Προβληματισμό δημιουργεί, και ταυτόχρονα αναδεικνύει τις δυσκολίες στην προσπάθεια διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, το γεγονός ότι το ήμισυ σχεδόν των δανείων με καθυστέρηση άνω των 90 ημερών (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι καταγγελμένες απαιτήσεις) αφορούν περιπτώσεις με καθυστέρηση μεγαλύτερη των δύο ετών και σημαντικό ποσοστό των δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης εμφανίζουν εκ νέου καθυστέρηση, αναφέρεται στην Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος.
Σύμφωνα με την έκθεση της ΤτΕ, ο λόγος των δανείων σε καθυστέρηση προς το σύνολο των δανείων στο τέλος Σεπτεμβρίου 2016 διαμορφώθηκε σε 32,7%, ουσιαστικά αμετάβλητος σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2015, ενώ ο αντίστοιχος λόγος για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα διαμορφώθηκε σε 45,2% έναντι 44,2% το Δεκέμβριο του 2015.
Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι το β' και το γ' τρίμηνο του 2016 παρατηρήθηκε οριακή μείωση του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, με αποτέλεσμα αυτό να διαμορφωθεί πλέον σε περί- που 107,6 δισεκ. ευρώ. Η βελτίωση αυτή, σύμφωνα με την ΤτΕ, οφείλεται κυρίως σε διαγραφές δανείων αλλά και σε αποπληρωμές μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Κατά δεύτερο λόγο στην προαναφερθείσα βελτίωση συνέβαλαν η ρευστοποίηση εξασφαλίσεων και η μείωση της καθαρής αναταξινόμησης ανοιγμάτων από τα εξυπηρετούμενα στα μη εξυπηρετούμενα.
Αναλυτικότερα ως προς τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, το υψηλότερο ποσοστό καταγράφεται στα δάνεια προς πολύ μικρές επιχειρήσεις και επαγγελματίες (67,9%), στα δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις (60,6%) και στα καταναλωτικά δάνεια (55%). Λιγότερο υψηλό ποσοστό καταγράφεται στα στεγαστικά δάνεια (41,3%) και ακόμη χαμηλότερο στα δάνεια προς μεγάλες επιχειρήσεις (29%).
Μεταξύ των δανείων προς επιχειρήσεις, το ποσοστό μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων διαμορφώνεται σε όλους τους κλάδους σε πολύ υψηλό επίπεδο, με εξαίρεση τους κλάδους ενέργειας/πετρελαιοειδών (4,7%), δημόσιας διοίκησης (7,2%) και χρηματοοικονομικών υπηρεσιών (24,3%), οι οποίοι ωστόσο έχουν συγκριτικά μικρότερο μερίδιο στο σύνολο των επιχειρηματικών δανείων.
Οι κλάδοι που αντιπροσωπεύουν μεγάλο μερίδιο (π.χ. εμπόριο, βιομηχανία κατασκευές) συνεχίζουν να εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά (48,8%, 52,5% και 52,5% αντίστοιχα) μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Μικρή βελτίωση παρατηρήθηκε στον κλάδο των καταλυμάτων (λόγω των ευνοϊκών εξελίξεων όσον αφορά τον τουρισμό), ο σχετικός δείκτης (47,4%) ωστόσο παραμένει σε πολύ υψηλό επίπεδο
. Όσον αφορά τη διάρθρωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, μικρή αύξηση εμφάνισαν τα δάνεια αβέβαιης είσπραξης τα οποία αποτελούν περίπου το 27,6% του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Δυσκολότερα ως προς τη διαχείριση είναι τα δάνεια των οποίων οι δανειακές συμβάσεις έχουν ήδη καταγγελθεί από τις τράπεζες και τα οποία αποτελούν περίπου το 45% των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Στο πλαίσιο της διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, θετική εξέλιξη αποτέλεσε η στροφή των τραπεζών πρωτίστως σε λύσεις ρυθμίσεων μακροπρόθεσμου χαρακτήρα και δευτερευόντως οριστικής διευθέτησης. Οι δύο αυτές κατηγορίες αντιπροσωπεύουν πλέον μερίδιο επί του συνόλου των λύσεων 50,1% το γ' τρίμηνο του 2016, έναντι 39,4% το δ' τρίμηνο του 2015.
Θετικό επίσης είναι το γεγονός ότι το ποσοστό κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από τις συσσωρευμένες προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο, αν και υποχώρησε οριακά κατά τη διάρκεια του γ' τριμήνου, παραμένει ελαφρώς χαμηλότερο του 50%, ενώ αν προστεθεί στις συσσωρευμένες προβλέψεις και η αξία των εξασφαλίσεων που έχουν ληφθεί από τις τράπεζες έναντι των εν λόγω δανείων, τότε το ποσοστό κάλυψης προσεγγίζει το 100%.
Στην έκθεση της ΤτΕ αναφέρεται επίσης ότι είναι θετικό ότι τους τελευταίους μήνες έχουν γίνει αρκετά βήματα σε επίπεδο νομοθετικών πρωτοβουλιών και ρυθμιστικού πλαισίου. Έχουν εξάλλου ενταθεί οι σχετικές ενέργειες των τραπεζών μέσω ειδικών ανεξάρτητων μονάδων τους για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.