Ενα από τα βασικά στοιχήματα της Δημόσιας Διοίκησης στην εποχή της τεχνολογίας είναι η προσαρμογή της στα νέα τεχνολογικά δεδομένα, η αποτελεσματικότητά της προς όφελος του πολίτη και η ταχύτερη εξυπηρέτηση με πλήρη καταγραφή όλων των δράσεων και αρμοδιοτήτων των φορέων του Δημοσίου.
Πιο συγκεκριμένα έχει ψηφιστεί από πέρυσι ο νόμος 4440/2016 για την δημιουργία ενός συνολικού Οργανογράμματος στον δημόσιο τομέα ώστε ν΄αποτυπώνονται τόσο η στελέχωση όσο και η διάρθρωση όλων των φορέων.
Με βάση την παραπάνω λογική του νόμου οφείλουν να καταγραφούν όλες οι θέσεις εργασίας ανά οργανική μονάδα σε συγκεκριμένα περιγράμματα θέσεων εργασίας (job descriptions) ώστε να γίνεται πλήρως κατανοητό, τί ακριβώς κάνει ο κάθε οργανισμός και με ποιους πόρους για να επιτελέσει το έργο του.
Η συνολική ευθύνη για την υποδομή του έργου ανήκει στο υπουργείο Διοικητικής Ανασυγκρότησης. Παρά το γεγονός ότι ο νόμος ψηφίστηκε τελικά το οργανόγραμμα δεν έχει καταστεί παντού υποχρεωτικό ανοίγοντας ένα σημαντικό παράθυρο αυθαιρεσιών και καθυστερήσεων στον ευρύτερο Δημόσιο τομέα.
Επί της ουσίας το νέο ψηφιακό οργανόγραμμα έρχεται να διασφαλίσει το Ενιαίο Σύστημα Κινητικότητας, το οποίο φαίνεται να υπολειτουργεί αν κρίνει κανείς από τις καταχωρήσεις των αρμοδίων οργανισμών, καθώς απώτερος στόχος είναι ο εντοπισμός αργομισθιών καθώς και προσωποπαγών θέσεων χωρίς ξεκάθαρες αρμοδιότητες και αντικείμενο.
Με βάση τα σημερινά δεδομένα, υπάρχει το ενδεχόμενο αρκετοί οργανισμοί να εντάσσονται επιλεκτικά στο ψηφιακό οργανόγραμμα, μόνο και εφόσον αναζητούν στελέχη από άλλους οργανισμούς του Δημοσίου, χωρίς την ρήτρα της υποχρεωτικότητας.
Είναι απολύτως απαραίτητο, να υπάρχει σαφέστατη καταγραφή όλων των φορέων του Δημοσίου μέσα από μια τυποποιημένη δομική αποτύπωση και μάλιστα ο κάθε οργανισμός να λαμβάνει τον αντίστοιχο Αριθμό Καταχώρησης στο Οργανόγραμμα (ΑΚΟ) ώστε να υπάρχει εντοπισμός και διορθωτικές ενέργειες αν προκύψουν.
Μάλιστα ο Οργανισμός Ανοιχτών Τεχνολογιών έχει επισημάνει τις αδυναμίες του παρόντος νομοθετικού πλαισίου και έχει προτείνει αρκετές τροποποιήσεις προς ενίσχυση της ψηφιακής πολιτικής του Δημοσίου, με στόχο να δύναται οποιοσδήποτε πολίτης να εντοπίζει υπηρεσίες, οργανισμούς και ρόλους στον δημόσιο τομέα κατ’αντιστοιχία με το πρόγραμμα Διαύγεια που ισχύει για πάσης φύσεως συμβάσεις.
Παρά βέβαια την έστω και ελλιπή προσπάθεια για την σύγκλιση των ψηφιακών πολιτικών μέσω και της σύστασης του νέου Υπουργείου Ψηφιακής πολιτικής, η Ελλάδα για το 2016 δεν απέφυγε ν’ αναφερθεί ως ουραγός κατακτώντας την 26η θέση στην ΕΕ από τις 28 χώρες όσον αφορά τον Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI) που ανακοινώνει η Κομισιόν. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι πρόκειται για έναν σύνθετο δείκτη που περιλαμβάνει μια σειρά από κριτήρια, από την συνδεσιμότητα και την χρήση του διαδικτύου φυσικών και νομικών προσώπων, το ανθρώπινο κεφάλαιο αλλά και το εύρος των δημόσιων ψηφιακών υπηρεσιών, ένας τομέας που έχει πολύ δρόμο να διανύσει ακόμα η χώρα όσον αφορά την ευρωπαϊκή σύγκλιση.
Η Ελλάδα όπως και οι περισσότερες χώρες της Ε.Ε., οφείλει να επενδύσει στα λεγόμενα ανοικτά δημόσια δεδομένα, με τεχνολογίες ανοικτού λογισμικού και όχι με αποσπασματικά έργα τα οποία δημιουργούν μη αξιοποιήσιμα δεδομένα.
Είναι εντυπωσιακό ότι παρά την ύπαρξη του σχετικού νόμου 4305/2014 για την ανάρτηση δεδομένων στο data.gov.gr του συνόλου των πληροφοριών και δεδομένων, μόλις 159 φορείς το έχουν πράξει από τους χιλιάδες που υφίστανται στην ουσία. Μάλιστα αρκετοί εξ’αυτών αναρτούν ανακοινώσεις χωρίς αξία οι οποίες ούτε αναγνωρίζονται ως ανοικτά δεδομένα ούτε ποσοτικοποιούνται.
Εν κατακλείδι, θα λέγαμε ότι η χώρα χρειάζεται άμεσα να ενεργοποιηθεί και να διασυνδεθεί ψηφιακά σε όλο το φάσμα του δημοσίου τομέα χωρίς εξαιρέσεις συγκεκριμένων φορέων, ώστε όλα τα δεδομένα να είναι αναγνώσιμα και αξιοποιήσιμα προς όφελος των πολιτών, δημιουργώντας συνέργειες και προοπτικές διαλειτουργικότητας για πολλούς δημόσιους φορείς, που έχουν παρεμφερείς υπηρεσίες χωρίς όμως να έχουν αξιολογηθεί ποτέ.
Η ψηφιακή σύγκλιση, η αξιολόγηση, η συνεργατικότητα και η συνδεσιμότητα όλων των υπηρεσιών σε πραγματικό χρόνο, μπορεί κυριολεκτικά να ωθήσει το κράτος σε καίριες και σημαντικές αποφάσεις που μπορούν υπό προϋποθέσεις ν’αυξήσουν σημαντικά την παραγωγικότητα αλλά και τα δημόσια έσοδα που τόσο έχει ανάγκη η χώρα μας.