Ο ESM εκταμίευσε την τελευταία υποδόση του δανείου προς την ελληνική κυβέρνηση στις 6 Αυγούστου, ενώ στις 20 Αυγούστου τελείωσε και επίσημα το ελληνικό πρόγραμμα, παρά το γεγονός ότι τα δάνεια δεν αναμένεται να αποπληρωθούν πλήρως πριν περάσει τουλάχιστον μισός αιώνας, αναφέρει το αμερικανικό οικονομικό περιοδικό Barrons.
Αν και ο στόχος ήταν η υποστήριξη της ελληνικής οικονομίας, όλα αυτά τα έκτακτα δάνεια προς τη χώρα πρέπει να θεωρηθούν ως μια αποτυχία. Από το 2008 και μετά η οικονομία της Ελλάδας συρρικνώθηκε κατά 25% και τουλάχιστον 400.000 Έλληνες αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν. Οι τιμές των ακινήτων υποτιμήθηκαν κατά 43%. Η τραπεζική πίστωση προς τον ιδιωτικό τομέα μειώθηκε κατά 1/3.
Όμως αυτά τα αποτελέσματα δεν αποτελούν έκπληξη από τη στιγμή που κάποιος θα αντιληφθεί γιατί εξαρχής δόθηκαν αυτά τα δάνεια στην Ελλάδα. Ο στόχος δεν ήταν να βοηθηθούν οι Έλληνες ή η κυβέρνησή τους, αλλά οι πιστωτές τους στην Ευρώπη.
Μετά την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ το 2001, η χώρα έγινε αποδέκτης ξένων επενδύσεων. Αυτό οδήγησε σε κατακόρυφη αύξηση την εσωτερική κατανάλωση. Οι Έλληνες ξόδευαν πολύ περισσότερα απ’ όσα κέρδιζαν, με αποτέλεσμα τη διόγκωση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών, από το 5% του ΑΕΠ το 1999, στο 10% το 2006 και στο 14% το 2008. Παράλληλα επταπλασιάστηκε το ύψος των ενυπόθηκων δανείων. Ο πληθωρισμός κινήθηκε σε σχετικά ήπιους ρυθμούς -μεσοσταθμιστικά γύρω στο 3,5% από το 2002 ως το 2007- γεγονός όμως που υποδηλώνει αύξηση της κατανάλωσης, παρότι αυτές οι δαπάνες ήταν εμφανώς μη βιώσιμες.
Και ενώ ο ελληνικός ιδιωτικός, μη χρηματοπιστωτικός τομέας αύξανε το χρέος του όσο και η ελληνική κυβέρνηση, νοικοκυριά και επιχειρήσεις κατά κύριο λόγο προέβαιναν σε μακροχρόνια δάνεια από τις εγχώριες τράπεζες. Από την πλευρά της η ελληνική κυβέρνηση δανειζόταν κυρίως μέσω της έκδοσης ομολόγων και σε τακτά διαστήματα προέβαινε σε roll over για την αναχρηματοδότησή τους. Περί τα μέσα του 2009, η ελληνική κυβέρνηση χρωστούσε σε δανειστές της στο εξωτερικό περισσότερα από 230 δισ. ευρώ - ποσό που αντιπροσώπευε το 70% των δανειακών της υποχρεώσεων.
Σύμφωνα με το Barrons, η ελληνική κυβέρνηση χρειαζόταν διαρκώς δανεικά από το εξωτερικό για να εξυπηρετεί το χρέος της. Αυτή η κίνηση ήταν εύκολη πριν το ξέσπασμα της κρίσης, καθώς ο ραγδαίος ρυθμός ανάπτυξης της Ελλάδας και η προφανής της σύγκλιση με πλουσιότερες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, την είχαν καταστήσει έναν ελκυστικό επενδυτικό προορισμό. Όμως μετά την κρίση οι επενδυτές αποχώρησαν, με αποτέλεσμα να πληγούν τόσο η ελληνική κυβέρνηση, όσο και οι τράπεζες της χώρας. Και ενώ οι τράπεζες είχαν ένα μεγάλο απόθεμα ξένων περιουσιακών στοιχείων τα οποία θα τις βοηθούσαν να αποπληρώσουν τους πιστωτές τους, η κυβέρνηση δεν είχε αυτή την τύχη.
Αν η Ελλάδα είχε δικό της νόμισμα η κεντρική της τράπεζα θα μπορούσε να έχει ρίξει ρευστότητα ώστε να αποτρέψει μια απότομη κατάρρευση των δαπανών. Όμως η συμμετοχή στη ζώνη του ευρώ καθιστούσε αδύνατη μια τέτοια κίνηση. Κυβέρνηση και τράπεζες στην Ελλάδα χρωστούσαν σε ένα νόμισμα το οποίο η Τράπεζα της Ελλάδας δεν μπορούσε να τυπώσει, ενώ η ΕΚΤ δεν φαινόταν πολύ διατεθειμένη να βοηθήσει.
Σε αυτές τις περιπτώσεις η στάνταρτ αντίδραση θα ήταν η κυβέρνηση να δηλώσει χρεοκοπία και να στραφεί για δανεισμό προς το ΔΝΤ, έως ότου εξομαλυνθεί η κατάσταση. Τα ποσά που θα απαιτούντο σύμφωνα με το Barrons μέχρι την ολοκλήρωση της αναδιάρθρωσης δεν θα ήταν τόσα, συγκρινόμενα με τα σχεδόν 300 δισ. ευρώ που κατέληξε να δανειστεί η Ελλάδα.
Όμως αυτή η προοπτική μπλοκαρίστηκε τόσο από τους Ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδας, όσο και από τις ΗΠΑ. Ρόλο σε αυτό έπαιξε η χρεοκοπία της Lehman Brothers, που δημιούργησε την πεποίθηση ότι μια ελληνική χρεοκοπία θα δημιουργούσε μια χειρότερη οικονομική κρίση. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία μιας ισχυρής απόφασης που ήθελε την αποφυγή της όποιας μείωσης στα ποσά που χρωστούσε η ελληνική κυβέρνηση.
Η ανησυχία των ξένων πιστωτών δεν ήταν το τι θα προκαλούσε η χρεοκοπία στην Ελλάδα, αλλά το τι θα προκαλούσε σε αυτούς. Πέραν των απωλειών 230 δισ. ευρώ του ελληνικού κρατικού χρέους, το οποίο από μόνο του θα μπορούσε να σαρώσει πολλές μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες, υπήρχε έκθεση διεθνών επενδυτών στις ελληνικές τράπεζες που έφτανε τα 120 δισ. ευρώ. Από την πλευρά τους οι ελληνικές τράπεζες είχαν μικρή έκθεση στο δημόσιο χρέος -μόλις το 8% των συνολικών τους κεφαλαίων το 2009-, ποσό όμως που ήταν μεγαλύτερο από τα αποθεματικά τους.
Πάντα σύμφωνα με το Barrons, η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους θα απαιτούσε μερική ρευστοποίηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος ή μια σαφή διάσωση των ελληνικών τραπεζών. Αν και κάτι τέτοιο ήταν εφικτό, η προοπτική του τρομοκράτησε τόσο τον τότε Αμερικανό ΥΠΟΙΚ, Τίμοθι Γκάιτνερ, όσο και τον τότε επικεφαλής της ΕΚΤ, Ζαν Κλοντ Τρισέ, καθώς φοβόντουσαν τις επιπτώσεις που μπορεί να είχε μια τέτοια κίνηση στο εύθραυστο ευρωπαϊκό και αμερικανικό οικονομικό σύστημα.
Αντ’ αυτού επιλέχθηκε να δοθεί μια σειρά δανείων στην Ελλάδα έτσι ώστε να αποπληρώσει τους διεθνείς πιστωτές της του ιδιωτικού τομέα. Όπως υπολόγισε το 2015 ο Γιάννης Μουζάκης του MacroPolis, μόνο 27 δισ. ευρώ -ή το 11% των χρημάτων που δάνεισε στην Ελλάδα το ΔΝΤ- κάλυψαν κρατικά ελλείμματα ή χρησιμοποιήθηκαν για την πληρωμή καθυστερούμενων κρατικών οφειλών προς Έλληνες ιδιώτες. Αντίθετα, το 70% αυτών των δανείων πήγαν άμεσα στην αποπληρωμή των ξένων κατόχων ελληνικών ομολόγων ή ξένων πιστωτών - τα υπόλοιπα πήγαν στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Και σαν να μην ήταν αυτό από μόνο του κακό, αυτά τα δάνεια ήρθαν με σκληρούς όρους για αυξήσεις φόρων και περικοπές των δημοσίων δαπανών - όροι οι οποίοι επιδείνωσαν την ύφεση μετατρέποντας την σε καταστροφή που πήρε τις διαστάσεις της "Μεγάλης Ύφεσης".
Το 2010 δεν υπήρχε η θέληση να δαπανηθούν εκατοντάδες δισ. ευρώ για τη διάσωση ολλανδικών, γαλλικών και γερμανικών τραπεζών. Για τεράστια ατυχία της Ελλάδας, υπήρξε αρκετή "αλληλεγγύη" ώστε να αποφευχθεί αυτή η διάσωση των βορειοευρωπαϊκών τραπεζών, μέσω της ελληνικής κυβέρνησης, καταλήγει το Barrons.
Αν και ο στόχος ήταν η υποστήριξη της ελληνικής οικονομίας, όλα αυτά τα έκτακτα δάνεια προς τη χώρα πρέπει να θεωρηθούν ως μια αποτυχία. Από το 2008 και μετά η οικονομία της Ελλάδας συρρικνώθηκε κατά 25% και τουλάχιστον 400.000 Έλληνες αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν. Οι τιμές των ακινήτων υποτιμήθηκαν κατά 43%. Η τραπεζική πίστωση προς τον ιδιωτικό τομέα μειώθηκε κατά 1/3.
Όμως αυτά τα αποτελέσματα δεν αποτελούν έκπληξη από τη στιγμή που κάποιος θα αντιληφθεί γιατί εξαρχής δόθηκαν αυτά τα δάνεια στην Ελλάδα. Ο στόχος δεν ήταν να βοηθηθούν οι Έλληνες ή η κυβέρνησή τους, αλλά οι πιστωτές τους στην Ευρώπη.
Μετά την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ το 2001, η χώρα έγινε αποδέκτης ξένων επενδύσεων. Αυτό οδήγησε σε κατακόρυφη αύξηση την εσωτερική κατανάλωση. Οι Έλληνες ξόδευαν πολύ περισσότερα απ’ όσα κέρδιζαν, με αποτέλεσμα τη διόγκωση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών, από το 5% του ΑΕΠ το 1999, στο 10% το 2006 και στο 14% το 2008. Παράλληλα επταπλασιάστηκε το ύψος των ενυπόθηκων δανείων. Ο πληθωρισμός κινήθηκε σε σχετικά ήπιους ρυθμούς -μεσοσταθμιστικά γύρω στο 3,5% από το 2002 ως το 2007- γεγονός όμως που υποδηλώνει αύξηση της κατανάλωσης, παρότι αυτές οι δαπάνες ήταν εμφανώς μη βιώσιμες.
Και ενώ ο ελληνικός ιδιωτικός, μη χρηματοπιστωτικός τομέας αύξανε το χρέος του όσο και η ελληνική κυβέρνηση, νοικοκυριά και επιχειρήσεις κατά κύριο λόγο προέβαιναν σε μακροχρόνια δάνεια από τις εγχώριες τράπεζες. Από την πλευρά της η ελληνική κυβέρνηση δανειζόταν κυρίως μέσω της έκδοσης ομολόγων και σε τακτά διαστήματα προέβαινε σε roll over για την αναχρηματοδότησή τους. Περί τα μέσα του 2009, η ελληνική κυβέρνηση χρωστούσε σε δανειστές της στο εξωτερικό περισσότερα από 230 δισ. ευρώ - ποσό που αντιπροσώπευε το 70% των δανειακών της υποχρεώσεων.
Σύμφωνα με το Barrons, η ελληνική κυβέρνηση χρειαζόταν διαρκώς δανεικά από το εξωτερικό για να εξυπηρετεί το χρέος της. Αυτή η κίνηση ήταν εύκολη πριν το ξέσπασμα της κρίσης, καθώς ο ραγδαίος ρυθμός ανάπτυξης της Ελλάδας και η προφανής της σύγκλιση με πλουσιότερες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, την είχαν καταστήσει έναν ελκυστικό επενδυτικό προορισμό. Όμως μετά την κρίση οι επενδυτές αποχώρησαν, με αποτέλεσμα να πληγούν τόσο η ελληνική κυβέρνηση, όσο και οι τράπεζες της χώρας. Και ενώ οι τράπεζες είχαν ένα μεγάλο απόθεμα ξένων περιουσιακών στοιχείων τα οποία θα τις βοηθούσαν να αποπληρώσουν τους πιστωτές τους, η κυβέρνηση δεν είχε αυτή την τύχη.
Αν η Ελλάδα είχε δικό της νόμισμα η κεντρική της τράπεζα θα μπορούσε να έχει ρίξει ρευστότητα ώστε να αποτρέψει μια απότομη κατάρρευση των δαπανών. Όμως η συμμετοχή στη ζώνη του ευρώ καθιστούσε αδύνατη μια τέτοια κίνηση. Κυβέρνηση και τράπεζες στην Ελλάδα χρωστούσαν σε ένα νόμισμα το οποίο η Τράπεζα της Ελλάδας δεν μπορούσε να τυπώσει, ενώ η ΕΚΤ δεν φαινόταν πολύ διατεθειμένη να βοηθήσει.
Σε αυτές τις περιπτώσεις η στάνταρτ αντίδραση θα ήταν η κυβέρνηση να δηλώσει χρεοκοπία και να στραφεί για δανεισμό προς το ΔΝΤ, έως ότου εξομαλυνθεί η κατάσταση. Τα ποσά που θα απαιτούντο σύμφωνα με το Barrons μέχρι την ολοκλήρωση της αναδιάρθρωσης δεν θα ήταν τόσα, συγκρινόμενα με τα σχεδόν 300 δισ. ευρώ που κατέληξε να δανειστεί η Ελλάδα.
Όμως αυτή η προοπτική μπλοκαρίστηκε τόσο από τους Ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδας, όσο και από τις ΗΠΑ. Ρόλο σε αυτό έπαιξε η χρεοκοπία της Lehman Brothers, που δημιούργησε την πεποίθηση ότι μια ελληνική χρεοκοπία θα δημιουργούσε μια χειρότερη οικονομική κρίση. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία μιας ισχυρής απόφασης που ήθελε την αποφυγή της όποιας μείωσης στα ποσά που χρωστούσε η ελληνική κυβέρνηση.
Η ανησυχία των ξένων πιστωτών δεν ήταν το τι θα προκαλούσε η χρεοκοπία στην Ελλάδα, αλλά το τι θα προκαλούσε σε αυτούς. Πέραν των απωλειών 230 δισ. ευρώ του ελληνικού κρατικού χρέους, το οποίο από μόνο του θα μπορούσε να σαρώσει πολλές μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες, υπήρχε έκθεση διεθνών επενδυτών στις ελληνικές τράπεζες που έφτανε τα 120 δισ. ευρώ. Από την πλευρά τους οι ελληνικές τράπεζες είχαν μικρή έκθεση στο δημόσιο χρέος -μόλις το 8% των συνολικών τους κεφαλαίων το 2009-, ποσό όμως που ήταν μεγαλύτερο από τα αποθεματικά τους.
Πάντα σύμφωνα με το Barrons, η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους θα απαιτούσε μερική ρευστοποίηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος ή μια σαφή διάσωση των ελληνικών τραπεζών. Αν και κάτι τέτοιο ήταν εφικτό, η προοπτική του τρομοκράτησε τόσο τον τότε Αμερικανό ΥΠΟΙΚ, Τίμοθι Γκάιτνερ, όσο και τον τότε επικεφαλής της ΕΚΤ, Ζαν Κλοντ Τρισέ, καθώς φοβόντουσαν τις επιπτώσεις που μπορεί να είχε μια τέτοια κίνηση στο εύθραυστο ευρωπαϊκό και αμερικανικό οικονομικό σύστημα.
Αντ’ αυτού επιλέχθηκε να δοθεί μια σειρά δανείων στην Ελλάδα έτσι ώστε να αποπληρώσει τους διεθνείς πιστωτές της του ιδιωτικού τομέα. Όπως υπολόγισε το 2015 ο Γιάννης Μουζάκης του MacroPolis, μόνο 27 δισ. ευρώ -ή το 11% των χρημάτων που δάνεισε στην Ελλάδα το ΔΝΤ- κάλυψαν κρατικά ελλείμματα ή χρησιμοποιήθηκαν για την πληρωμή καθυστερούμενων κρατικών οφειλών προς Έλληνες ιδιώτες. Αντίθετα, το 70% αυτών των δανείων πήγαν άμεσα στην αποπληρωμή των ξένων κατόχων ελληνικών ομολόγων ή ξένων πιστωτών - τα υπόλοιπα πήγαν στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Και σαν να μην ήταν αυτό από μόνο του κακό, αυτά τα δάνεια ήρθαν με σκληρούς όρους για αυξήσεις φόρων και περικοπές των δημοσίων δαπανών - όροι οι οποίοι επιδείνωσαν την ύφεση μετατρέποντας την σε καταστροφή που πήρε τις διαστάσεις της "Μεγάλης Ύφεσης".
Το 2010 δεν υπήρχε η θέληση να δαπανηθούν εκατοντάδες δισ. ευρώ για τη διάσωση ολλανδικών, γαλλικών και γερμανικών τραπεζών. Για τεράστια ατυχία της Ελλάδας, υπήρξε αρκετή "αλληλεγγύη" ώστε να αποφευχθεί αυτή η διάσωση των βορειοευρωπαϊκών τραπεζών, μέσω της ελληνικής κυβέρνησης, καταλήγει το Barrons.