Σε επίπεδα σημαντικά χαμηλότερα του ευρωπαϊκού μέσου όρου κινείται η αγοραστική δύναμη ή το διαθέσιμο εισόδημα ανά κάτοικο στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία ετήσια έρευνας της GfK, η οποία καλύπτει 42 χώρες.
Συγκεκριμένη, με μέση τιμή της τάξης των 9.313 ευρώ σε αγοραστική δύναμη ή διαθέσιμο εισόδημα, η Ελλάδα βρίσκεται στην 22η θέση παραμένοντας σταθερή σε σχέση με το 2015 στην ευρωπαϊκή κατάταξη.
Όμως, το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων καταναλωτών είναι περίπου κατά ένα τρίτο χαμηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, καθώς σύμφωνα με τη GfK αντιστοιχεί στο 68,1% του μέσου όρου στις χώρες της έρευνας, ο οποίος διαμορφώθηκε στα 13.672 ευρώ για τη φετινή χρονιά. Επίσης, η ονομαστική μείωση στην Ελλάδα είναι της τάξεως του 0,2%, όταν στην Ευρώπη υπήξε αύξηση 0,3% σε ονομαστική αξία της κατά κεφαλήν αγοραστικής δύναμης.
Περιφέρειες
Συγκρίνοντας τις 14 περιφέρειες της Ελλάδας, οι κάτοικοι της Αττικής, παρουσιάζουν την υψηλότερη μέση αγοραστική δύναμη.
Με 10.783 ευρώ κατά κεφαλήν αγοραστική δύναμη, έχουν 16% περισσότερο διαθέσιμο εισόδημα από το μέσο όρο της χώρας, αλλά παρόλα αυτά παραμένουν πίσω κατά 21% από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αυτό τους τοποθετεί περίπου στο ίδιο επίπεδο αγοραστικής δύναμης με τους κατοίκους της Πορτογαλίας (κατάταξη 20ή στην Ευρώπη).
Πιο κοντά στη μέση τιμή της χώρας εμφανίζεται η Κεντρική Μακεδονία με 9.244 ανά κάτοικο.
Ενδιαφέρον στοιχείο το γεγονός ότι η Κρήτη κατατάσσεται τελευταία ανάμεσα στις 14 περιφέρειες με κατά κεφαλή αγοραστική δύναμη 7.331 ευρώ, ποσό που είναι 21% χαμηλότερο από το μέσο όρο της χώρας και κατά προσέγγιση ίσο με το διαθέσιμο εισόδημα των κατοίκων της Τσεχίας (26η στην Ευρώπη).
Ευρώπη
Σύμφωνα με την μελέτη της GfK, οι Ευρωπαίοι διαθέτουν συνολικά 9,18 τρισ. ευρώ για κατανάλωση και αποταμίευση. Αυτό σημαίνει μέση κατά κεφαλή αγοραστική δύναμη της τάξης των 13.672 ευρώ για τις 42 χώρες που αξιολογήθηκαν στην έρευνα, το οποίο αντιστοιχεί σε ονομαστική αύξηση της τάξης περίπου του 0,3%. Η χαμηλή ανάπτυξη στην ευρωπαϊκή μέση κατά κεφαλή αγοραστική δύναμη οφείλεται, μεταξύ άλλων παραγόντων, στην ισοτιμία συναλλάγματος και στη στασιμότητα της ανάπτυξης σε κάποιες από τις μεγαλύτερες χώρες. Παρόλα αυτά, πολλές χώρες έχουν ρυθμό ανάπτυξης πάνω από 5%, περιλαμβανομένων τω Ισλανδίας, Βουλγαρίας, Ρουμανίας, Εστονίας, Τσεχίας, Βοσνίας, Κροατίας, Μάλτας, Σλοβακίας, Λουξεμβούργου και Λετονίας.
Υπάρχει ακόμα σημαντική διαφοροποίηση ανάμεσα στα καθαρά εισοδήματα στην Ευρώπη. Κάτοικοι του Λιχτενστάιν, της χώρας με τη μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη, έχουν σχεδόν ογδόντα φορές περισσότερη αγοραστική δύναμη ανά άτομο από τους κατοίκους της Ουκρανίας, η οποία παρουσιάζει τη χαμηλότερη αγοραστική δύναμη στην Ευρώπη. Οι τέσσερις χώρες με τον υψηλότερο πληθυσμό -Γερμανία, Βρετανία, Γαλλία και Ιταλία- αντιπροσωπεύουν περίπου το 40% του ευρωπαϊκού πληθυσμού και το 60% της αγοραστικής δύναμης της ηπείρου.
Ακόμα και ανάμεσα στην πρώτη δεκάδα των χωρών, το Λιχτενστάιν και η Ελβετία ξεπερνούν σημαντικά τις άλλες χώρες με αγοραστική δύναμη 3 εως 4,6 φορές (αντίστοιχα) υψηλότερη του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Αρκετά χαμηλότερα, τρίτο, ακολουθεί το Λουξεμβούργο, με 2,2 φορές υψηλότερα του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Όλες οι υπόλοιπες χώρες της δεκάδας εμφανίζουν τουλάχιστον 1,5 φορά υψηλότερα επίπεδα από τη μέση Εευρωπαϊκή κατά κεφαλή αγοραστική δύναμη.
Ανακατάταξη παρατηρείται ανάμεσα στις χώρες της πρώτης δεκάδας σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, κυρίως λόγω συναλλαγματικής ισοτιμίας. Το Λουξεμβούργο ξεπερνά τη Νορβηγία για να καταλάβει την τρίτη θέση, ενώ η Ισλανδία ανεβαίνει τρεις θέσεις φτάνοντας στην πέμπτη και η Βρετανία πέφτει τέσσερις θέσεις αγγίζοντας τη δέκατη.