Νέα δεδομένα δημιουργούνται στη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος και στην άσκηση της τραπεζικής πίστης.
Ηδη η ΕΚΤ επιχειρεί μέσα από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας να ασκήσει αυστηρότερο έλεγχο στις χρηματοδοτήσεις των επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα διατηρεί μέσω της Τράπεζας της Ελλάδος, αλλά και μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας εποπτεία σε μεγάλο βαθμό στις αποφάσεις των διοικήσεων των τραπεζών.
Αυτή την εποπτεία τώρα η ΕΚΤ σχεδιάζει να την κάνει με πιο συστηματικό τρόπο. Πηγές από την Φραγκφούρτη φέρονται να επιζητούν σαφείς κανόνες λειτουργίας του ΤΧΣ και των αρμοδιοτήτων του, ώστε ο έλεγχος στις αποφάσεις των διοικήσεων των τραπεζών να γίνει πιο αποτελεσματικός. Σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters, πηγές της ΕΚΤ εκτιμούν ότι ο νόμος που πέρασε τον προηγούμενο μήνα με στόχο να βελτιωθεί ο τρόπος διοίκησης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας χρήζει σημαντικών βελτιώσεων.
Όπως διαφαίνεται οι δανειστές της χώρας, η ΕΚΤ, η Κομισιόν και το ΔΝΤ θέλουν να εξασφαλίσουν αμε αυτόν τον τρόπο ότι το ΤΧΣ διοικείται σωστά και κυρίως διαθέτει αυτοτέλεια, δεδομένου ότι διαχειρίζεται τα 50 δισ. ευρώ που απαιτούνται για την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος.
Σε γνωμοδότησή του επί του ελληνικού νόμου, η ΕΚΤ χαιρέτισε την προσθήκη δύο ανεξάρτητων μελών στο πενταμελές γενικό συμβούλιο και τις αλλαγές που διασφαλίζουν ότι διοικείται με ιδιωτικά κριτήρια. Επεσήμανε πάντως ότι θα πρέπει να αποσαφηνιστούν καλύτερα οι αρμοδιότητες των δύο διοικητικών του οργάνων. Σύμφωνα πάντα με το Reuters «Η ΕΚΤ θεωρεί ότι ο νόμος βελτιώνει κάπως την λειτουργία του ΤΧΣ, ωστόσο, υπολείπεται από το να συμβάλει ουσιαστικά στην ενίσχυση της ανεξαρτησίας και της αποτελεσματικότητάς του» ανέφερε η ΕΚΤ.
Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εγείρει το ζήτημα των αυξημένων αρμοδιοτήτων λήψης αποφάσεων του επταμελούς γενικού συμβουλίου επί των προτάσεων της τριμελούς εκτελεστικής επιτροπής. Ως γνωστόν το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας συστάθηκε το 2010 με διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια για την ανακεφαλαιοποίηση των συστημικών τραπεζών της χώρας και την αναδιάρθρωση άλλων μικρότερων πιστωτικών ιδρυμάτων μη βιώσιμων.
Με πενταετή θητεία
Το γενικό συμβούλιο στο οποίο συμμετέχει ένας εκπρόσωπος του υπουργείου Οικονομικών και ένας εκπρόσωπος της Κεντρικής Τράπεζας, έχει πενταετή θητεία και επιβλέπει την άσκηση των καθηκόντων του Ταμείου. Ο επικεφαλής της εκτελεστικής επιτροπής αναφέρεται στο γενικό συμβούλιο. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θεωρεί ότι η αποσαφήνιση των αρμοδιοτήτων των δύο διοικητικών οργάνων του ΤΧΣ θα μπορούσε να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα της λήψης αποφάσεων. «Το πλαίσιο του ΤΧΣ θα πρέπει να διασφαλίζει ότι τα δύο όργανα διοίκησης φέρουν την ευθύνη για τις αποφάσεις του ΤΧΣ ότι λειτουργούν αποτελεσματικά και ότι οι ρόλοι τους είναι απολύτως ξεκάθαροι και διακριτοί».
Όλα αυτά συμβαίνουν, ενώ την ίδια στιγμή οι τράπεζες σχεδιάζουν την επόμενη ημέρα όσο πιο προσεκτικά μπορούν καθώς οι ανακεφαλαιοποιήσεις ολοκληρώνονται και τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα θα βάλουν πλώρη για έξοδο στις αγορές με στόχο να χρηματοδοτήσουν την ελληνική οικονομία. Προτεραιότητα των τραπεζών στη φάση διοχέτευσης ρευστότητας στην αγορά αποτελούν οι παραγωγικές επενδύσεις οι οποίες εν πολλοίς θα βοηθήσουν και στην επίλυση του μεγαλύτερου προβλήματος της ελληνικής οικονομίας που δε είναι άλλο από την ανεργία.
Η «υγεία» των πιστωτικών ιδρυμάτων παραμένει κυρίαρχο ζητούμενο σε αυτήν την διαδικασία γι' αυτό άλλωστε και σε όλα τα θέματα τα οποία άπτονται των χρηματοδοτήσεων, οι εκπρόσωποι των δανειστών της χώρας, συζητούν με επιμέλεια και σε συνεργασία με τις ελληνικές τράπεζες και την Τράπεζα της Ελλάδος το σχετικό θεσμικό πλαίσιο. Πέραν ωστόσο της προσοχής, η διαδικασία διοχέτευσης κεφαλαίων στην ελληνική οικονομία απαιτεί ταχύτητα, ευέλικτες δομές τεχνογνωσία. Αλλωστε πια και οι ανάγκες της αγοράς σαφώς διαφοροποιούνται.
Για το λόγο αυτό εκφράζονται ανησυχίες από παράγοντες της αγοράς ότι τυχόν ασφυκτικότερος έλεγχος από την ΕΚΤ για τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων ενδέχεται να έχει παρενέργειες και να φρενάρει ουσιαστικά τις διαδικασίες που θα δημιουργούσαν ευνοϊκές συνθήκες για την επανεκκίνηση γενικότερα της οικονομίας.