Για «οκτώ χαμένα χρόνια» τα οποία πέρασε η Ελλάδα κάνουν λόγο σε δημοσίευμά τους οι Financial Times, σημειώνοντας πως από το 2010 η οικονομία της χώρας έχει συρρικνωθεί κατά ένα τέταρτο και το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών κατά ένα τρίτο, τη στιγμή που περισσότεροι από 300.000 άνθρωποι αναζήτησαν την τύχη τους στο εξωτερικό, με την ανεργία στο εσωτερικό να παραμένει στα επίπεδα του 20%. Καθώς η χώρα ετοιμάζεται να αφήσει πίσω της αυτή τη ζοφερή περίοδο, η βρετανική οικονομική εφημερίδα διερωτάται εάν τα χρόνια της κρίσης «εξάγνισαν» την Ελλάδα από τραύματα του παρελθόντος που οδήγησαν στην κρίση.
Οι μεταρρυθμίσεις που συμφώνησε να υλοποιήσει η Αθήνα αποσκοπούσαν στην αντιμετώπιση σοβαρών αδυναμιών, όπως το «καταστροφικά σπάταλο» συνταξιοδοτικό σύστημα, τονίζουν οι FT, ενώ στέκονται και στη γραφειοκρατία, αλλά και στα βαθιά ριζωμένα προβλήματα φοροδιαφυγής. Όπως υπογραμμίζουν, άλλα μέτρα στα εργασιακά και στην αδειοδότηση επιχειρήσεων αποσκοπούσαν στην προώθηση της ανάπτυξης και των επενδύσεων.
Οι FT παρατηρούν ότι, από την πλευρά του ιδιωτικού τομέα, ένα επιφυλακτικό συμπέρασμα θα ήταν ότι η Ελλάδα έχει αρχίσει να βλέπει την απαραίτητη αλλαγή. Οι FT κάνουν λόγο για ενδείξεις αισιοδοξίας μεταξύ ιδιωτικών εταιρειών που επέστρεψαν στα κέρδη και καινοτόμων επιχειρήσεων που προσελκύουν επενδυτές.
Σε ό,τι αφορά τον δημόσιο τομέα, ωστόσο, στο δημοσίευμα τονίζεται ότι το αναποτελεσματικό σύστημα δημόσιας διοίκησης αποδείχτηκε ανθεκτικό απέναντι στις μεταρρυθμίσεις, προκαλώντας ερωτηματικά για το κατά πόσο η πλειονότητα των Ελλήνων δεσμεύεται να προχωρήσει στις διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούνται για μια συνεχή ανάκαμψη.
«Θα χρειαστούν αρκετά χρόνια για να καταλάβουν οι Έλληνες ότι μια δουλειά στον δημόσιο τομέα - η πιο δημοφιλής επιλογή για πτυχιούχους - δεν πρόκειται να είναι η καλύτερη και ασφαλέστερη επιλογή στο μέλλον, καθώς οι περισσότερες από τις καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας θα είναι στον ιδιωτικό τομέα», δήλωσε σχετικά ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Πάνος Τσακλόγλου.
Στη δημοσίευμα τονίζεται πως, αν και οι αλλαγές στον ιδιωτικό τομέα ήταν μεγαλύτερες, δεν ήταν και ανώδυνες. Όπως σημείωσε σχετικά στους FT ο πρόεδρος του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθήνας Παύλος Ραβάνης, περίπου το 20% των εταιρειών που πήγαιναν καλά προ κρίσης προσαρμόστηκαν υιοθετώντας καινοτομίες και ανθούν, ενώ το 40% τα «βγάζουν πέρα» εξυπηρετώντας το χρέος τους, δίχως ωστόσο να εμφανίζουν κέρδη.
Απομένει ένα 40% επιχειρήσων που χαρακτηρίζεται «ζόμπι» από τον κ. Ραβάνη, σημειώνεται στο δημοσίευμα. «Δεν πληρώνουν φόρους, ούτε εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους προς τις τράπεζες», πρόσθεσε ο ίδιος, συμπληρώνοντας ότι, μεταξύ αυτών των επιχειρήσεων, λιγότερες από τις μισές μπορούν να διασωθούν, ακόμη και αν ένας επενδυτής δεχόταν να βάλει μεγάλα ποσά μετρητών.
Ο υφυπουργός Οικονομίας Στέργιος Πιτσιόρλας ανέφερε από την πλευρά του ότι πρωταρχική πρόκληση ήταν η ενθάρρυνση μιας πιο επιχειρηματικής, προσανατολισμένης στις εξαγωγές, κουλτούρας. «Αρχίζει να συμβαίνει. Οι ελληνικές εταιρείες συνειδητοποίησαν κατά τη διάρκεια της κρίσης ότι πρέπει να στραφούν στις εξαγωγές για να επιβιώσουν», πρόσθεσε στους FT.
Στο δημοσίευμα παρατίθενται παραδείγματα ιδιωτικών εταιρειών που διαφοροποίησαν την παραγωγή τους για να προσαρμοστούν στην κρίση στρεφόμενες στις εξαγωγές, ενώ υπογραμμίζεται ότι ο δημόσιος τομέας παραμένει βαθιά πολιτικοποιημένος. Οι FT σημειώνουν ότι σε δηλώσεις του στη βρετανική εφημερίδα τον Ιούνιο ο Έλληνας Πρωθυπουργός επεσήμανε ότι ένα «πελατειακό μοντέλο» κράτησε πίσω την Ελλάδα, ωστόσο στο δημοσίευμα τονίζεται πως περισσότερα από 30.000 άτομα έχουν διοριστεί στο δημόσιο επί διακυβέρνησης Αλέξη Τσίπρα, συμπεριλαμβανομένων δεκάδων ειδικών συμβούλων που επέλεξαν οι υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ. Οι FT τονίζουν επιπλέον ότι η κυβέρνηση δεν έχει υπερκεράσει τις αντιστάσεις που συναντά απέναντι στην εφαρμογή ενός σχεδίου αποπολιτικοποίησης της δημόσιας διοίκησης, ενίσχυσης της διαφάνειας στις προσλήψεις ανώτερων στελεχών και τακτικής αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων.
Ο κ. Τσακλόγου σχολίασε εξάλλου πως ορισμένες διαρθρωτικές αλλαγές είναι ιδιαίτερα χρονοβόρες, όπως για παράδειγμα το εκπαιδευτικό σύστημα, όπου η αναντιστοιχία μεταξύ των αναγκών της αγοράς εργασίας και ενός ξεπερασμένου πανεπιστημιακού προγράμματος συνέβαλε στο να διαθέτει η Ελλάδα εργατικό δυναμικό που κατά τη γνώμη του είναι «σε μεγάλο βαθμό μορφωμένο και σε μεγάλο βαθμό άνεργο».
Οι FT σημειώνουν εξάλλου ότι σημαντικό στοιχείο παραμένει το κατά πόσο θα τηρηθούν οι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις. Όπως αναφέρουν, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ δεσμεύεται να μην υπάρξει πισωγύρισμα και η Ε.Ε. υιοθέτησε ένα σύστημα μετα-μνημονιακής εποπτείας, διπλωμάτες εκτιμούν πως οι πολιτικές πιέσεις σε ζητήματα όπως οι προσλήψεις και το ασφαλιστικό θα εντείνονται όσο πλησιάζουν οι εκλογές. «Ο κ. Τσίπρας θα θελήσει να αντιστρέψει τα πιο οδυνηρά μέτρα» ανέφερε διπλωμάτης τον οποίο επικαλείται η εφημερίδα.
Παράλληλα, η αναπληρώτρια διευθύντρια του ινστιτούτου Bruegel Μαρία Δεμερτζή, σημείωσε ότι η Ελλάδα δεν έχει ακόμη σφυρηλατήσει μια κοινή εθνική αντίληψη για τα αίτια ή την επίλυση των προβλημάτων της χώρας. «Ο λόγος που τα προγράμματα διήρκεσαν τόσο πολύ, είναι γιατί δεν καταφέραμε να χτίσουμε συναίνεση», δήλωσε στους FT και πρόσθεσε: «Είμαστε ανίκανοι να καθίσουμε και να πούμε “ποιο είναι το πρόβλημα, πώς μπορούμε να το λύσουμε;”. Και αυτό είναι που μας κρατάει πίσω».
Οι μεταρρυθμίσεις που συμφώνησε να υλοποιήσει η Αθήνα αποσκοπούσαν στην αντιμετώπιση σοβαρών αδυναμιών, όπως το «καταστροφικά σπάταλο» συνταξιοδοτικό σύστημα, τονίζουν οι FT, ενώ στέκονται και στη γραφειοκρατία, αλλά και στα βαθιά ριζωμένα προβλήματα φοροδιαφυγής. Όπως υπογραμμίζουν, άλλα μέτρα στα εργασιακά και στην αδειοδότηση επιχειρήσεων αποσκοπούσαν στην προώθηση της ανάπτυξης και των επενδύσεων.
Οι FT παρατηρούν ότι, από την πλευρά του ιδιωτικού τομέα, ένα επιφυλακτικό συμπέρασμα θα ήταν ότι η Ελλάδα έχει αρχίσει να βλέπει την απαραίτητη αλλαγή. Οι FT κάνουν λόγο για ενδείξεις αισιοδοξίας μεταξύ ιδιωτικών εταιρειών που επέστρεψαν στα κέρδη και καινοτόμων επιχειρήσεων που προσελκύουν επενδυτές.
Σε ό,τι αφορά τον δημόσιο τομέα, ωστόσο, στο δημοσίευμα τονίζεται ότι το αναποτελεσματικό σύστημα δημόσιας διοίκησης αποδείχτηκε ανθεκτικό απέναντι στις μεταρρυθμίσεις, προκαλώντας ερωτηματικά για το κατά πόσο η πλειονότητα των Ελλήνων δεσμεύεται να προχωρήσει στις διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούνται για μια συνεχή ανάκαμψη.
«Θα χρειαστούν αρκετά χρόνια για να καταλάβουν οι Έλληνες ότι μια δουλειά στον δημόσιο τομέα - η πιο δημοφιλής επιλογή για πτυχιούχους - δεν πρόκειται να είναι η καλύτερη και ασφαλέστερη επιλογή στο μέλλον, καθώς οι περισσότερες από τις καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας θα είναι στον ιδιωτικό τομέα», δήλωσε σχετικά ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Πάνος Τσακλόγλου.
Στη δημοσίευμα τονίζεται πως, αν και οι αλλαγές στον ιδιωτικό τομέα ήταν μεγαλύτερες, δεν ήταν και ανώδυνες. Όπως σημείωσε σχετικά στους FT ο πρόεδρος του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθήνας Παύλος Ραβάνης, περίπου το 20% των εταιρειών που πήγαιναν καλά προ κρίσης προσαρμόστηκαν υιοθετώντας καινοτομίες και ανθούν, ενώ το 40% τα «βγάζουν πέρα» εξυπηρετώντας το χρέος τους, δίχως ωστόσο να εμφανίζουν κέρδη.
Απομένει ένα 40% επιχειρήσων που χαρακτηρίζεται «ζόμπι» από τον κ. Ραβάνη, σημειώνεται στο δημοσίευμα. «Δεν πληρώνουν φόρους, ούτε εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους προς τις τράπεζες», πρόσθεσε ο ίδιος, συμπληρώνοντας ότι, μεταξύ αυτών των επιχειρήσεων, λιγότερες από τις μισές μπορούν να διασωθούν, ακόμη και αν ένας επενδυτής δεχόταν να βάλει μεγάλα ποσά μετρητών.
Ο υφυπουργός Οικονομίας Στέργιος Πιτσιόρλας ανέφερε από την πλευρά του ότι πρωταρχική πρόκληση ήταν η ενθάρρυνση μιας πιο επιχειρηματικής, προσανατολισμένης στις εξαγωγές, κουλτούρας. «Αρχίζει να συμβαίνει. Οι ελληνικές εταιρείες συνειδητοποίησαν κατά τη διάρκεια της κρίσης ότι πρέπει να στραφούν στις εξαγωγές για να επιβιώσουν», πρόσθεσε στους FT.
Στο δημοσίευμα παρατίθενται παραδείγματα ιδιωτικών εταιρειών που διαφοροποίησαν την παραγωγή τους για να προσαρμοστούν στην κρίση στρεφόμενες στις εξαγωγές, ενώ υπογραμμίζεται ότι ο δημόσιος τομέας παραμένει βαθιά πολιτικοποιημένος. Οι FT σημειώνουν ότι σε δηλώσεις του στη βρετανική εφημερίδα τον Ιούνιο ο Έλληνας Πρωθυπουργός επεσήμανε ότι ένα «πελατειακό μοντέλο» κράτησε πίσω την Ελλάδα, ωστόσο στο δημοσίευμα τονίζεται πως περισσότερα από 30.000 άτομα έχουν διοριστεί στο δημόσιο επί διακυβέρνησης Αλέξη Τσίπρα, συμπεριλαμβανομένων δεκάδων ειδικών συμβούλων που επέλεξαν οι υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ. Οι FT τονίζουν επιπλέον ότι η κυβέρνηση δεν έχει υπερκεράσει τις αντιστάσεις που συναντά απέναντι στην εφαρμογή ενός σχεδίου αποπολιτικοποίησης της δημόσιας διοίκησης, ενίσχυσης της διαφάνειας στις προσλήψεις ανώτερων στελεχών και τακτικής αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων.
Ο κ. Τσακλόγου σχολίασε εξάλλου πως ορισμένες διαρθρωτικές αλλαγές είναι ιδιαίτερα χρονοβόρες, όπως για παράδειγμα το εκπαιδευτικό σύστημα, όπου η αναντιστοιχία μεταξύ των αναγκών της αγοράς εργασίας και ενός ξεπερασμένου πανεπιστημιακού προγράμματος συνέβαλε στο να διαθέτει η Ελλάδα εργατικό δυναμικό που κατά τη γνώμη του είναι «σε μεγάλο βαθμό μορφωμένο και σε μεγάλο βαθμό άνεργο».
Οι FT σημειώνουν εξάλλου ότι σημαντικό στοιχείο παραμένει το κατά πόσο θα τηρηθούν οι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις. Όπως αναφέρουν, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ δεσμεύεται να μην υπάρξει πισωγύρισμα και η Ε.Ε. υιοθέτησε ένα σύστημα μετα-μνημονιακής εποπτείας, διπλωμάτες εκτιμούν πως οι πολιτικές πιέσεις σε ζητήματα όπως οι προσλήψεις και το ασφαλιστικό θα εντείνονται όσο πλησιάζουν οι εκλογές. «Ο κ. Τσίπρας θα θελήσει να αντιστρέψει τα πιο οδυνηρά μέτρα» ανέφερε διπλωμάτης τον οποίο επικαλείται η εφημερίδα.
Παράλληλα, η αναπληρώτρια διευθύντρια του ινστιτούτου Bruegel Μαρία Δεμερτζή, σημείωσε ότι η Ελλάδα δεν έχει ακόμη σφυρηλατήσει μια κοινή εθνική αντίληψη για τα αίτια ή την επίλυση των προβλημάτων της χώρας. «Ο λόγος που τα προγράμματα διήρκεσαν τόσο πολύ, είναι γιατί δεν καταφέραμε να χτίσουμε συναίνεση», δήλωσε στους FT και πρόσθεσε: «Είμαστε ανίκανοι να καθίσουμε και να πούμε “ποιο είναι το πρόβλημα, πώς μπορούμε να το λύσουμε;”. Και αυτό είναι που μας κρατάει πίσω».