Με μια νέα απόφασή του το Συμβούλιο της Επικρατείας δίνει ακόμη ένα γερό χτύπημα στους ελέγχους που πραγματοποιεί η φορολογική διοίκηση με άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών και σύγκριση των καταθέσεων με τη φορολογική δήλωση του ελεγχόμενου.
Πρόκειται για τους λεγόμενους ελέγχους για την αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας οι οποίοι έχουν δεχτεί απανωτά χτυπήματα μέσω της δικαστικής οδού, όπως για παράδειγμα την ακύρωσή τους για υποθέσεις πέραν την 5ετίας λόγω παραγραφής ή του μη χαρακτηρισμού ως "νέων στοιχείων" των καταθέσεων που δεν επιτρέπει την επέκταση του χρονικού ορίου της παραγραφής στη 10ετία.
Με την απόφαση 1895 του 2018, το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχτηκε προσφυγή φορολογούμενων στους οποίους η φορολογική διοίκηση είχε προχωρήσει σε έλεγχο για αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας και τους είχε ανοίξει τους τραπεζικούς λογαριασμούς. Η αρχή για τον έλεγχο έγινε επειδή τραπεζικοί τους λογαριασμοί βρέθηκαν στην περιβόητη λίστα Λαγκάρντ, δηλαδή τη λίστα καταθετών σε κατάστημα ελβετικής τράπεζας. Πρόκειται για οικονομολόγο και τη σύζυγό του δικηγόρο σε κοινούς και ατομικούς λογαριασμούς των οποίων εντοπίσθηκαν καταθέσεις ποσών που δεν μπορούσαν να δικαιολογηθούν από τα εισοδήματα που είχαν δηλώσει στις φορολογικές τους δηλώσεις.
Η φορολογική αρχή προχώρησε στην επιβολή τσουχτερών πρόσθετων φόρων και προστίμων που προσέγγισαν το 100% των ποσών που έκριναν οι ελεγκτές ότι απεκρύβησαν οι ελεγχόμενοι. Στην απόφαση τονίζεται συγκεκριμένα ότι "η φορολογική αρχή πρέπει, ιδίως, να διαπιστώσει, κατά τρόπο αρκούντως τεκμηριωμένο ότι ο επιτηδευματίας εισέπραξε το επίμαχο ποσό ως αμοιβή για την παροχή υπηρεσιών, στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας". Και προσθέτουν οι δικαστές: "η φορολογική αρχή δεν ανταποκρίνεται στο εν λόγω βάρος της σε περίπτωση, που δεν προβαίνει στην κατά τα ανωτέρω (τεκμηριωμένη) κρίση, αλλά απλώς θεωρεί ότι πρόκειται για περιουσιακή προσαύξηση άγνωστης προέλευσης (επομένως, δυνάμενη να προέρχεται και από πηγή ή αιτία μη αναγόμενη στην άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος) και, συνακόλουθα, …για εισόδημα από υπηρεσίες ελευθέριων επαγγελμάτων".
Τι σημαίνουν όλα τα παραπάνω με απλά λόγια; Ότι οι ελεγκτές, παρά το γεγονός ότι στους λογαριασμούς των ελεγχόμενων εντοπίζουν ποσά που δεν δικαιολογούνται από τα δηλωμένα εισοδήματα, θα πρέπει να πραγματοποιούν έρευνα για κάθε μια συναλλαγή που εντοπίζουν προκειμένου, στο μέτρο του εφικτού, να στοιχειοθετήσουν ότι πρόκειται για εισόδημα από άσκηση της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του ελεγχόμενου.
Στην περίπτωση που δεν στοιχειοθετούν ότι τα κατατεθειμένα ποσά προέρχονται από συγκεκριμένη πηγή, όπως είναι η άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας του ελεγχόμενου, τότε δεν στοιχειοθετείται και η απόκρυψη φορολογητέας ύλης από την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας.
Πρόκειται για τους λεγόμενους ελέγχους για την αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας οι οποίοι έχουν δεχτεί απανωτά χτυπήματα μέσω της δικαστικής οδού, όπως για παράδειγμα την ακύρωσή τους για υποθέσεις πέραν την 5ετίας λόγω παραγραφής ή του μη χαρακτηρισμού ως "νέων στοιχείων" των καταθέσεων που δεν επιτρέπει την επέκταση του χρονικού ορίου της παραγραφής στη 10ετία.
Με την απόφαση 1895 του 2018, το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχτηκε προσφυγή φορολογούμενων στους οποίους η φορολογική διοίκηση είχε προχωρήσει σε έλεγχο για αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας και τους είχε ανοίξει τους τραπεζικούς λογαριασμούς. Η αρχή για τον έλεγχο έγινε επειδή τραπεζικοί τους λογαριασμοί βρέθηκαν στην περιβόητη λίστα Λαγκάρντ, δηλαδή τη λίστα καταθετών σε κατάστημα ελβετικής τράπεζας. Πρόκειται για οικονομολόγο και τη σύζυγό του δικηγόρο σε κοινούς και ατομικούς λογαριασμούς των οποίων εντοπίσθηκαν καταθέσεις ποσών που δεν μπορούσαν να δικαιολογηθούν από τα εισοδήματα που είχαν δηλώσει στις φορολογικές τους δηλώσεις.
Η φορολογική αρχή προχώρησε στην επιβολή τσουχτερών πρόσθετων φόρων και προστίμων που προσέγγισαν το 100% των ποσών που έκριναν οι ελεγκτές ότι απεκρύβησαν οι ελεγχόμενοι. Στην απόφαση τονίζεται συγκεκριμένα ότι "η φορολογική αρχή πρέπει, ιδίως, να διαπιστώσει, κατά τρόπο αρκούντως τεκμηριωμένο ότι ο επιτηδευματίας εισέπραξε το επίμαχο ποσό ως αμοιβή για την παροχή υπηρεσιών, στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας". Και προσθέτουν οι δικαστές: "η φορολογική αρχή δεν ανταποκρίνεται στο εν λόγω βάρος της σε περίπτωση, που δεν προβαίνει στην κατά τα ανωτέρω (τεκμηριωμένη) κρίση, αλλά απλώς θεωρεί ότι πρόκειται για περιουσιακή προσαύξηση άγνωστης προέλευσης (επομένως, δυνάμενη να προέρχεται και από πηγή ή αιτία μη αναγόμενη στην άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος) και, συνακόλουθα, …για εισόδημα από υπηρεσίες ελευθέριων επαγγελμάτων".
Τι σημαίνουν όλα τα παραπάνω με απλά λόγια; Ότι οι ελεγκτές, παρά το γεγονός ότι στους λογαριασμούς των ελεγχόμενων εντοπίζουν ποσά που δεν δικαιολογούνται από τα δηλωμένα εισοδήματα, θα πρέπει να πραγματοποιούν έρευνα για κάθε μια συναλλαγή που εντοπίζουν προκειμένου, στο μέτρο του εφικτού, να στοιχειοθετήσουν ότι πρόκειται για εισόδημα από άσκηση της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του ελεγχόμενου.
Στην περίπτωση που δεν στοιχειοθετούν ότι τα κατατεθειμένα ποσά προέρχονται από συγκεκριμένη πηγή, όπως είναι η άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας του ελεγχόμενου, τότε δεν στοιχειοθετείται και η απόκρυψη φορολογητέας ύλης από την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας.