Το ΙΕΛΚΑ (Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών) πραγματοποίησε έρευνα καταναλωτών, με δείγμα 1.050 ατόμων την περίοδο 18 έως 19 Μαρτίου 2020 με θέμα τις καταναλωτικές συνήθειες των καταναλωτών λόγω της εμφάνισης του ιού VODID-19 στην Ελλάδα.
Τα αποτελέσματα δείχνουν σαφή μείωση της ανησυχίας του καταναλωτικού κοινού, εμπιστοσύνη ότι υπάρχουν επαρκή αποθέματα και θετική αξιολόγηση της πολιτείας, των εταιρειών και του προσωπικού των σουπερμάρκετ.
Κατά μέσο όρο ανά κατηγορία το 70% των καταναλωτών έχουν αποθηκεύσει βασικά είδη για τουλάχιστον 1 εβδομάδα και σε αρκετά βασικά τρόφιμα όπως ζυμαρικά και ρύζι τουλάχιστον το 50% έχουν αποθηκεύσει βασικά τρόφιμα για πάνω από 2-3 εβδομάδες.
Η αποθήκευση των τροφίμων σε συνδυασμό με τις διαβεβαιώσεις της αγοράς για την επάρκεια των ειδών έχουν οδηγήσει σε σαφή μείωση της ανησυχίας του κοινού. Μόνο το 9% του κοινού δηλώνει ότι δεν εμπιστεύεται ότι τα σουπερμάρκετ έχουν επαρκή αποθέματα τροφίμων. Το ποσοστό αυτό είναι αμετάβλητο ανάμεσα στις δύο μετρήσεις 9-12 Μαρτίου και 18-19 Μαρτίου.
Οι καταναλωτές πλέον δηλώνουν ότι κάνουν μικρότερες χρονικά επισκέψεις στο σουπερμάρκετ (ποσοστό 68%), αλλά και λιγότερες επισκέψεις στο σουπερμάρκετ, καθώς έχουν μειωθεί σαφώς οι ανάγκες τους σε τρόφιμα, αλλά και υπό τον φόβο της μετάδοσης του ιού COVID-19.
Παράλληλα ένα ποσοστό της τάξης του 10% δηλώνει ότι έχει αυξήσει τις αγορές τροφίμων μέσω διαδικτύου, πολύ αυξημένο σε σχέση με το 1-2% που αγόραζε online πριν την κρίση, αλλά και το 6% της προηγούμενης μέτρησης στις 9-12 Μαρτίου. Αυτοί είναι και οι κύριοι λόγοι που μόνο 8% των καταναλωτών θεωρούν αναγκαίο το άνοιγμα των καταστημάτων τις Κυριακές και μόνο 11% την επέκταση του ωραρίου λειτουργίας.
Αναμφίβολα σημαντικό ρόλο στη διαφωνία του κοινού με την επέκταση του ωραρίου παίζει ο ιδιαίτερα θετικός ρόλος που έχουν παίξει όλοι οι παράγοντες της αγοράς και ιδιαίτερα το προσωπικό των σουπερμάρκετ, το οποίο κλήθηκε να αντιμετωπίσει πρωτοφανείς συνθήκες το προηγούμενο διάστημα.
Θετικά αξιολογείται ο ρόλος του προσωπικού των σουπερμάρκετ από το 75% του κοινού και του σουπερμάρκετ γενικά από το 68%. Θετικά αποτιμάται ο ρόλος και των προμηθευτών και της βιομηχανίας τροφίμων σε ποσοστό 58%, αλλά και της πολιτείας σε ποσοστό 65%.
Τα αποτελέσματα δείχνουν σαφή μείωση της ανησυχίας του καταναλωτικού κοινού, εμπιστοσύνη ότι υπάρχουν επαρκή αποθέματα και θετική αξιολόγηση της πολιτείας, των εταιρειών και του προσωπικού των σουπερμάρκετ.
Κατά μέσο όρο ανά κατηγορία το 70% των καταναλωτών έχουν αποθηκεύσει βασικά είδη για τουλάχιστον 1 εβδομάδα και σε αρκετά βασικά τρόφιμα όπως ζυμαρικά και ρύζι τουλάχιστον το 50% έχουν αποθηκεύσει βασικά τρόφιμα για πάνω από 2-3 εβδομάδες.
Η αποθήκευση των τροφίμων σε συνδυασμό με τις διαβεβαιώσεις της αγοράς για την επάρκεια των ειδών έχουν οδηγήσει σε σαφή μείωση της ανησυχίας του κοινού. Μόνο το 9% του κοινού δηλώνει ότι δεν εμπιστεύεται ότι τα σουπερμάρκετ έχουν επαρκή αποθέματα τροφίμων. Το ποσοστό αυτό είναι αμετάβλητο ανάμεσα στις δύο μετρήσεις 9-12 Μαρτίου και 18-19 Μαρτίου.
Οι καταναλωτές πλέον δηλώνουν ότι κάνουν μικρότερες χρονικά επισκέψεις στο σουπερμάρκετ (ποσοστό 68%), αλλά και λιγότερες επισκέψεις στο σουπερμάρκετ, καθώς έχουν μειωθεί σαφώς οι ανάγκες τους σε τρόφιμα, αλλά και υπό τον φόβο της μετάδοσης του ιού COVID-19.
Παράλληλα ένα ποσοστό της τάξης του 10% δηλώνει ότι έχει αυξήσει τις αγορές τροφίμων μέσω διαδικτύου, πολύ αυξημένο σε σχέση με το 1-2% που αγόραζε online πριν την κρίση, αλλά και το 6% της προηγούμενης μέτρησης στις 9-12 Μαρτίου. Αυτοί είναι και οι κύριοι λόγοι που μόνο 8% των καταναλωτών θεωρούν αναγκαίο το άνοιγμα των καταστημάτων τις Κυριακές και μόνο 11% την επέκταση του ωραρίου λειτουργίας.
Αναμφίβολα σημαντικό ρόλο στη διαφωνία του κοινού με την επέκταση του ωραρίου παίζει ο ιδιαίτερα θετικός ρόλος που έχουν παίξει όλοι οι παράγοντες της αγοράς και ιδιαίτερα το προσωπικό των σουπερμάρκετ, το οποίο κλήθηκε να αντιμετωπίσει πρωτοφανείς συνθήκες το προηγούμενο διάστημα.
Θετικά αξιολογείται ο ρόλος του προσωπικού των σουπερμάρκετ από το 75% του κοινού και του σουπερμάρκετ γενικά από το 68%. Θετικά αποτιμάται ο ρόλος και των προμηθευτών και της βιομηχανίας τροφίμων σε ποσοστό 58%, αλλά και της πολιτείας σε ποσοστό 65%.