Η φοροδιαφυγή, ως φαινόμενο είναι ένα διαχρονικό πρόβλημα με οικονομικές, κατά κύριο λόγο, αλλά και κοινωνικές προεκτάσεις, το οποίο ειδικά στις μέρες μας έχει πάρει επικίνδυνα μεγάλες διαστάσεις, όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά και σε άλλα κράτη.
Διάφορες έρευνες υπολογίζουν το μέγεθος της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα σε ποσοστό μεταξύ 6% έως 9% του ΑΕΠ ήτοι σε ποσό από 11 δισ. ευρώ έως 16 δισ. ευρώ. Ανεξάρτητα από την ακρίβεια του υπολογισμού του ανωτέρω ποσού, το γεγονός είναι ότι η κατάσταση που βιώνει η χώρα σήμερα οφείλεται, πέραν των άλλων, στο φαινόμενο αυτό.
Στο ερώτημα ποιοι ωφελούνται από τη φοροδιαφυγή η απάντηση είναι μόνο οι φοροφυγάδες. Η φοροδιαφυγή έχει δυσμενείς συνέπειες, διότι η απώλεια εσόδων εξ αυτής της αιτίας περιορίζει σημαντικά τη δυνατότητα κάλυψης των δημοσίων δαπανών με αποτέλεσμα η χώρα να καταφεύγει στον εξωτερικό δανεισμό με άμεση συνέπεια τη διόγκωση του δημόσιου χρέους, ένα χρέος το οποίο με δυσκολία μπορεί να καταστεί βιώσιμο, όσο το πρόβλημα αυτό παραμένει άλυτο. Παρά τις προσπάθειες που γίνονται το φαινόμενο αυτό αντί να περιορίζεται συνεχώς γιγαντώνεται. Οι φοροδιαφεύγοντες συνεχώς βρίσκουν νέους τρόπους, επιστρατεύοντας πολλές φορές και «τυπικώς νόμιμα» μέσα για να συνεχίσουν την εγκληματική, εις βάρος του κοινωνικού συνόλου, δραστηριότητά τους.
Η φοροδιαφυγή αποτελεί μεγάλη αδικία για τους ειλικρινείς και συνεπείς ή καλύτερα τους κατ’ ανάγκη συνεπείς φορολογούμενους, αφού το σύνολο της φορολογικής επιβάρυνσης μεταφέρεται ουσιαστικά σε αυτούς δημιουργώντας ανισότητα. Το πρόβλημα της ανισότητας εντείνεται, διότι όσοι δεν μπορούν ή δεν θέλουν να φοροδιαφεύγουν σηκώνουν το μεγαλύτερο βάρος διότι αφ’ ενός καταβάλλουν μεγαλύτερους φόρους και αφ’ ετέρου γίνονται αποδέκτες άλλων πρόσθετων μέτρων, τα οποία έχουν ως αποτέλεσμα τη συνεχή μείωση του πραγματικού τους εισοδήματος, συνεπώς μιλάμε για κοινωνική αδικία με ανυπολόγιστες συνέπειες.
Σ’ αυτή την κοινωνική αδικία ο πρώτος που πρέπει να αντιδράσει είναι ο συνεπής φορολογούμενος, αφού πρώτα και κύρια τα δικά του συμφέροντα θίγονται. Η συντήρηση ή/και η αποφυγή αντιμετώπισης του προβλήματος εμποδίζει την ανάπτυξη και συντηρεί μία κοινωνία διακρίσεων. Απαιτείται η ενεργός συμμετοχή όλων μας στην καταπολέμησή της φοροδιαφυγής, έτσι ώστε να κλείσει το δρόμο σ’ εκείνους οι οποίοι κινούνται αποκλειστικά και μόνο με βάση το προσωπικό τους συμφέρον, αδιαφορώντας για τις συνέπειες της ανεύθυνης συμπεριφοράς τους στο κοινωνικό σύνολο.
Η ολοσχερής εξάλειψη του φαινομένου της φοροδιαφυγής ίσως να ανήκει σε μία ιδανική κοινωνία, αλλά ο σημαντικός περιορισμός της είναι εφικτός και όλοι μας πρέπει να συστρατευτούμε στον αγώνα αυτό γιατί είναι βασική προϋπόθεση για την αποφυγή νέων μνημονίων και την έξοδο από την ύφεση.
Για τον περιορισμό του φαινομένου αυτού απαιτείται η αλλαγή της ασκούμενης φορολογικής πολιτικής η οποία δίνει απλόχερα το «άλλοθι» που χρειάζονται οι φοροφυγάδες και η αλλαγή του τρόπου με τον οποίο εμείς, οι πολίτες αυτής της χώρας, σκεφτόμαστε και δραστηριοποιούμαστε στις οικονομικές μας συναλλαγές είτε ως καταναλωτές είτε ως επιχειρηματίες. Η πολιτεία οφείλει να διαμορφώσει ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα με αναπτυξιακό και όχι εισπρακτικό χαρακτήρα και να αξιοποιεί τα φορολογικά έσοδα επ’ ωφελεία του κοινωνικού συνόλου, έτσι ώστε να αυξηθεί η εκούσια φορολογική συμμόρφωση και οι πολίτες οφείλουν να στηρίξουν τις υγιείς επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην επίσημη οικονομία.