Η ελληνικής προέλευσης λέξη που η σύγχρονη Ελλάδα ερωτεύτηκε δομώντας την οικονομία και την κοινωνία της απέναντι σε οποιαδήποτε προσπάθεια γοητείας των αγορών.
Σε αντίθεση, οι αρχαίοι Έλληνες αλλά και οι σύγχρονοι πολιτισμοί, συμπεριλαμβανομένων και των εξαιρέσεων που εναντιώθηκαν τα προηγούμενα χρόνια π.χ. Κίνα, ύμνησαν και υμνούν την δύναμη της αγοράς.
Μετά από επτά και πλέον έτη, με μια μικρή παρένθεση, ύφεσης όπου κατέρρευσε το παραγωγικό μοντέλο της εσωστρεφούς και κρατικής οικονομίας, συνεχίζουμε να αντιστεκόμαστε σθεναρά στη γοητεία των αγορών, εθελοτυφλώντας για τη δύναμη και την αποτελεσματικότητά τους στην προσπάθεια της χώρας να γυρίσει σε μακροχρόνια βιώσιμη και υγιή ανάπτυξη. Οι δημοσιονομικοί στόχοι, και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η εθνική οικονομία, θα ενισχύσουν την εξωστρέφεια για την εξάλειψη των χρόνιων εσωτερικών και εξωτερικών ανισορροπιών, μόνο σε μεσο-μακροπόθεσμο διάστημα, και πάντα σε συνδυασμό με τη διαθέσιμη ρευστότητα της οικονομίας που μόνο οι αγορές μπορούν να προσφέρουν. Μόνο οι αγορές μπορούν να βοηθήσουν στην προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων, και να συμβάλουν στη δημιουργία νέων εγχώριων επιχειρήσεων.
Μετά από έξι χρόνια βαθιάς ύφεσης, το 2014, η ελληνική οικονομία ανέκαμψε. Το ΑΕΠ αυξήθηκε, κατά 0,6%, με carry over επίδραση στα επόμενα έτη λόγω της μεγάλης εξόδου στις αγορές που οδήγησε στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης και στην εξομάλυνση της πιστωτικής επέκτασης και ρευστότητας της αγοράς. Το 2014, μέσα σε 9 μήνες η Ελλάδα «σήκωσε» από τις αγορές ποσό που ξεπερνάει το 20% του ΑΕΠ της και αυτό αποτέλεσε τον καταλύτη για την επιστροφή σε ανάπτυξη. Ενδεικτικά, μόνο οι μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις άντλησαν 4,8 δισ. ευρώ, από τις αγορές εταιρικών ομολόγων του εξωτερικού, αντισταθμίζοντας τη μείωση της τραπεζικής χρηματοδότησης, ενώ αρκετές επιχειρήσεις απόκτησαν πρόσβαση σε κεφάλαια, με καλύτερους όρους.
Είναι γεγονός ότι σε τραπεζοκεντρικές χώρες όπως είναι η Ελλάδα, η εύρυθμη λειτουργία του τραπεζικού τομέα αποτελεί προϋπόθεση για τη βιώσιμη ανάπτυξη και την αποτελεσματική κατανομή των οικονομικών πόρων. Οι τράπεζες δεν μπορούν να ανταποκριθούν, άμεσα και με επάρκεια, στο διαμεσολαβητικό τους ρόλο και να παράσχουν την απαραίτητη ρευστότητα στην πραγματική οικονομία, στηρίζοντας τις επιχειρήσεις. Ενισχυτικά στη ρευστότητα, οι κρατικές εναλλακτικές πηγές ρευστότητας όπως π.χ. από το Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας, ή η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων αφενός απαιτούν χρόνο από την ημέρα υποβολή του αιτήματος μέχρι την πραγματική εκταμίευση και αφετέρου αποτελούν πολύ μικρό μέγεθος για το επενδυτικό κενό της ελληνικής οικονομίας που υπολογίζεται σε 100 δισ.
Το σύνδρομο «agoraphobia», την εποχή όπου η ΕΚΤ χρεώνει πέναλτι στις εμπορικές τράπεζες για την πλεονάζουσα ρευστότητα, στερεί από την Ελλάδα να απορροφήσει ακόμη και 1 ευρώ. Οι όροι που ορισμένοι επικαλούνται ότι τα επενδυτικά κεφάλαια «hedge funds» απαιτούν πολύ υψηλές αποδόσεις, αρκεί να αναλογιστούμε ότι η Ελλάδα έχει πιστοληπτική αξιολόγηση εφάμιλλη με τις Βενεζουέλας. Τι απόδοση θα ζητούσαμε εμείς για μια επένδυση στη Βενεζουέλα;
Όταν η ελληνική κοινωνία βρει τον κατάλληλο ψυχολόγο που θα θεραπεύσει το σύνδρομο «agoraphobia», θα έχουμε κάνει το βασικό βήμα εξόδου προς την κρίση, θα έχουμε υλοποιήσει το πρώτο στάδιο για τη βιώσιμη ανάπτυξη.
* Ερευνητής ποσοτικών χρηματοοικονομικών του τμήματος Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης