Νέα μεταρρύθμιση «κυοφορείται» στο Ασφαλιστικό παρά τις αλλεπάλληλες παρεμβάσεις που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια με τη «σφραγίδα» και των... δανειστών (από το 2010 και μετά) στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης και στις συντάξεις.
Ο στόχος που -και πάλι- τίθεται, είναι να μειωθεί η συνταξιοδοτική δαπάνη, η οποία αυξάνεται «απειλητικά» για τα δημοσιονομικά δεδομένα της χώρας «υπό την πίεση» της παρατεινόμενης ύφεσης, της διατήρησης της ανεργίας σε πρωτοφανή υψηλά ποσοστά, της εκτεταμένης εισφοροδιαφυγής, των μειώσεων των μισθών και των εσόδων από εισφορές αλλά και της αύξησης του αριθμού των συνταξιούχων.
Με βάση τα επίσημα στοιχεία, η συνταξιοδοτική δαπάνη «κινείται» περί τα 29 δισ. ευρώ, χωρίς να υπολογίζονται 153.000 απλήρωτες -«σε αναμονή»- συντάξεις, οι μετεκλογικές παροχές της κυβέρνησης και το κόστος στης ακύρωσης μνημονιακών περικοπών (θα εκτινασσόταν πάνω από τα 32-34 δισ.ευρώ).
«Ωρα μηδέν» (ξανά) για τις συντάξεις - Ερχεται νέα μεταρρύθμιση στο ασφαλιστικό
Τα στελέχη της κοινωνικής ασφάλισης αλλά και κυβερνητικοί παράγοντες παραδέχονται ότι χρειάζονται μέτρα, κυρίως για την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας του συστήματος. Η συνταξιοδοτική δαπάνη, σε απόλυτους αριθμούς, δεν έχει φτάσει ακόμη στα όρια του «συναγερμού» (32,7 ευρώ το 2009). Ωστόσο, «κινείται» στο 16,4% του ΑΕΠ, αν και ο υπολογισμός αυτός (ως ποσοστό του ΑΕΠ) αποτελεί «παγίδα», αφού το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν έχει... συρρικνωθεί.
Με ανάπτυξη και ΑΕΠ στα επίπεδα του 2008 (242,1 δισ. ευρώ), η συνταξιοδοτική δαπάνη στην Ελλάδα θα ήταν, ως ποσοστό, μόλις 12% (όσο είναι στη Γερμανία)! Η διαπίστωση αυτή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι όποιες νέες παραμετρικές αλλαγές και παρεμβάσεις αποφασιστεί να γίνουν για να... εξοικονομηθούν δαπάνες («μπλόκο» στις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις των «παλαιών» ασφαλισμένων, έμμεσες μειώσεις στις καταβαλλόμενες ή και στις μελλοντικές συντάξεις), το Ασφαλιστικό, ακόμη κι αν προβλεφθούν νέες πηγές χρηματοδότησης, δεν θα μπορεί να «σταθεί» αν δεν υπάρξει... ανάπτυξη.
Είναι αλήθεια ότι σε πολλά πράγματα κινούμαστε από τη μία άκρη στην άλλη, όπως το εκκρεμές. Δεν φαίνεται ότι μπορούμε εύκολα να ισορροπήσουμε σε ένα σημείο συνεννόησης με στόχο την αντιμετώπιση εξαιρετικά δύσκολων προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα και οι πολίτες.
Χαρακτηριστική περίπτωση μιας τέτοιας πρακτικής και μάλιστα διαχρονικά, αποτελεί το ασφαλιστικό. Είναι γεγονός ότι, όσο και αν κάποιοι επιμένουν να αγνοούν την πραγματικότητα, είναι αδύνατον να την προσπεράσουν με μια ευκαιριακή και επιφανειακή προσέγγιση.
Η πραγματικότητα λοιπόν με απλά λόγια και συγκεκριμένους αριθμούς, λέει ότι οι δαπάνες για συντάξεις το 2004 ήταν 21,3 δισ. ευρώ και έφθασε στα 32,7 δισ. το 2009 με βάση τα επίσημα απολογιστικά στοιχεία των Ταμείων και του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Η πρόβλεψη για την επόμενη πενταετία, με βάση όλες τις μελέτες, ήταν ότι μόλις το 2014 η ετήσια δαπάνη θα έφθανε τα 48 δισ. ευρώ, δηλαδή κοντά στο 18,5% του ΑΕΠ και όχι βέβαια του σημερινού ΑΕΠ, αλλά εκείνου που είχε προβλεφθεί πριν από την έλευση της κρίσης. Για δε το 2025 οι δαπάνες, σύμφωνα πάντα με τις ίδιες προβλέψεις, θα έφθαναν το 24% του ΑΕΠ. Ένα τεράστιο ποσό που δεν θα μπορούσε να αντέξει καμιά χώρα, όταν η μέση συνταξιοδοτική δαπάνη στις χώρες της Ε.Ε. ανέρχεται στο 11,4%.
Επομένως με βάση τα ανωτέρω στοιχεία και μόνο, η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού ήταν ή καλύτερα θα έπρεπε να ήταν, μια αυτονόητη προτεραιότητα. Είναι προφανές ότι εάν είχαν γίνει 10-15 χρόνια πριν οι διαρθρωτικές παρεμβάσεις, κυρίως της περιόδου 2010- 2013, θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί οι επώδυνες και βίαιες δημοσιονομικές προσαρμογές της ίδιας περιόδου.
Το γεγονός ότι δεν έγινε έγκαιρα η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού, οφείλεται στις εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις που κυριάρχησαν κάθε φορά, όταν αποτολμούσε οποιοσδήποτε να ανοίξει το θέμα. Ήταν η «λογική» των δύο άκρων στο εκκρεμές.
Στη μία άκρη ήταν όλοι αυτοί που ήθελαν μια μεταρρύθμιση «με εξίσωση των παροχών προς τα πάνω» και επειδή αυτό βέβαια δεν μπορούσε να γίνει ούτε για μια στιγμή, έστω και προεκλογική της μεταπολιτευτικής περιόδου, οι έχοντες τα προνόμια τα διατηρούσαν και τα διεύρυναν και όλοι οι άλλοι απλά παρακολουθούσαν.
Στην άλλη άκρη ήταν εκείνοι που με κάθε ευκαιρία και ειδικά όταν κλονιζόταν οικονομικά τα Ταμεία, θεωρούσαν ότι μπορούσαν να επιβάλουν μια κατεδάφιση του συστήματος, αφού κατά την άποψή τους το δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα θα πρέπει απλά να αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της φτώχειας και όχι να εξασφαλίζει ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης για τα άτομα της τρίτης ηλικίας.
Σε μια ανάλογη κατάσταση βρισκόμαστε και σήμερα.
Η κυβέρνηση ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό μια πρακτική που κυριαρχείται από τις ιδεοληψίες του παρελθόντος, σαν να θέλει να ξορκίσει την πραγματικότητα. Εγκλωβισμένη και στις προεκλογικές της εξαγγελίες, αρνείται να εφαρμόσει ένα μεγάλο μέρος των διαρθρωτικών αλλαγών που έχουν ψηφιστεί τα προηγούμενα χρόνια.
Από την άλλη πλευρά, η κυρίαρχη άποψη που επικρατεί στους «θεσμούς» και ορισμένους «δικούς μας» υποστηρικτές τους, είναι ότι απαιτούνται νέες ανατροπές.
Αγνοούν όλοι αυτοί ορισμένα πολύ βασικά πράγματα, σε σχέση με τις εξελίξεις στον συγκεκριμένο τομέα και το πώς έχει διαμορφωθεί η κατάσταση τα τελευταία χρόνια.
Είναι αλήθεια ότι η συνταξιοδοτική δαπάνη στην Ελλάδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ που κινείται κοντά στο 16%, είναι με βάση το συγκεκριμένο κριτήριο, από τις μεγαλύτερες μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών.
Όμως δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, ότι μιλάμε για ένα ΑΕΠ που μειώθηκε κατά 25% περίπου τα χρόνια της κρίσης, κάτι που δεν έχει συμβεί σε καμιά άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Επομένως, παρά τις μεγάλες μειώσεις στις συντάξεις, 26% κατά μέσο όρο, είναι λογικό να βρισκόμαστε στα υψηλότερα επίπεδα δαπάνης, ως ποσοστό του ΑΕΠ, λόγω δραματικής μείωσης του ΑΕΠ και παρά τη μείωση της δαπάνης σε απόλυτους αριθμούς.
Το συμπέρασμα λοιπόν είναι, ότι η προσπάθεια πρέπει να γίνει στην κατεύθυνση αύξησης του ΑΕΠ, δηλαδή στην ανάπτυξη, στις επενδύσεις, στην ενίσχυση της απασχόλησης και όχι σε μια λογική περαιτέρω μείωσης των εισοδημάτων.