Μεγάλη πληγή για τη χώρα αποτελεί το δυσθεώρητο χρέος, η συζήτηση για ελάφρυνση του οποίου προκαλεί αναταράξεις και δημιουργεί σενάρια για νέα σκληρά μέτρα.
Είναι το μεγαλύτερο μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης και το δεύτερο μεγαλύτερο στον κόσμο μετά της Ιαπωνίας.
«Φλερτάρει» με το εξωπραγματικό ποσοστό του 200%, συγκρινόμενο με το ΑΕΠ. Άρα, για να δανειστούμε μια φράση ιστορική του Ανδρέα Παπανδρέου, «έχει καταπιεί τη χώρα;»
Η απάντηση είναι... όχι. ’Η, τουλάχιστον, όχι ακόμα. Αν οι μεταρρυθμίσεις υλοποιηθούν δημιουργώντας ανάπτυξη, σε ένα ευνοϊκότερο διεθνές περιβάλλον, μπορεί το επόμενο διάστημα, ακόμη και το ελληνικό χρέος να καταστεί πλήρως διαχειρίσιμο.
Τι συμβαίνει με το χρέος - Θα καταπιεί τελικά τη χώρα;
Καμία χώρα δεν εξαφανίστηκε και καμία οικονομία δεν έπαψε να υπάρχει λόγω του δυσβάσταχτου χρέους της. Η Ελλάδα είχε ανάλογα επίπεδα χρέους πέντε φορές στη σύγχρονη ιστορία της. Η τελευταία ήταν πριν από 114 χρόνια, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Λίγα χρόνια μετά η χώρα σχεδόν διπλασιάστηκε εδαφικά και ακολούθησε μια ισχυρή μεταρρυθμιστική αλλαγή στα χρόνια της διακυβέρνησης Βενιζέλου.
Πώς μπορεί να επαναληφθεί το ίδιο; Η συνταγή είναι απλή και δεν περιλαμβάνει τη σκόπιμη στάση πληρωμών που ισοδυναμεί με αυτοκτονία, σβήνοντας τη χώρα από τον χάρτη των αγορών για δεκαετίες.
Εκτός ακραίων σεναρίων και στην παγκόσμια οικονομική ιστορία το χρέος μειώνεται με συγκεκριμένους τρόπους:
Μεγέθυνση της οικονομίας με πληθωρισμό και ρύθμισή του.
Επέκταση των λήξεων και των πληρωμών για τόκους και ανάπτυξη που θα αυξήσει το ΑΕΠ και θα μειώσει, αντιστρόφως, το χρέος ως ποσοστό του. Είναι άλλο να παράγεις 180 δισ. με χρέος 300 δισ. και άλλο να παράγεις 300 δισ. ευρώ. Εδώ εντάσσεται και η συζήτηση περί χαλάρωσης των στόχων για τα πλεονάσματα, ώστε να απελευθερωθούν πόροι για την οικονομία.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, αυτή τη φορά, υπάρχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Το 80% του χρέους μας είναι «παρκαρισμένο» στις χώρες της Ευρωζώνης, του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι σε μία ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο (παγκόσμια ύφεση) το κράτος δεν αντιμετωπίζει ιδιώτες τραπεζίτες, και επιτόκια που μπορεί από το 1% να φθάσουν σε μία διετία στο 4%. Δεν είναι εκτεθειμένο δηλαδή στον κίνδυνο των αγορών. Είναι ευκολότερα στο πλαίσιο μίας πολιτικής συμφωνίας (ΔΝΤ, Βερολίνο, Βρυξέλλες) να μετακυλιστούν οι λήξεις, να σταθεροποιηθούν τα επιτόκια σε χαμηλά επίπεδα και να κερδηθούν περιόδοι χάριτος (χαμηλές έως πολύ χαμηλές καταβολές για κάποιες περιόδους, έστω και με σκληρό αντίτιμο σε μέτρα και δεσμεύσεις).
Θα αποπληρώσουμε δηλαδή 300 δισ. ευρώ σε βάθος 30ετίας με κυμαινόμενα επιτόκια που μπορεί ξαφνικά να βρεθούν στο 3% - 4% ή 300 δισ. σε βάθος 60 ετών με κλειδωμένα επιτόκια πέριξ του 1,5%.
Σε αυτό το σημείο βρισκόμαστε τώρα. Γι΄ αυτό υπάρχει τέτοιας έντασης τριβή μεταξύ όλων των παιχτών, Ε.Ε., ΔΝΤ, ESM και Αθήνας.
Η αποπληρωμή των χρεών μας δεν γίνεται προς κάποια απροσδιόριστη θεσμική ή κρατική οντότητα. Πρόκειται για δάνεια που θα πρέπει να επιστρέψουμε στους υπόλοιπους φορολογούμενους της Ευρωζώνης.
Την ίδια στιγμή, οι ελληνικές κυβερνήσεις θα πρέπει να αποχαιρετίσουν το πελατειακό κράτος που πνίγει κάθε ιδιωτική πρωτοβουλία και να αποδεχθούν μία σύγχρονη, λειτουργική κρατική δομή που προωθεί την ανάπτυξη και προσελκύει επενδύσεις. Με απλά λόγια, δεν θα χρειάζεται μία βιομηχανική επένδυση τέσσερα με πέντε χρόνια για να ξεκινήσει να λειτουργεί αλλά μερικούς μήνες. Όπως σε όλο τον υπόλοιπο πλανήτη. Οι αγορές φαίνεται να θεωρούν πως με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο πλησιάζει χρονικά η ώρα για μια νέα ρύθμιση του χρέους και εκτός πολύ σοβαρού απροόπτου, αυτή θα είναι de facto προς την κατεύθυνση της ελάφρυνσης (μικρής ή μεγάλης). Γι’ αυτό το κόστος δανεισμού της χώρας πέφτει το τελευταίο διάστημα, αν και η οποιαδήποτε ισορροπία παραμένει εξαιρετικά εύθραυστη, με δεδομένη την υψηλής έντασης δυσκολία που συνοδεύει τις διαπραγματεύσεις, σε ένα ιδιαίτερα ρευστό πολιτικό περιβάλλον διεθνώς.
Όσο και να φαίνεται παράξενο, η Ελλάδα έχει να αντιμετωπίσει μέχρι το 2022 σχετικά μικρές λήξεις, συγκριτικά με άλλες χώρες, λόγω των ρυθμίσεων χρέους που έγιναν τα προηγούμενα έτη. Η μέση λήξη του ελληνικού χρέους είναι κοντά στα 17 έτη όταν της Πορτογαλίας και των περισσοτέρων χωρών της Ευρωζώνης είναι κάτω από τα 10 έτη.
Ένας από τους στόχους ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους είναι η εξομάλυνση των λήξεων για τη δύσκολη περίοδο 2022- 2024 που αυξάνουν σημαντικά, αθροίζοντας σωρευτικά σύμφωνα με εκτιμήσεις άνω των 86 δισ. ευρώ. Στόχος των σχεδίων αναδιάρθρωσης που ψήνονται στο παρασκήνιο είναι η χώρα να έχει λίγο πολύ σχετικά περιορισμένα έξοδα για την εξυπηρέτηση του χρέους για όλο το διάστημα της επόμενης 10ετίας -15ετίας.
Εάν η χώρα δεν είχε σπαταλήσει πολύτιμο, πολυτιμότατο χρόνο να ζητά κούρεμα του χρέους, με αποκορύφωμα τις ατυχείς διαπραγματεύσεις στο πρώτο εξάμηνο του 2015, και είχε επικεντρώσει στα μέτρα ελάφρυνσης, το τοπίο μπορεί να ήταν πολύ διαφορετικό τώρα.
Γιατί, άραγε, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Κύπρος δεν ζητούσαν «κούρεμα» όπως εμείς; Τώρα είναι εκτός μνημονίων και εμείς, κατά πολλούς περιμένουμε και τέταρτο, ιδίως αφού η πολυπόθητη επιστροφή της χώρας στις διεθνείς αγορές το 2017 περνά μέσα από δύσκολες διαπραγματεύσεις, για δεύτερη αξιολόγηση, χρέος και πλεονάσματα. Διαπραγματεύσεις που μπορούν να ροκανίσουν ακόμη περισσότερο χρόνο, από εκείνον που η χώρα επί της ουσίας δεν διαθέτει πια, αφού σε 19 μήνες λήγει το τρέχον πρόγραμμα.