Είναι προφανές ότι σε ένα ασφαλιστικό σύστημα που είναι διανεμητικό και αναδιανεμητικό, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, οι αντοχές των Ταμείων έχουν να κάνουν με δύο βασικά και απλά πράγματα:
Την αναλογία ασφαλισμένων-συνταξιούχων και τα εισοδήματα των εργαζομένων, αφού οι δαπάνες για τις συντάξεις καλύπτονται από τις εισφορές και τους φόρους των εργαζομένων σε ένα, όπως είπαμε, διανεμητικό και αναδιανεμητικό μοντέλο.
Ένα ασφαλιστικό σύστημα είναι βιώσιμο όταν σε κάθε συνταξιούχο αναλογούν τέσσερις τουλάχιστον εργαζόμενοι. Στην περίπτωση που υπάρχει συμμετοχή του κράτους στη χρηματοδότηση, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα και σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες, για την κύρια σύνταξη, τότε ακόμη και μια αναλογία τρεις εργαζόμενοι για κάθε συνταξιούχο εξασφαλίζουν οικονομική ισορροπία στο σύστημα .
Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια οι εργαζόμενοι με κάθε δραστηριότητα, δηλαδή μισθωτοί, ελεύθεροι επαγγελματίες και αγρότες είναι περίπου 3.650.000. Την ίδια στιγμή οι συνταξιούχοι πλησιάζουν τα 2.700.000. Αυτό σημαίνει ότι σε κάθε συνταξιούχο αντιστοιχούν μόλις 1,35 εργαζόμενοι. Στην πραγματικότητα όμως η ανωτέρω αριθμητική σχέση είναι ακόμη δυσμενέστερη, αφού οι καταβάλλοντες εισφορές από όλους τους ανωτέρω εργαζόμενους δεν ξεπερνούν τα 2.600.000.
Παράλληλα για να καταβληθούν συντάξεις κατά μέσο όρο 850 ευρώ μεικτά τον μήνα, οι αποδοχές των εργαζομένων θα πρέπει να είναι αρκετά υψηλότερες και αυτό δεν συμβαίνει πλέον.
Με απλά λόγια και απλή αριθμητική για να πληρωθούν συντάξεις των 850 ευρώ και με δεδομένο ότι το μέσο εισόδημα με βάση το οποίο το 2017 θα πληρωθούν οι εισφορές, αναμένεται να διαμορφωθεί στα 980 ευρώ, θα έπρεπε εκτός από τη συμμετοχή του κράτους κατά το 1/3, να καταβάλουν με συνέπεια εισφορές 6.250.000 εργαζόμενοι!..
Οι εργαζόμενοι όμως, είναι μόλις 3.650.000 και επειδή από αυτούς δεν καταβάλει ένας μεγάλος αριθμός τις εισφορές του, τα συνολικά έσοδα από εισφορές, ρυθμίσεις, αξιοποίηση περιουσίας κ.λπ. δεν θα ξεπεράσουν τα 12 δισ. ευρώ το 2017, σύμφωνα και με τις προβλέψεις του Κοινωνικού Προϋπολογισμού που κατατέθηκε στη Βουλή στις αρχές της εβδομάδας.
Έτσι λοιπόν θα υποχρεωθεί το Δημόσιο, δηλαδή οι φορολογούμενοι πολίτες, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ίδιοι οι συνταξιούχοι να καταβάλουν 17,5 δισ. ευρώ για την κάλυψη των 29,5 δισ. που είναι η δαπάνη για τις συντάξεις. Αυτή είναι η πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί όχι μόνο για το 2017, αλλά και για τα προηγούμενα χρόνια και όπως φαίνεται και για τα επόμενα .
Και βέβαια δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά, αφού οι συνταξιούχοι είναι αυτοί που δεν φταίνε και μάλιστα έχουν πληρώσει με τις μεγάλες περικοπές ακριβά την κρίση.
Θα μπορούσε να γίνει μια ανάλυση για τις αιτίες που μας οδήγησαν μέχρι εδώ, για τα αποθεματικά που δεν αξιοποιήθηκαν, τους πόρους που κατασπαταλήθηκαν, τα προνόμια που εφαρμόστηκαν και ο ανορθολογισμός που επικράτησε για πολλά χρόνια, για την εισφοροδιαφυγή και εισφοροκλοπή και πολλά άλλα. Το θέμα όμως είναι τι γίνεται σήμερα.
Το πρώτο είναι να μην επαναληφθούν λάθη και καταστροφικές επιλογές του παρελθόντος.
Το δεύτερο και σοβαρότερο έχει να κάνει με την αντιμετώπιση των σημερινών αιτιών που δημιουργούν το πρόβλημα.
Η σημερινή σχεδόν αποκλειστική αιτία για το νέο πρόβλημα και μιλάμε για τα τελευταία χρόνια, είναι η συνεχής απόκλιση από τις όποιες προβλέψεις και η επιδείνωση όλων των μακροοικονομικών μεγεθών.
Οι δαπάνες δεν μπορούν περαιτέρω να μειωθούν, αφού είναι έξω από κάθε λογική να συζητάμε για νέες μειώσεις στις συντάξεις.
Εκείνο για το οποίο μπορούμε και πρέπει να μιλάμε είναι η ανάπτυξη, με νέες θέσεις εργασίας που δεν θα είναι τα τετράωρα και τα τρίωρα, που δεν θα είναι απασχόληση με 200 και 300 ευρώ τον μήνα, αλλά, με πλήρη απασχόληση και αξιοπρεπείς αποδοχές.
Εκείνο για το οποίο θα πρέπει να μιλάμε και δυστυχώς δεν ασχολούμαστε, είναι το νέο παραγωγικό μοντέλο της χώρας που οδηγεί σε ενίσχυση της ανταγωνιστικής θέσης των ελληνικών επιχειρήσεων και δημιουργεί νέο πλούτο και επενδύσεις.
Όλα τα υπόλοιπα, η μετάθεση των ευθυνών, τα επικοινωνιακά παιχνίδια, οι παλαιοκομματικές πρακτικές, απλά διαιωνίζουν τα μεγάλα προβλήματα.
Παράλληλα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το πολιτικό προσωπικό της χώρας και κυρίως όσοι έχουν την ευθύνη διακυβέρνησής της, είναι κατώτεροι των περιστάσεων.