Διασφαλισμένη είναι η επίτευξη του στόχου περί πρωτογενών πλεονασμάτων στο 3,5% του ΑΕΠ το 2019 σύμφωνα με την έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή για το τέταρτο τρίμηνο του 2019.
Μάλιστα, όπως επισήμανε κατά την παρουσίαση της έκθεσης ο επικεφαλής του Γραφείου, Φραγκίσκος Κουτεντάκης, το γεγονός ότι επιτυγχάνεται ο στόχος, παρά το μεγάλο πακέτο ελαφρύνσεων, αποδεικνύει την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Επίσης, ο κ. Κουτεντάκης διασαφήνισε πως δεν προκαλεί καμία ανησυχία μία νέα αύξηση του κατώτατου μισθού. Επισημάνσεις ωστόσο υπάρχουν στην Έκθεση για την αργή πορεία αποπληρωμής των οφειλών του δημοσίου, για την αργή ροή δανείων των τραπεζών, αλλά και για την ευνοϊκότερη μεταχείριση των ελεύθερων επαγγελματιών στο νέο ασφαλιστικό η οποία εκτιμάται ότι δεν προάγει την αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας.
Τα δημοσιονομικά στοιχεία
Σύμφωνα με την έκθεση, τα δημοσιονομικά δεδομένα "δείχνουν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά". Εκτιμάται πως το πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2019 θα διαμορφωθεί κοντά στα περσινά επίπεδα. "Αυτό καταδεικνύει τη δημοσιονομική ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας καθώς επιτυγχάνεται παρά τα επεκτατικά μέτρα που λήφθηκαν στη διάρκεια του έτους. Η διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας είναι ιδιαίτερα κρίσιμη αφού αποτελεί τη βασική συνθήκη διασφάλισης της αξιοπιστίας του ελληνικού δημοσίου".
Το πλεόνασμα Γενικής Κυβέρνησης όπως το υπολογίζει το Γραφείο εμφανίζεται το 2019 μικρότερο κατά 285 εκατ. ευρώ σε σχέση με το αντίστοιχο δωδεκάμηνο του προηγούμενου έτους (στα 6,355 δισ ευρώ από 6,640 δισ ευρώ προηγουμένως).
Αναφέρεται μάλιστα πως "σε αυτό το πλαίσιο, σημαντική θετική εξέλιξη αποτελεί η έκδοση 15ετούς ομολόγου με τρία πολύ ενθαρρυντικά χαρακτηριστικά, τη λήξη του ομολόγου πέραν του 2032, την ιδιαίτερα χαμηλή απόδοση και το υψηλό ποσοστό υπερκάλυψης. Τα ανωτέρω, σε συνδυασμό με την πρόσφατη υποχώρηση των αποδόσεων των δεκαετών ελληνικών ομολόγων κάτω από το 1%, συνηγορούν στη βελτίωση της εμπιστοσύνης των αγορών στα ελληνικά ομόλογα, και καταδεικνύουν ότι οι διεθνείς επενδυτές θεωρούν το ελληνικό χρέος βιώσιμο και παραμένουν αισιόδοξοι για τη μελλοντική πορεία της ελληνικής οικονομίας".
Ο κατώτατος μπορεί να αυξηθεί
Για το θέμα του κατώτατου μισθού στην έκθεση αναφέρεται πως παρά τις ανησυχίες υπήρξε μείωση του δείκτη μισθολογικού κόστους (-1,2%) σε ετήσια βάση κατά το τρίτο τρίμηνο του 2019, "ανακόπτοντας μια περίοδο εφτά τριμήνων συνεχούς αύξησης". Εκτιμάται πως "η εξέλιξη αυτή αποτελεί ένδειξη της περιορισμένης επίδρασης της αύξησης του κατώτατου μισθού (από τον Ιανουάριο 2019) στους υπόλοιπους μισθούς της οικονομίας (spillover)".
Η εν λόγω διαπίστωση, σε συνδυασμό με τη διατήρηση της αυξητικής τάσης στην απασχόληση, "δεν επιβεβαιώνει τις ανησυχίες που είχαν εκφραστεί σχετικά με τις ενδεχόμενες δυσμενείς επιδράσεις της αύξησης του κατώτατου μισθού και θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ενόψει των διαπραγματεύσεων για τη νέα αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού" αποφαίνεται το Γραφείο.
Η καλή πορεία της οικονομίας
Η έκθεση αναφέρει επίσης πως τα μακροοικονομικά δεδομένα της ελληνικής οικονομίας διατηρούν τη θετική δυναμική τους. Οι ρυθμοί μεγέθυνσης του δεύτερου και τρίτου τριμήνου του 2019 υπερβαίνουν το 2% υποδηλώνοντας επιτάχυνση της οικονομικής δραστηριότητας με ενισχυμένο τον ρόλο των εξαγωγών, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παραμένει ισορροπημένο, η ανεργία συνεχίζει να μειώνεται, η απασχόληση αυξάνεται και ο πληθωρισμός ανακάμπτει. Επιπλέον, οι βραχυχρόνιοι δείκτες οικονομικής δραστηριότητας καθώς και οι δείκτες προσδοκιών και οικονομικού κλίματος συνεχίζουν να κινούνται σε θετική κατεύθυνση.
"Με βάση τα ανωτέρω, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να συνεχιστεί, παρά την αυξημένη αβεβαιότητα από το εξωτερικό περιβάλλον και την υποτονική ανάπτυξη της οικονομίας της Ευρωζώνης" αποφαίνεται το Γραφείο. Εξηγεί επίσης πως το θετικό κλίμα αντανακλάται στην πρόσφατη αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας από τον οίκο Fitch (σε BB από ΒΒ- με θετικές προοπτικές) και στην άνοδο του χρηματιστηρίου. Σε αυτό το πλαίσιο οι χειμερινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έχουν αναθεωρήσει προς τα πάνω το ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας στο 2,2% για το 2019 και 2,4% για το 2020.
Οι εξωγενείς κίνδυνοι
Γίνεται αναφορά σε εξωγενείς κινδύνους για την ελληνική οικονομία. Συνδέονται, πέρα από τις γεωπολιτικές εντάσεις με την Τουρκία και την όξυνση του προσφυγικού και μεταναστευτικού προβλήματος, με την γενικότερη επιβράδυνση και αβεβαιότητα που επικρατεί στην παγκόσμια οικονομία που ενδέχεται να επιβαρύνει τον εγχώριο ρυθμό μεγέθυνσης μέσω της μείωσης των εξαγωγών. Η εξάπλωση του κοροναϊού συνιστά έναν πρόσθετο κίνδυνο καθώς, σε πρώτη φάση, αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά τις τουριστικές εισπράξεις και την οικονομική δραστηριότητα. Παράλληλα, η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τις ελληνικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αν δεν επιτευχθεί μια εμπορική συμφωνία μεταξύ ΕΕ και Ηνωμένου Βασιλείου για την περίοδο από το 2021 και μετά. Επιπλέον, η αστάθεια στις διεθνείς κεφαλαιαγορές και η αύξηση της αποστροφής κινδύνου των διεθνών επενδυτών θα μπορούσε να αντιστρέψει την παρατηρούμενη συνεχιζόμενη υποχώρηση του κόστους δανεισμού για το Ελληνικό Δημόσιο και συνακόλουθα για τον ιδιωτικό τομέα.
Το Γραφείο αναφέρει ως σημαντικό ζήτημα και το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (42,1% του συνόλου των δανείων μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2019, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος) αφού περιορίζει την ικανότητά του τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτήσει τις επενδύσεις και να στηρίξει την πραγματική οικονομία. Σε πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα, οι κίνδυνοι για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας συνδέονται, μεταξύ άλλων, με το δημογραφικό πρόβλημα, το χαμηλό απόθεμα κεφαλαίου και την χαμηλή συνολική παραγωγικότητα, επισημαίνεται.
Οι ληξιπρόθεσμες κράτους και ιδιωτών
Καταγράφεται τον Δεκέμβριο του 2019 μικρή μείωση των συνολικών ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Δημοσίου κατά 59 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με τον Δεκέμβριο του 2018. Ειδικότερα, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές μειώθηκαν κατά 220 εκατ. ευρώ φτάνοντας τα 1.278 εκατ. ευρώ και οι εκκρεμείς επιστροφές φόρων αυξήθηκαν κατά 161 εκατ. ευρώ φτάνοντας τα 667 εκατ. ευρώ.
Αναφορικά με το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο των χρεών ιδιωτών προς τις εφορίες στο τέλος του τέταρτου τριμήνου του 2019, διαμορφώθηκε στα 105,6 δις ευρώ, αυξημένο κατά 1,3 δις ευρώ σε σχέση με το τέταρτο τρίμηνο του 2018 και κατά 707,7 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το τρίτο τρίμηνο του 2019. Η ετήσια αύξηση οφείλεται σύμφωνα με το Γραφείο στο γεγονός ότι μέχρι το τέλος του τέταρτου τριμήνου οι εκροές από το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο, δηλαδή οι εισπράξεις και διαγραφές ληξιπρόθεσμων οφειλών (7,5 δις ευρώ), ήταν λιγότερες από τις εισροές, δηλαδή τη δημιουργία νέων ληξιπρόθεσμων οφειλών (8,8 δις ευρώ).
Ωστόσο, το "πραγματικό" ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο, δηλαδή το συνολικό υπόλοιπο μετά την αφαίρεση των οφειλών οι οποίες χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης παρουσιάζει μείωση σε σχέση με την ίδια περίοδο του προηγούμενου έτους κατά 2,2 δις ευρώ με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται στα 84,1 δις ευρώ την 1/1/2020. Παράλληλα, μείωση κατά 1,6 δισ. ευρώ σημειώνει το "πραγματικό" ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο.
Μείωση παρουσίασαν και οι οφειλές προς τα Ταμεία. Καταγράφεται μείωση κατά 159,3 εκατ. ευρώ το 4ο τρίμηνο σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, ενώ οι κύριες οφειλές μειώθηκαν κατά 197,2 εκατ. ευρώ.
Κριτική για το ασφαλιστικό
Το Γραφείο ωστόσο εκφράζει τις ενστάσεις του για το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο. Αναφέρει πως στα θετικά προσμετράται η αύξηση στα ποσοστά αναπλήρωσης για χρόνο ασφάλισης μεγαλύτερο των 30 ετών, αλλά και το ότι μειώνονται οι εισφορές της μισθωτής εργασίας για επιδόματα ανεργίας, εργατική κατοικία και εργατική εστία, καταργείται το ανώτατο όριο του αθροίσματος κύριας και επικουρικής σύνταξης, θεσπίζεται προαιρετική ασφάλιση για λήψη επικουρικής σύνταξης και εφάπαξ παροχής και ολοκληρώνεται η ενοποίηση των ασφαλιστικών φορέων με την ένταξη του ΕΤΕΑΕΠ στον ΕΦΚΑ. Επίσης, καταργείται η 13η σύνταξη και η εξοικονόμηση που προκύπτει (0,5% του ΑΕΠ) κατευθύνεται στη συμμόρφωση με τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και σε άλλες πολιτικές κοινωνικής ασφάλισης, πρόνοιας και κοινωνικής αλληλεγγύης και υγείας.
Ωστόσο, επισημαίνεται πως "η πιο σημαντική αλλαγή που εισάγει το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο είναι η αποσύνδεση των εισφορών από το εισόδημα για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αγρότες, με τη θέσπιση έξι κατηγοριών εισφορών από τις οποίες μπορεί να επιλέξει ελεύθερα ο ασφαλισμένος". Εξηγεί λοιπόν πως "πρόκειται ουσιαστικά για επαναφορά του καθεστώτος που τροποποίησε η ασφαλιστική μεταρρύθμιση του νόμου 4387/2016, στα πλαίσια εξορθολογισμού του συστήματος και ίσης μεταχείρισης των ασφαλισμένων, αυτοαπασχολούμενων ή μισθωτών. Η ακύρωση αυτής της μεταρρύθμισης επανεισάγει την ευνοϊκότερη μεταχείριση των ελεύθερων επαγγελματιών σε σχέση με τους υπόλοιπους εργαζόμενους, μια από τις βασικές αιτίες των ιδιαίτερα υψηλών ποσοστών αυτοαπασχόλησης (χωρίς προσωπικό) που καταγράφει διαχρονικά η χώρα μας (22% έναντι 9% στην Ευρωζώνη) με αρνητικές επιπτώσεις στη συνολική παραγωγικότητα και στα δημόσια έσοδα".
Μάλιστα, όπως επισήμανε κατά την παρουσίαση της έκθεσης ο επικεφαλής του Γραφείου, Φραγκίσκος Κουτεντάκης, το γεγονός ότι επιτυγχάνεται ο στόχος, παρά το μεγάλο πακέτο ελαφρύνσεων, αποδεικνύει την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Επίσης, ο κ. Κουτεντάκης διασαφήνισε πως δεν προκαλεί καμία ανησυχία μία νέα αύξηση του κατώτατου μισθού. Επισημάνσεις ωστόσο υπάρχουν στην Έκθεση για την αργή πορεία αποπληρωμής των οφειλών του δημοσίου, για την αργή ροή δανείων των τραπεζών, αλλά και για την ευνοϊκότερη μεταχείριση των ελεύθερων επαγγελματιών στο νέο ασφαλιστικό η οποία εκτιμάται ότι δεν προάγει την αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας.
Τα δημοσιονομικά στοιχεία
Σύμφωνα με την έκθεση, τα δημοσιονομικά δεδομένα "δείχνουν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά". Εκτιμάται πως το πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2019 θα διαμορφωθεί κοντά στα περσινά επίπεδα. "Αυτό καταδεικνύει τη δημοσιονομική ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας καθώς επιτυγχάνεται παρά τα επεκτατικά μέτρα που λήφθηκαν στη διάρκεια του έτους. Η διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας είναι ιδιαίτερα κρίσιμη αφού αποτελεί τη βασική συνθήκη διασφάλισης της αξιοπιστίας του ελληνικού δημοσίου".
Το πλεόνασμα Γενικής Κυβέρνησης όπως το υπολογίζει το Γραφείο εμφανίζεται το 2019 μικρότερο κατά 285 εκατ. ευρώ σε σχέση με το αντίστοιχο δωδεκάμηνο του προηγούμενου έτους (στα 6,355 δισ ευρώ από 6,640 δισ ευρώ προηγουμένως).
Αναφέρεται μάλιστα πως "σε αυτό το πλαίσιο, σημαντική θετική εξέλιξη αποτελεί η έκδοση 15ετούς ομολόγου με τρία πολύ ενθαρρυντικά χαρακτηριστικά, τη λήξη του ομολόγου πέραν του 2032, την ιδιαίτερα χαμηλή απόδοση και το υψηλό ποσοστό υπερκάλυψης. Τα ανωτέρω, σε συνδυασμό με την πρόσφατη υποχώρηση των αποδόσεων των δεκαετών ελληνικών ομολόγων κάτω από το 1%, συνηγορούν στη βελτίωση της εμπιστοσύνης των αγορών στα ελληνικά ομόλογα, και καταδεικνύουν ότι οι διεθνείς επενδυτές θεωρούν το ελληνικό χρέος βιώσιμο και παραμένουν αισιόδοξοι για τη μελλοντική πορεία της ελληνικής οικονομίας".
Ο κατώτατος μπορεί να αυξηθεί
Για το θέμα του κατώτατου μισθού στην έκθεση αναφέρεται πως παρά τις ανησυχίες υπήρξε μείωση του δείκτη μισθολογικού κόστους (-1,2%) σε ετήσια βάση κατά το τρίτο τρίμηνο του 2019, "ανακόπτοντας μια περίοδο εφτά τριμήνων συνεχούς αύξησης". Εκτιμάται πως "η εξέλιξη αυτή αποτελεί ένδειξη της περιορισμένης επίδρασης της αύξησης του κατώτατου μισθού (από τον Ιανουάριο 2019) στους υπόλοιπους μισθούς της οικονομίας (spillover)".
Η εν λόγω διαπίστωση, σε συνδυασμό με τη διατήρηση της αυξητικής τάσης στην απασχόληση, "δεν επιβεβαιώνει τις ανησυχίες που είχαν εκφραστεί σχετικά με τις ενδεχόμενες δυσμενείς επιδράσεις της αύξησης του κατώτατου μισθού και θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ενόψει των διαπραγματεύσεων για τη νέα αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού" αποφαίνεται το Γραφείο.
Η καλή πορεία της οικονομίας
Η έκθεση αναφέρει επίσης πως τα μακροοικονομικά δεδομένα της ελληνικής οικονομίας διατηρούν τη θετική δυναμική τους. Οι ρυθμοί μεγέθυνσης του δεύτερου και τρίτου τριμήνου του 2019 υπερβαίνουν το 2% υποδηλώνοντας επιτάχυνση της οικονομικής δραστηριότητας με ενισχυμένο τον ρόλο των εξαγωγών, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παραμένει ισορροπημένο, η ανεργία συνεχίζει να μειώνεται, η απασχόληση αυξάνεται και ο πληθωρισμός ανακάμπτει. Επιπλέον, οι βραχυχρόνιοι δείκτες οικονομικής δραστηριότητας καθώς και οι δείκτες προσδοκιών και οικονομικού κλίματος συνεχίζουν να κινούνται σε θετική κατεύθυνση.
"Με βάση τα ανωτέρω, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να συνεχιστεί, παρά την αυξημένη αβεβαιότητα από το εξωτερικό περιβάλλον και την υποτονική ανάπτυξη της οικονομίας της Ευρωζώνης" αποφαίνεται το Γραφείο. Εξηγεί επίσης πως το θετικό κλίμα αντανακλάται στην πρόσφατη αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας από τον οίκο Fitch (σε BB από ΒΒ- με θετικές προοπτικές) και στην άνοδο του χρηματιστηρίου. Σε αυτό το πλαίσιο οι χειμερινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έχουν αναθεωρήσει προς τα πάνω το ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας στο 2,2% για το 2019 και 2,4% για το 2020.
Οι εξωγενείς κίνδυνοι
Γίνεται αναφορά σε εξωγενείς κινδύνους για την ελληνική οικονομία. Συνδέονται, πέρα από τις γεωπολιτικές εντάσεις με την Τουρκία και την όξυνση του προσφυγικού και μεταναστευτικού προβλήματος, με την γενικότερη επιβράδυνση και αβεβαιότητα που επικρατεί στην παγκόσμια οικονομία που ενδέχεται να επιβαρύνει τον εγχώριο ρυθμό μεγέθυνσης μέσω της μείωσης των εξαγωγών. Η εξάπλωση του κοροναϊού συνιστά έναν πρόσθετο κίνδυνο καθώς, σε πρώτη φάση, αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά τις τουριστικές εισπράξεις και την οικονομική δραστηριότητα. Παράλληλα, η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τις ελληνικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αν δεν επιτευχθεί μια εμπορική συμφωνία μεταξύ ΕΕ και Ηνωμένου Βασιλείου για την περίοδο από το 2021 και μετά. Επιπλέον, η αστάθεια στις διεθνείς κεφαλαιαγορές και η αύξηση της αποστροφής κινδύνου των διεθνών επενδυτών θα μπορούσε να αντιστρέψει την παρατηρούμενη συνεχιζόμενη υποχώρηση του κόστους δανεισμού για το Ελληνικό Δημόσιο και συνακόλουθα για τον ιδιωτικό τομέα.
Το Γραφείο αναφέρει ως σημαντικό ζήτημα και το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (42,1% του συνόλου των δανείων μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2019, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος) αφού περιορίζει την ικανότητά του τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτήσει τις επενδύσεις και να στηρίξει την πραγματική οικονομία. Σε πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα, οι κίνδυνοι για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας συνδέονται, μεταξύ άλλων, με το δημογραφικό πρόβλημα, το χαμηλό απόθεμα κεφαλαίου και την χαμηλή συνολική παραγωγικότητα, επισημαίνεται.
Οι ληξιπρόθεσμες κράτους και ιδιωτών
Καταγράφεται τον Δεκέμβριο του 2019 μικρή μείωση των συνολικών ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Δημοσίου κατά 59 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με τον Δεκέμβριο του 2018. Ειδικότερα, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές μειώθηκαν κατά 220 εκατ. ευρώ φτάνοντας τα 1.278 εκατ. ευρώ και οι εκκρεμείς επιστροφές φόρων αυξήθηκαν κατά 161 εκατ. ευρώ φτάνοντας τα 667 εκατ. ευρώ.
Αναφορικά με το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο των χρεών ιδιωτών προς τις εφορίες στο τέλος του τέταρτου τριμήνου του 2019, διαμορφώθηκε στα 105,6 δις ευρώ, αυξημένο κατά 1,3 δις ευρώ σε σχέση με το τέταρτο τρίμηνο του 2018 και κατά 707,7 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το τρίτο τρίμηνο του 2019. Η ετήσια αύξηση οφείλεται σύμφωνα με το Γραφείο στο γεγονός ότι μέχρι το τέλος του τέταρτου τριμήνου οι εκροές από το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο, δηλαδή οι εισπράξεις και διαγραφές ληξιπρόθεσμων οφειλών (7,5 δις ευρώ), ήταν λιγότερες από τις εισροές, δηλαδή τη δημιουργία νέων ληξιπρόθεσμων οφειλών (8,8 δις ευρώ).
Ωστόσο, το "πραγματικό" ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο, δηλαδή το συνολικό υπόλοιπο μετά την αφαίρεση των οφειλών οι οποίες χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης παρουσιάζει μείωση σε σχέση με την ίδια περίοδο του προηγούμενου έτους κατά 2,2 δις ευρώ με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται στα 84,1 δις ευρώ την 1/1/2020. Παράλληλα, μείωση κατά 1,6 δισ. ευρώ σημειώνει το "πραγματικό" ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο.
Μείωση παρουσίασαν και οι οφειλές προς τα Ταμεία. Καταγράφεται μείωση κατά 159,3 εκατ. ευρώ το 4ο τρίμηνο σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, ενώ οι κύριες οφειλές μειώθηκαν κατά 197,2 εκατ. ευρώ.
Κριτική για το ασφαλιστικό
Το Γραφείο ωστόσο εκφράζει τις ενστάσεις του για το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο. Αναφέρει πως στα θετικά προσμετράται η αύξηση στα ποσοστά αναπλήρωσης για χρόνο ασφάλισης μεγαλύτερο των 30 ετών, αλλά και το ότι μειώνονται οι εισφορές της μισθωτής εργασίας για επιδόματα ανεργίας, εργατική κατοικία και εργατική εστία, καταργείται το ανώτατο όριο του αθροίσματος κύριας και επικουρικής σύνταξης, θεσπίζεται προαιρετική ασφάλιση για λήψη επικουρικής σύνταξης και εφάπαξ παροχής και ολοκληρώνεται η ενοποίηση των ασφαλιστικών φορέων με την ένταξη του ΕΤΕΑΕΠ στον ΕΦΚΑ. Επίσης, καταργείται η 13η σύνταξη και η εξοικονόμηση που προκύπτει (0,5% του ΑΕΠ) κατευθύνεται στη συμμόρφωση με τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και σε άλλες πολιτικές κοινωνικής ασφάλισης, πρόνοιας και κοινωνικής αλληλεγγύης και υγείας.
Ωστόσο, επισημαίνεται πως "η πιο σημαντική αλλαγή που εισάγει το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο είναι η αποσύνδεση των εισφορών από το εισόδημα για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αγρότες, με τη θέσπιση έξι κατηγοριών εισφορών από τις οποίες μπορεί να επιλέξει ελεύθερα ο ασφαλισμένος". Εξηγεί λοιπόν πως "πρόκειται ουσιαστικά για επαναφορά του καθεστώτος που τροποποίησε η ασφαλιστική μεταρρύθμιση του νόμου 4387/2016, στα πλαίσια εξορθολογισμού του συστήματος και ίσης μεταχείρισης των ασφαλισμένων, αυτοαπασχολούμενων ή μισθωτών. Η ακύρωση αυτής της μεταρρύθμισης επανεισάγει την ευνοϊκότερη μεταχείριση των ελεύθερων επαγγελματιών σε σχέση με τους υπόλοιπους εργαζόμενους, μια από τις βασικές αιτίες των ιδιαίτερα υψηλών ποσοστών αυτοαπασχόλησης (χωρίς προσωπικό) που καταγράφει διαχρονικά η χώρα μας (22% έναντι 9% στην Ευρωζώνη) με αρνητικές επιπτώσεις στη συνολική παραγωγικότητα και στα δημόσια έσοδα".