«Κανένα υφεσιακό μέτρο που θα υπονομεύει την ανάπτυξη -το πείραμα αρκετά κράτησε», υπογραμμίζονταν στην άτυπη ενημέρωση του Μαξίμου προχθές το βράδυ.
«Δεν δεχόμαστε υφεσιακά μέτρα», είχε δηλώσει ο πρωθυπουργός μετά τη συνάντησή του με τον Ζ. Κ. Γιούνκερ.
Υφεσιακά μέτρα δεν είναι μόνον η άμεση περικοπή των ονομαστικών αποδοχών, είναι και τα μέτρα που συρρικνώνουν την κατανάλωση ή εμποδίζουν τις επενδύσεις και την τόνωση της απασχόλησης.
Το περασμένο Σάββατο η ελληνική κυβέρνηση κατέθεσε στις Βρυξέλλες τη νέα αναθεωρημένη πρότασή της, η οποία προβλέπει επιπλέον έσοδα 3,620 δισ. ευρώ φέτος και 5,944 δισ. το 2106. Όμως, παρά τις κυβερνητικές εξαγγελίες, πολλά από τα κυριότερα μέτρα που περιλαμβάνονται στην πρόταση, για συνολικά έσοδα 9,554 δισ. ευρώ στη διετία, χαρακτηρίζονται ως κατ’ εξοχήν υφεσιακά, καθώς πλήττουν τις επιχειρήσεις και την κατανάλωση.
Πλανώνται πλάνην οικτράν όσοι θεωρούν ότι η αύξηση του συντελεστή φορολόγησης των εταιρικών κερδών από 26% στο 29% σε 14.930 επιχειρήσεις με κέρδη πάνω από 100.000 ευρώ και η επιβολή έκτακτης εισφοράς 12% επί των κερδών των μεγάλων επιχειρήσεων προάγει την κοινωνική δικαιοσύνη, ικανοποιώντας το περί «δικαίου» κοινό αίσθημα. Οι επιχειρήσεις αυτές συντηρούν σήμερα την απασχόληση, κάνουν επενδύσεις και πραγματοποιούν εξαγωγές. Είναι προφανές ότι θα υποχρεωθούν σε επιχειρηματική αναδίπλωση, αναβάλλοντας επενδυτικές κινήσεις ή περικόπτοντας άλλες δαπάνες ή και μειώνοντας την απασχόληση.
Δυστυχώς, όπως έχει αποδείξει και η πρόσφατη ελληνική εμπειρία, η αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης έχει σοβαρές παρενέργειες. Ωθεί στη φοροδιαφυγή, την αδήλωτη εργασία, την εισφοροδιαφυγή. Επιχειρήσεις μεταφέρουν την έδρα τους στο εξωτερικό, από το Λιχτενστάιν έως τη γειτονική Βουλγαρία, η οποία έχει ιδιαίτερα χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές. Την τελευταία δε προτιμούν ελληνικές επιχειρήσεις μεσαίου μεγέθους...