Την περίπτωση της Ισλανδίας με τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα, την κατάρρευση των τραπεζών της, τους ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων, περιγράφουν σε άρθρο τους οι Financial Times.
Μια οικονομία που λειτούργησε άψογα και που θα μπορούσε να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση για ολόκληρη την Ευρώπη.
Αναλυτικά το άρθρο αναφέρει:
Από τότε που το τραπεζικό σύστημα της Ισλανδίας κατέρρευσε στα τέλη του 2008, το μικρό νησιωτικό κράτος αποτελεί ένα πρωτοποριακό αντιπαράδειγμα στον τρόπο με τον οποίο η Ευρώπη χειρίστηκε την κρίση χρέους.
Όταν οι ισλανδικές τράπεζες - οι οποίες έφτασαν να έχουν κεφάλαια ίσα με το ετήσιο εισόδημα της χώρας 10 φορές - δεν μπορούσαν πλέον να αναχρηματοδοτήσουν το χρέος τους, η κυβέρνηση του Ρέικιαβικ έκανε τρία πράγματα.
Αναδιάρθρωσε τις τράπεζες, αφήνοντας τους πιστωτές να μάχονται για τα απομεινάρια, ενώ οι νέες τράπεζες συνέχισαν να εξυπηρετούν την τοπική οικονομία. Άφησε το νόμισμα να κατρακυλήσει. Κι επέβαλε έλεγχους στο συνάλλαγμα, αποτρέποντας τον μαζικό εκπατρισμό ξένων κεφαλαίων.
Οι ηγέτες της ευρωζώνης επέλεξαν μια διαφορετική πορεία κι από τις τρεις αυτές απόψεις. Πρώτον, επέλεξαν να διασώσουν τους τραπεζίτες αντί να διαγράψουν τα χρέη. Η δεύτερη πολιτική, η υποτίμηση, δεν ήταν στη διάθεσή τους εκτός κι αν συνοδευόταν από εγκατάλειψη του ευρώ. Και ως προς το τρίτο, απέφυγαν τους ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων, εκτός από την περίπτωση της Κύπρου.
Η Ισλανδία βρέθηκε ξανά στο παγκόσμιο οικονομικό προσκήνιο την περασμένη εβδομάδα με την είδηση ότι ήταν έτοιμη να άρει τους περιορισμούς στις μεταφορές χρημάτων έξω από τη χώρα, επτά χρόνια αφότου τέθηκαν σε εφαρμογή οι συναλλαγματικοί έλεγχοι. Αυτό προκάλεσε τις επευφημίες τόσο του Matthew Yglesias όσο και Πολ Κρούγκμαν, οι οποίοι επεσήμαναν ότι σε ορισμένα σημαντικά οικονομικά στοιχεία - πάνω απ' όλα στην ανεργία - η Ισλανδία αντιμετώπισε καλύτερα την κρίση απ' ό,τι η Ιρλανδία, πλησιέστερη δυνατή χώρα σύγκρισης. Ο Tyler Cowen δε συμφωνεί με αυτό, καθώς, ισχυρίζεται ότι εδώ δεν υπάρχει κάποιο κοινό μοντέλο.
Σίγουρα υπάρχουν διδάγματα που πρέπει να αντληθούν από την Ισλανδία, αλλά εναποκειται σε εμάς να εξετάσουμε τις κύριες πολιτικές που εφήρμοσε χωριστά. Το γεγονός ότι η Ισλανδία αναγκάστηκε θέλοντας και μη σε «αποκήρυξη χρέους, ελέγχους κεφαλαίων και και μαζική υποτίμηση», όπως ο Κρούγκμαν συνοψίζει επιγραμματικά, δεν σημαίνει ότι η συγκεκριμένη αυτή τριπλέτα είναι και η βέλτιστη για όλες τις χώρες με ανάλογα προβλήματα. Εδώ περιλαμβάνονται κι οι χώρες της ευρωζώνης. Ας πάρουμε όμως τα ζητήματα ένα-ένα.
Πρώτον, το χρέος. Τα υπερβολικά χρέη από το παρελθόν αποτελούν τροχοπέδη για την ανάπτυξη κι ως εκ τούτου, οι πολιτικές που μπορούν να επιφέρουν γρήγορα μια «απομόχλευση» - δηλαδή μείωση του χρέους - θα πρέπει να μπορούν να οδηγήσουν τις οικονομίες σε στασιμότητα πίσω στη ζωή.
Αλλά ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να μειώσει κανείς το χρέος; Ο πιο γρήγορος τρόπος, με μεγάλη διαφορά, είναι η απλή διαγραφή. Εδώ έχουμε ένα διάγραμμα του ισλανδικού και τους ελληνικού τραπεζικού χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ των δύο χωρών:
Αν αυτό που θέλει κανείς είναι η απομόχλευση, τότε η αποκήρυξη των χρεών είναι ο γρηγορότερος τρόπος. Ο Κόουεν υποστηρίζει ότι αυτό ήταν μια «μεταφορά πλούτου στην εγχώρια οικονομία» από αλλοδαπούς, το οποίο, όπως λέει, ήταν λάθος. Αλλά πρόκειται για μια λανθασμένη εκτίμηση. Η ισλανδική κυβέρνηση, με το να εγγύηθεί μέρος των απαιτήσεων των ξένων καταθετών», έκανε γι' αυτούς περισσότερα από όσα απαιτούνται βάσει του ευρωπαϊκού δικαίου. Αν μη τι άλλο, η όποια μεταβίβαση ήταν από το Ρέικιαβικ στους αλλοδαπούς.
Δεύτερον, η υποτίμηση. Πολλά είναι αυτά που λέγονται για το υποτιθέμενο πλεονέκτημα του να έχει κανείς το δικό του νόμισμα σε μια κρίση. Υπάρχουν μάλιστα δύο εκδοχές αυτού του επιχειρήματος. Η μία είναι ότι ένα ανεξάρτητο νόμισμα επιτρέπει την μείωση χρεών μέσω του πληθωρισμού. Αυτό προσομοιάζει φυσικά το προηγούμενο σημείο. Όμως ήταν μέσω της αναδιάρθρωσης, όχι του πληθωρισμού, που η Ισλανδία μείωσε το πλεονάζον χρέος της. Και μια πολιτική αναδιάρθρωσης του χρέους είναι εξίσου διαθέσιμη εντός όσο και εκτός του ευρώ. Το τραγικό σημείο εδώ είναι πόσο καιρό έχει πάρει στα μέλη της ευρωζώνης να δεχτούν αυτό το γεγονός.
Το άλλο, καθώς υποστηρίζεται, πλεονέκτημα της υποτίμησης είναι ότι θα ενισχύσει την τοπική οικονομία μέσω της μεγέθυνσης εξαγωγών.
Ο Yglesias ισχυρίζεται ότι η Ισλανδία άφησε την αξία του νομίσματός της να μειωθεί... καθώς εξαγωγικές βιομηχανίες της χώρας κέρδιζαν γρήγορα έδαφος στις διεθνείς αγορές». Όμως η Ισλανδία δεν έκανε κανένα τέτοιο πράγμα, όπως δείχνει το σχετικό διάγραμμα συμμετοχής της Ισλανδίας στις παγκόσμιες εξαγωγές εμπορευμάτων:
Στην πράξη, οι εξαγωγές είναι συχνά πολύ λιγότερο ευαίσθητες σε συναλλαγματικές ισοτιμίες απ' ό,τι προτείνει η απλοϊκή σχετική θεωρία. Τα απογοητευτικά στοιχεία των εξαγωγών της Βρετανίας μετά από μια τεράστια υποτίμηση το 2008-09 είναι μια μόνο περίπτωση, όπως άλλωστε και η αποτυχία των ελληνικών εξαγωγών, παρά την τεράστια πραγματική υποτίμηση (που επέφερε η πτώση των μισθών και όχι η υποτίμηση του νομίσματος από το 2010 κι έπειτα).
Τέλος, όσον αφορά στους ελέγχους στις κινήσεις του συναλλάγματος: Ο Jon Danielsson και ο Ásdís Kristjánsdóttir έχουν γράψει το καλύτερο εγχειρίδιο για αυτό το θέμα – π.χ. γιατί τέθηκαν σε εφαρμογή από την αρχή, και πώς έπρεπε να αρθούν. Με βάση όμως το προηγούμενο σημείο, σημειώστε ότι ο κύριος σκοπός των ελέγχων ήταν, φυσικά, να αποφευχθεί η κατάρρευση του νομίσματος. Γι'αυτό και στην καλύτερη περίπτωση είναι ασυνεπές να επαινεί κανείς τόσο την υποτίμηση της Ιρλανδίας από τη μία, όσο και τους συναλλαγματικούς ελέγχους από την άλλη. Πόσω μάλλον όταν ο ολοκληρωτικός χαρακτήρας των ελέγχων έχει παραλύσει τις επενδύσεις κι έχει επιβάλλει έκτακτους περιορισμούς στις ελευθερίες των Ισλανδών (όπως η δυνατότητά τους να μεταναστεύσουν), όπως εξηγεί ο Danielsson.
Αρά γιατί το έκαναν; Εν μέρει για να αποφευχθεί η κατάρρευση του νομίσματος, και εν μέρει επειδή το ΔΝΤ τους είπε να το κάνουν. Όμως, υπήρχε πάντα η επιλογή αφήσουν το νόμισμα να κατρακυλήσει όσο γινόταν βραχυπρόθεσμα - περίπτωση στην οποία το ποσό των πραγματικών πόρων που θα μπορούσαν να πάρουν οι πιστωτές από τη χώρα θα ήταν χαμηλό - ή να φορολογήσουν το πιο ευκίνητο ή κερδοσκοπικό κεφάλαιο κατά την έξοδο από τη χώρα – πράγμα που θα έχει το ίδιο αποτέλεσμα. Πράγματι, το σημερινό σχέδιο για την άρση των ελέγχων στην πραγματικότητα κάνει ακριβώς αυτό (επιβάλλοντας φόρο σχεδόν 40%, όπως εξηγείται από τα παραπάνω). Έτσι φαίνεται πως η Ισλανδία αποφάσισε τελικά να κάνει κάτι που θα μπορούσε να έχει γίνει χρόνια πριν.
Εν ολίγοις, τα διδάγματα που πρέπει να αντλήσουμε από την Ισλανδία είναι πιο διαφοροποιημένα - δεν υπάρχει κανένα επιχείρημα υπέρ της συνολικής αντιγραφής της πολιτικής της. Αντ 'αυτού, θα πρέπει να διακρίνουμε τι λειτούργησε και τι όχι, ή τι ήταν τελικά αντιπαραγωγικό. Χωρίς αμφιβολία, το χρέος μπορεί και και πρέπει να διαγραφεί από τη ρίζα. Η υποτίμηση, ωστόσο, δεν φαίνεται να προσφέρει τίποτα επιπλέον – γι' αυτό η ευρωζώνη θα πρέπει να εστιάσει στην αναδιάρθρωση του χρέους, αντί να κάνει εικασίες, πόσω μάλλον να ενθαρρύνει, την έξοδο οποιασδήποτε χώρας.
Τέλος οι έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων μπορεί κάποια στιγμή να εξεταστούν, αλλά θα πρέπει να είναι περιορισμένοι, ώστε να καταπολεμήσουν μόνο αυτές τις εκροές που πρέπει πραγματικά να αποφευχθούν.