O Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει την δυνατότητα να «αναπέμψει» -δηλαδή να ζητήσει νέα συζήτηση στη Βουλή- μόνο ψηφισμένους νόμους, κατά το άρθρο 42 του Συντάγματος, αλλά όχι «πράξεις» που προέρχονται από το υπουργικό συμβούλιο
Σε περίπτωση που κρίνει ότι υπάρχει λόγος να μην εφαρμοστεί ο ψηφισμένος νόμος, μπορεί να «αναπέμψει» στη Bουλή το νομοσχέδιο, εκθέτοντας τους λόγους της αναπομπής, προκειμένου οι βουλευτές να συζητήσουν ξανά το περιεχόμενό του, λαμβάνοντας υπόψιν την άποψή του, η οποία είθισται να εκφράζει το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Εάν η Βουλή ψηφίσει και πάλι το νομοσχέδιο, ο Πρόεδρος είναι πλέον υποχρεωμένος να το εκδόσει και δημοσιεύσει εντός 10ημέρου.
Στο άρθρο 44 περιγράφονται τα χαρακτηριστικά της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, η οποία χρησιμοποιείται από την κυβέρνηση «σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης». Το υπουργικό συμβούλιο καταθέτει πρόταση στον πρόεδρο, ο οποίος τις υπογράφει άμεσα και έχουν ισχύ νόμου. Ωστόσο, επειδή δεν αποτελούν απόφαση των βουλευτών ο Πρόεδρος δεν μπορεί να αναπέμψει την Πράξη για νέα συζήτηση.
Oι πράξεις αυτές υποβάλλονται στη Bουλή για κύρωση στη συνέχεια μέσα σε σαράντα ημέρες από την έκδοσή τους ή μέσα σε σαράντα ημέρες από τη σύγκληση της Bουλής σε σύνοδο. Εάν υπερψηφιστούν, αποκτούν πλέον μορφή ψηφισμένου νομοσχεδίου, οπότε ο Πρόεδρος μπορεί να τις αναπέμψει, αλλά και πάλι ισχύει η βασική αρχή ότι η Βουλή μπορεί να τις ξαναψηφίσει και η Προεδρία θα είναι υποχρεωμένη να αποδεχθεί και δημοσιεύσει το περιεχόμενό τους.
Η μόνη πιθανότητα να μην γίνει τελικά νόμος του κράτους μία πράξη νομοθετικού περιεχομένου, είναι να μην εγκριθεί από τη Βουλή. Ακόμη κι έτσι, ωστόσο, η ακύρωσή της είναι «εφεξής» και όχι αναδρομική. Δηλαδή, από την στιγμή που τέθηκε σε ισχύ και αρχίζει η εφαρμογή της, μέχρι και το τέλος της διαδικασίας, αποτελεί τετελεσμένο το οποίο δεν μπορεί να ανατραπεί.
Η τελευταία παράμετρος είναι αυτή που καθιστά ιδιαίτερα κρίσιμες, τόσο για την κρατική τηλεόραση όσο και την ίδια την κυβέρνηση, τις επόμενες εβδομάδες.