων των δανείων που αποτελούν και την ουσιαστική διασφάλιση του πιστωτικού ιδρύματος.
Τα εγχώρια ιδρύματα
Μεμονωμένα τα «κόκκινα» δάνεια δεν θα μπορέσουν ποτέ να σταματήσουν να υπάρχουν και έτσι θα συνεχίσουν να απομειώνουν τα κεφάλαια των εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων. Εξού και η Τράπεζα της Ελλάδος ΕΛΛ-0,80% ανέλαβε πρόσφατα σχετική πρωτοβουλία αντιμετώπισης του θέματος, η οποία πάντως θα μπορούσε να έχει λάβει χώρα πιθανόν νωρίτερα καθώς ανάλογες προτάσεις έχουν διατυπωθεί εδώ και μία τριετία, χωρίς ωστόσο να αποτελέσουν επιλογή των αρχών.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και έτσι ήρθε η ώρα. Αρκεί η πρόταση αυτή να λάβει το «καλώς έχειν» από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς παρά την κριτική που της ασκούν διεθνείς οίκοι και εγχώριοι αναλυτές.
Άλλωστε οι ελληνικές τράπεζες, αν και καταβάλλουν την προσπάθειά τους -και έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο-, βρίσκονται αρκετά πίσω από ένα επιθυμητό αποτέλεσμα.
Ακόμη όμως και εάν επιτευχθεί το αποτέλεσμα αυτό, υπό τα σημερινά δεδομένα είναι σχεδόν βέβαιο πως στις ελληνικές τράπεζες ένα γενναίο κούρεμα των «κόκκινων» δανείων θα τις οδηγήσει στην κεφαλαιαγορά να αναζητήσουν νέα κεφάλαια.
Σε ό,τι αφορά τις προσπάθειες των τραπεζών οι δανειολήπτες να αφήσουν την προστασία του νόμου Κατσέλη και να δεχθούν τις ρυθμίσεις των τραπεζών, τα αποτελέσματα δείχνουν να είναι πενιχρά και αφορούν κυρίως εκείνους των οποίων δεν αποτελούσε επιθυμία τους ο έλεγχος των λογαριασμών που το νέο θεσμικό πλαίσιο επιβάλλει.
Ανταλλαγή συμμετοχών
Στα μεσαία και μεγαλύτερα επιχειρηματικά δάνεια οι ελληνικές τράπεζες αρχίζουν να λαμβάνουν άλλου τύπου πρωτοβουλίες. Ως τέτοιες θα πρέπει να θεωρηθούν η ανταλλαγή συμμετοχών όπου οι μειοψηφικές συμμετοχές θα έρθουν να συναντήσουν τις πλειοψηφικές, σε μια προσπάθεια οι τράπεζες να μην μπλέκονται σε έναν κυκεώνα συνεννοήσεων μεταξύ τους, κάτι που πολύ συχνά δεν αποδίδει αφού τα συμφέροντα κάθε μιας τράπεζας είναι διαφορετικά από εκείνα της άλλης. Ο leader, λοιπόν, κάποιου ομολογιακού δανείου θα παίρνει και τις λοιπές συμμετοχές τις οποίες θα ανταλλάσσει με μειοψηφικά πακέτα που διατηρεί σε άλλα δάνεια.
Η πρώτη κατοικία στο τραπέζι των συζητήσεων
Καθώς ο νόμος Κατσέλη με την εκπνοή του έτους θα αποτελέσει παρελθόν, κυβέρνηση και τράπεζες συζητούν τα σχέδια που θα υπάρξουν για την προστασία της πρώτης κατοικίας. Μολονότι δεν είναι καθόλου βέβαιο πώς θα αντιμετωπίσουν το όλο ζήτημα οι δανειστές, εκείνο που μετράει είναι σε ποιο βαθμό θα ορίζεται προστατευόμενη η πρώτη κατοικία και με βάση ποια κριτήρια.
Κυβέρνηση και τράπεζες εξετάζουν το πρόγραμμα Εστία που ήδη με συναίνεση των δανειστών εφαρμόζεται στη Λευκωσία και προβλέπει δύο πυλώνες.
Ο πρώτος αφορά αφενός το «κούρεμα» σημαντικού ποσού του δανείου από την πλευρά των τραπεζών και αφετέρου την κρατική επιδότηση του 1/3 της δόσης που θα κληθεί να καταβάλει στην τράπεζα ο δανειολήπτης εφόσον ενταχθεί στο πρόγραμμα. Ο δεύτερος τους λοιπούς όρους της σύμβασης.
Όλα αυτά υπό την προϋπόθεση πως ο νόμος Κατσέλη θα πάψει να υπάρχει.
Μάλιστα, για το νέο αυτό πρόγραμμα είναι ενδεχόμενο να μη χρειάζεται νομοθετική ρύθμιση.
Η τράπεζα κάνοντας χρήση ανεξάρτητων εκτιμητών θα αποτιμήσει την παρούσα αξία του ενεχύρου- ακινήτου εφόσον αυτό αποτελεί πρώτη κατοικία.
Στη συνέχεια θα καλέσει τον δανειολήπτη και αφού διμερώς συμφωνηθούν τα δεδομένα μιας νέας σύμβασης, με ένα ανώτατο επιτόκιο
-πιθανόν υψηλότερο της προηγούμενης σύμβασης-, τότε η τράπεζα θα προχωρήσει σε «κούρεμα» της διαφοράς μεταξύ της αξίας του ακινήτου και του επιπλέον του δανείου από την αξία αυτήν. Ο δανειολήπτης θα πρέπει από εκεί και πέρα να πληρώνει τη ρύθμιση, διαφορετικά η ρύθμιση αυτή θα χαθεί.
Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών αναπροσαρμόζει τα πρότυπά της για την αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων προσπαθώντας να αντιμετωπίσει δύο ουσιαστικά προβλήματα:
Α. Στις χώρες όπου το πρόβλημα είναι έντονο οι λύσεις που μέχρι στιγμής εφαρμόζονται δεν έχουν ευδοκιμήσει.
Β. Είναι φανερός ο κίνδυνος μιας νέας κρίσης που μπορεί να πολλαπλασιάσει το πρόβλημα και σε άλλες χώρες.
Οι νέες δράσεις της EBA στηρίζονται σε 4 άξονες:
i) Αποτελεσματική εποπτεία ώστε να υπάρχει συνεργασία με τις τράπεζες προκειμένου αυτές να βελτιώσουν τις στρατηγικές για περιορισμό των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων.
ii) Μέτρα για τη βελτίωση της λειτουργίας μιας δευτερογενούς αγοράς που θα είναι αποτελεσματική και θα βοηθάει τις τράπεζες να μετακυλίουν κομμάτι του προβλήματος σε αυτήν την αγορά (πώληση «κόκκινων» δανείων και δι’ αυτής ανάκτηση μέρους αυτών κ.λπ.).
iii) Διαρθρωτικά μέτρα για τη βελτίωση του περιβάλλοντος που θα έχει ως αποτέλεσμα την αντιμετώπιση των NPEs (θεσμικές μεταβολές όπου απαιτείται κ.λπ.).
iv) Ενθάρρυνση της συνολικής αναδιάρθρωσης του τραπεζικού συστήματος.
Τα παραπάνω αποτελούν μια συνολική αντιμετώπιση του θέματος, όμως οι οδηγίες της EBA ενθαρρύνουν την κάθε μια τράπεζα να αντιμετωπίσει από μόνη της με την εφαρμογή και δικών της πολιτικών το πρόβλημα.
Αξιόπιστοι στόχοι μείωσης
Για πρώτη ίσως φορά οι ευρωπαϊκές αρχές κάνουν λόγο για δίκαιη μεταχείριση του δανειολήπτη, καθώς θέτουν θέμα εξέτασης του δανείου σε ολόκληρο τον κύκλο ζωής τους ως κομμάτι της γενικότερης στρατηγικής της κάθε τράπεζας. Αυτό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια έμμεση παραδοχή ότι δεν είναι μόνον ο δανειολήπτης που φταίει για το γεγονός πως το δάνειό του κατέληξε να μην αποπληρώνεται.
Οι οδηγίες έχουν διαμορφωθεί στο πλαίσιο μιας προληπτικής στρατηγικής και λαμβάνοντας υπόψη την επείγουσα ανάγκη να διασφαλιστεί το γεγονός ότι οι καταναλωτές - δανειολήπτες αντιμετωπίζονται δίκαια σε κάθε στάδιο του κύκλου ζωής του δανείου.
Η ανάπτυξη και η υλοποίηση μιας στρατηγικής αποτελεί το βασικό δομικό στοιχείο των κατευθυντήριων γραμμών για τη μείωση των NPEs.
Η στρατηγική των τραπεζών θα πρέπει να βασίζεται στην εκτίμηση πως πρέπει να καθοριστούν χρονικά δεσμευτικοί αλλά και αξιόπιστοι στόχοι μείωσης των «κόκκινων» δανείων, αφού πρώτα εξεταστούν όλες οι διαθέσιμες για τον σκοπό αυτό στρατηγικές.
Αναλογική προσέγγιση
Οι νέες κατευθυντήριες γραμμές της EBA προβλέπουν μια αναλογική προσέγγιση των βασικών στοιχείων της διακυβέρνησης αλλά και των πράξεων σχετικά με τη μείωση των NPEs. Την ίδια στιγμή θα πρέπει να αναπτυχθεί στις τράπεζες μοντέλο εσωτερικού ελέγχου για τις διαδικασίες παρακολούθησης των «κόκκινων» δανείων.
Η αποτελεσματική διακυβέρνηση καλύπτει όλες τις ευθύνες που έχουν οι τράπεζες, συμπεριλαμβανομένης της δίκαιης διαχείρισης των πελατών.
Οι κατευθυντήριες γραμμές τονίζουν ότι οποιαδήποτε μέτρα ανεκτικότητας πρέπει να χορηγούνται μόνο όταν επιδιώκουν μια βιώσιμη εξόφληση από τον δανειολήπτη και επομένως λαμβάνουν υπόψη τελικώς και τα συμφέροντα του δανειολήπτη.
Ενεργητικός ο έλεγχος
Ενεργητικός και όχι παθητικός θα είναι ο έλεγχος από τις τράπεζες της πορείας των «κόκκινων» δανείων.
Τα μέτρα ανεκτικότητας προς τους δανειολήπτες θα σχετίζονται με τη βιωσιμότητα των δανείων. Η τράπεζα θα εφαρμόζει πολιτικές και διαδικασίες για την έγκαιρη αξιολόγηση των οικονομικών δυσχερειών των δανειοληπτών και τον προσδιορισμό των μελλοντικών επισφαλών απαιτήσεων.
Οι κατευθυντήριες γραμμές θα βοηθούν τις τράπεζες στην εκτίμηση της μελλοντικής ταμειακής ροής κάθε δανείου που προκύπτει από μια ενεργητική διαχείριση, η οποία τελικώς θα οδηγεί τα πιστωτικά ιδρύματα σε ρυθμίσεις, πωλήσεις, πωλήσεις ενεχύρων, απομειώσεις και διαγραφές.
Ιδιαίτερα συχνή θα είναι η αποτίμηση των ενεχύρων των δανείων που αποτελούν και την ουσιαστική διασφάλιση του πιστωτικού ιδρύματος.
Τα εγχώρια ιδρύματα
Μεμονωμένα τα «κόκκινα» δάνεια δεν θα μπορέσουν ποτέ να σταματήσουν να υπάρχουν και έτσι θα συνεχίσουν να απομειώνουν τα κεφάλαια των εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων. Εξού και η Τράπεζα της Ελλάδος ΕΛΛ-0,80% ανέλαβε πρόσφατα σχετική πρωτοβουλία αντιμετώπισης του θέματος, η οποία πάντως θα μπορούσε να έχει λάβει χώρα πιθανόν νωρίτερα καθώς ανάλογες προτάσεις έχουν διατυπωθεί εδώ και μία τριετία, χωρίς ωστόσο να αποτελέσουν επιλογή των αρχών.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και έτσι ήρθε η ώρα. Αρκεί η πρόταση αυτή να λάβει το «καλώς έχειν» από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς παρά την κριτική που της ασκούν διεθνείς οίκοι και εγχώριοι αναλυτές.
Άλλωστε οι ελληνικές τράπεζες, αν και καταβάλλουν την προσπάθειά τους -και έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο-, βρίσκονται αρκετά πίσω από ένα επιθυμητό αποτέλεσμα.
Ακόμη όμως και εάν επιτευχθεί το αποτέλεσμα αυτό, υπό τα σημερινά δεδομένα είναι σχεδόν βέβαιο πως στις ελληνικές τράπεζες ένα γενναίο κούρεμα των «κόκκινων» δανείων θα τις οδηγήσει στην κεφαλαιαγορά να αναζητήσουν νέα κεφάλαια.
Σε ό,τι αφορά τις προσπάθειες των τραπεζών οι δανειολήπτες να αφήσουν την προστασία του νόμου Κατσέλη και να δεχθούν τις ρυθμίσεις των τραπεζών, τα αποτελέσματα δείχνουν να είναι πενιχρά και αφορούν κυρίως εκείνους των οποίων δεν αποτελούσε επιθυμία τους ο έλεγχος των λογαριασμών που το νέο θεσμικό πλαίσιο επιβάλλει.
Ανταλλαγή συμμετοχών
Στα μεσαία και μεγαλύτερα επιχειρηματικά δάνεια οι ελληνικές τράπεζες αρχίζουν να λαμβάνουν άλλου τύπου πρωτοβουλίες. Ως τέτοιες θα πρέπει να θεωρηθούν η ανταλλαγή συμμετοχών όπου οι μειοψηφικές συμμετοχές θα έρθουν να συναντήσουν τις πλειοψηφικές, σε μια προσπάθεια οι τράπεζες να μην μπλέκονται σε έναν κυκεώνα συνεννοήσεων μεταξύ τους, κάτι που πολύ συχνά δεν αποδίδει αφού τα συμφέροντα κάθε μιας τράπεζας είναι διαφορετικά από εκείνα της άλλης. Ο leader, λοιπόν, κάποιου ομολογιακού δανείου θα παίρνει και τις λοιπές συμμετοχές τις οποίες θα ανταλλάσσει με μειοψηφικά πακέτα που διατηρεί σε άλλα δάνεια.
Η πρώτη κατοικία στο τραπέζι των συζητήσεων
Καθώς ο νόμος Κατσέλη με την εκπνοή του έτους θα αποτελέσει παρελθόν, κυβέρνηση και τράπεζες συζητούν τα σχέδια που θα υπάρξουν για την προστασία της πρώτης κατοικίας. Μολονότι δεν είναι καθόλου βέβαιο πώς θα αντιμετωπίσουν το όλο ζήτημα οι δανειστές, εκείνο που μετράει είναι σε ποιο βαθμό θα ορίζεται προστατευόμενη η πρώτη κατοικία και με βάση ποια κριτήρια.
Κυβέρνηση και τράπεζες εξετάζουν το πρόγραμμα Εστία που ήδη με συναίνεση των δανειστών εφαρμόζεται στη Λευκωσία και προβλέπει δύο πυλώνες.
Ο πρώτος αφορά αφενός το «κούρεμα» σημαντικού ποσού του δανείου από την πλευρά των τραπεζών και αφετέρου την κρατική επιδότηση του 1/3 της δόσης που θα κληθεί να καταβάλει στην τράπεζα ο δανειολήπτης εφόσον ενταχθεί στο πρόγραμμα. Ο δεύτερος τους λοιπούς όρους της σύμβασης.
Όλα αυτά υπό την προϋπόθεση πως ο νόμος Κατσέλη θα πάψει να υπάρχει.
Μάλιστα, για το νέο αυτό πρόγραμμα είναι ενδεχόμενο να μη χρειάζεται νομοθετική ρύθμιση.
Η τράπεζα κάνοντας χρήση ανεξάρτητων εκτιμητών θα αποτιμήσει την παρούσα αξία του ενεχύρου- ακινήτου εφόσον αυτό αποτελεί πρώτη κατοικία.
Στη συνέχεια θα καλέσει τον δανειολήπτη και αφού διμερώς συμφωνηθούν τα δεδομένα μιας νέας σύμβασης, με ένα ανώτατο επιτόκιο
-πιθανόν υψηλότερο της προηγούμενης σύμβασης-, τότε η τράπεζα θα προχωρήσει σε «κούρεμα» της διαφοράς μεταξύ της αξίας του ακινήτου και του επιπλέον του δανείου από την αξία αυτήν. Ο δανειολήπτης θα πρέπει από εκεί και πέρα να πληρώνει τη ρύθμιση, διαφορετικά η ρύθμιση αυτή θα χαθεί.