Σε μεταβατική κατάσταση βρίσκεται το "καθεστώς" των ασφαλιστικών εισφορών όσων αμείβονται με απόδειξη δαπάνης.
Αν και στο ασφαλιστικό νομοσχέδιο, το οποίο έθεσε σε "δημόσια διαβούλευση" ο Υπουργός Εργασίας Γιάννης Βρούτσης, δεν προέβλεψε καμία σχετική διάταξη, κύκλοι του ίδιου Υπουργείου ανέφεραν πως βρίσκονται υπό εξέταση αλλαγές.
Οι αλλαγές αυτές, όμως, σημειώνουν οι ίδιες πηγές, δεν είναι ακόμα σαφές αν θα ενταχθούν είτε ως διάταξη στο τελικό νομοσχέδιο Βρούτση, το οποίο θα κατατεθεί μετά τις 7 Φεβρουαρίου στη Βουλή, είτε ως τροπολογία αφού κατατεθεί στη Βουλή το εν λόγω ν/σ, είτε ως τροπολογία άλλου νομοσχεδίου αφού ψηφισθεί το νέο ασφαλιστικό.
Οι ίδιες πηγές αναφέρουν, πάντως, πως στην όλη ενδοκυβερνητική συζήτηση για τις εισφορές στις αποδείξεις δαπάνης εμπλέκεται και, μάλιστα, με αποφασιστικό τρόπο το Υπουργείο Οικονομικών.
Υπενθυμίζεται πως από την 1η/1/2019, με τροπολογία που είχε περάσει η προηγούμενη κυβέρνηση, ίσχυσαν εισφορές κύριας σύνταξης και υγείας ύψους 20,2% επί της καθαρής, μετά φόρων, αμοιβής με απόδειξη δαπάνης (τίτλος κτήσης, παραστατικό παρεχομένων υπηρεσιών) έως 10.000 ευρώ ετησίως.
Το ποσοστό του 20,2% (13,3% για κύρια σύνταξη και 6,9% για υγεία) υιοθετήθηκε από πλευράς κυβέρνησης τότε λόγω του αντίστοιχου που ίσχυσε πέρσι για όλους τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αυτοαπασχολούμενους με ετήσιο εισόδημα πάνω από 7.800 ευρώ ετησίως.
Ωστόσο, ολόκληρο το σύστημα υπολογισμού των εισφορών των επαγγελματιών ως ποσοστό επί του εισοδήματός τους (σύμφωνα με τον νόμο Κατρούγκαλου που ισχύει από το 2017) θα πάψει να ισχύει από φέτος, αφότου ψηφισθεί το ν/σ Βρούτση το οποίο προβλέπει ένα εντελώς νέο σύστημα ελεύθερης επιλογής 6 ασφαλιστικών κατηγοριών, με κατώτατη εκείνη των 210 ευρώ/μήνα και ανώτατη εκείνη των 566 ευρώ/μήνα.
Συνεπώς, μία συνέχιση των εισφορών ύψους 20,2% και μάλιστα επί των καθαρών, μετά φόρων αποδοχών των αμειβομένων με απόδειξη δαπάνης εκτιμάται εξαιρετικά δύσκολο να πραγματοποιηθεί, σύμφωνα με κύκλους των ταμείων.
Αυτό δεν σημαίνει πως εισφορές άλλου ποσοστού, π.χ. 27,1%, όπως ισχύει για τους μισθωτούς, δεν θα μπορούσαν (αν και κάτι τέτοιο δεν θεωρείται πολύ πιθανόν) να επιβληθούν επί των αποδοχών των αμειβομένων με απόδειξη δαπάνης και να τις μοιρασθούν εργοδότες (17,88%) και αμειβόμενοι ασφαλισμένοι (9,22%), σημειώνουν οι ίδιες πηγές. Όμως, ένα τέτοιο "καθεστώς" εισφορών -εκτός αν επιβαλλόταν επί των καθαρών και όχι επί των μικτών αποδοχών- θα ταύτιζε τους αμειβομένους με απόδειξη δαπάνης με εκείνους που πληρώνονται με "μπλοκάκι" από έως 2 εργοδότες και έτσι θα εξίσωνε, από πλευράς εισφορών, τις δύο μορφές απασχόλησης.
Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, σε παρόμοια με την παραπάνω κατεύθυνση (δηλαδή της "μισθωτοποίησης" του "καθεστώτος" των εισφορών των απασχολούμενων με απόδειξη δαπάνης), δεν θα πρέπει, καθόλου, να αποκλείεται μία "προσομοίωση" του "καθεστώτος" των αμειβομένων με απόδειξη δαπάνης με εκείνο που ισχύει για τους αμειβομένους με εργόσημο.
Δηλαδή να επιβληθούν εισφορές 25% (15,48% για τον εργοδότη και 9,52% για τον αμειβόμενο ασφαλισμένο) επί της αμοιβής του απασχολούμενου, στην οποία, να σημειωθεί, δεν προβλέπεται καμία παρακράτηση φόρου.
Ένα άλλο, μάλλον "ακραίο", σενάριο προβλέπει την υπαγωγή των αμειβομένων με απόδειξη δαπάνης στο νέο "καθεστώς" που προβλέπει το ν/σ Βρούτση για τους επαγγελματίες, δηλαδή να προβλεφθεί και γι' αυτούς η δυνατότητα επιλογής ασφαλιστικής κατηγορίας (με κατώτατη εκείνη των 210 ευρώ/μήνα) ή ενδεχομένως η υπαγωγή τους στην ειδική κατηγορία των επαγγελματιών με έως 5 έτη ασφάλισης. Ωστόσο, κάτι τέτοιο, εκτιμούν οι ίδιες πηγές, δύσκολα θα προκρινόταν, καθώς θα ισοδυναμούσε ουσιαστικά με ταύτιση των αμειβομένων με απόδειξη δαπάνης με τους αμειβομένους με δελτίο παροχής υπηρεσιών ("μπλοκάκι") με πάνω από 2 εργοδότες, εξισώνοντας από άποψης εισφορών, τις δύο αυτές μορφές απασχόλησης.
Σε περίπτωση που δεν επιλεγεί η "προσομοίωση" ή ακόμα και ταύτιση του "καθεστώτος" εισφορών στις αποδείξεις δαπάνης με εκείνο του εργοσήμου, δύο είναι τα κρίσιμα σημεία που θα μπορούσαν να διαφοροποιήσουν τις εισφορές στις αποδείξεις δαπάνης από τις εισφορές στο "μπλοκάκι".
Το πρώτο είναι το όριο εισοδήματος το οποίο μπορεί να υπαχθεί στο "καθεστώς" με απόδειξη δαπάνης, ενώ το δεύτερο, οι διατάξεις του ν/σ Βρούτση περί παράλληλης ασφάλισης.
Αυτό σημαίνει, λαμβάνοντας υπόψη το πρώτο σημείο, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, πως θα μπορούσε να τεθεί ένα νέο ανώτατο "πλαφόν" μέχρι το οποίο θα ίσχυε ένα ειδικό "καθεστώς" χαμηλότερων (σε σχέση με εκείνες που προβλέπονται για τα "μπλοκάκια") εισφορών ή ακόμα και απαλλαγής από εισφορές.
Προ του 2019 το "πλαφόν" αυτό ανερχόταν στα 10.000 ευρώ ετησίως. Από φέτος, το "πλαφόν" θα μπορούσε να πέσει στα 5.000 ευρώ ετησίως ή στα 3.000 ευρώ ετησίως.
Λαμβάνοντας υπόψη το δεύτερο σημείο –δηλαδή το επερχόμενο "καθεστώς" απαλλαγής από εισφορές σε όσους επαγγελματίες ασκούν παράλληλα και άλλη ή άλλες δραστηριότητες ή παρέχουν παράλληλα μισθωτές υπηρεσίες (εφόσον καταβάλλουν κάθε μήνα 252 ευρώ)– ανοίγει ο δρόμος, έμμεσα για μία –ίσως, χωρίς επιπλέον όρους– απαλλαγή από εισφορές για όσους επαγγελματίες ή μισθωτούς, κόβουν παράλληλα απόδειξη δαπάνης.
Αν και στο ασφαλιστικό νομοσχέδιο, το οποίο έθεσε σε "δημόσια διαβούλευση" ο Υπουργός Εργασίας Γιάννης Βρούτσης, δεν προέβλεψε καμία σχετική διάταξη, κύκλοι του ίδιου Υπουργείου ανέφεραν πως βρίσκονται υπό εξέταση αλλαγές.
Οι αλλαγές αυτές, όμως, σημειώνουν οι ίδιες πηγές, δεν είναι ακόμα σαφές αν θα ενταχθούν είτε ως διάταξη στο τελικό νομοσχέδιο Βρούτση, το οποίο θα κατατεθεί μετά τις 7 Φεβρουαρίου στη Βουλή, είτε ως τροπολογία αφού κατατεθεί στη Βουλή το εν λόγω ν/σ, είτε ως τροπολογία άλλου νομοσχεδίου αφού ψηφισθεί το νέο ασφαλιστικό.
Οι ίδιες πηγές αναφέρουν, πάντως, πως στην όλη ενδοκυβερνητική συζήτηση για τις εισφορές στις αποδείξεις δαπάνης εμπλέκεται και, μάλιστα, με αποφασιστικό τρόπο το Υπουργείο Οικονομικών.
Υπενθυμίζεται πως από την 1η/1/2019, με τροπολογία που είχε περάσει η προηγούμενη κυβέρνηση, ίσχυσαν εισφορές κύριας σύνταξης και υγείας ύψους 20,2% επί της καθαρής, μετά φόρων, αμοιβής με απόδειξη δαπάνης (τίτλος κτήσης, παραστατικό παρεχομένων υπηρεσιών) έως 10.000 ευρώ ετησίως.
Το ποσοστό του 20,2% (13,3% για κύρια σύνταξη και 6,9% για υγεία) υιοθετήθηκε από πλευράς κυβέρνησης τότε λόγω του αντίστοιχου που ίσχυσε πέρσι για όλους τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αυτοαπασχολούμενους με ετήσιο εισόδημα πάνω από 7.800 ευρώ ετησίως.
Ωστόσο, ολόκληρο το σύστημα υπολογισμού των εισφορών των επαγγελματιών ως ποσοστό επί του εισοδήματός τους (σύμφωνα με τον νόμο Κατρούγκαλου που ισχύει από το 2017) θα πάψει να ισχύει από φέτος, αφότου ψηφισθεί το ν/σ Βρούτση το οποίο προβλέπει ένα εντελώς νέο σύστημα ελεύθερης επιλογής 6 ασφαλιστικών κατηγοριών, με κατώτατη εκείνη των 210 ευρώ/μήνα και ανώτατη εκείνη των 566 ευρώ/μήνα.
Συνεπώς, μία συνέχιση των εισφορών ύψους 20,2% και μάλιστα επί των καθαρών, μετά φόρων αποδοχών των αμειβομένων με απόδειξη δαπάνης εκτιμάται εξαιρετικά δύσκολο να πραγματοποιηθεί, σύμφωνα με κύκλους των ταμείων.
Αυτό δεν σημαίνει πως εισφορές άλλου ποσοστού, π.χ. 27,1%, όπως ισχύει για τους μισθωτούς, δεν θα μπορούσαν (αν και κάτι τέτοιο δεν θεωρείται πολύ πιθανόν) να επιβληθούν επί των αποδοχών των αμειβομένων με απόδειξη δαπάνης και να τις μοιρασθούν εργοδότες (17,88%) και αμειβόμενοι ασφαλισμένοι (9,22%), σημειώνουν οι ίδιες πηγές. Όμως, ένα τέτοιο "καθεστώς" εισφορών -εκτός αν επιβαλλόταν επί των καθαρών και όχι επί των μικτών αποδοχών- θα ταύτιζε τους αμειβομένους με απόδειξη δαπάνης με εκείνους που πληρώνονται με "μπλοκάκι" από έως 2 εργοδότες και έτσι θα εξίσωνε, από πλευράς εισφορών, τις δύο μορφές απασχόλησης.
Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, σε παρόμοια με την παραπάνω κατεύθυνση (δηλαδή της "μισθωτοποίησης" του "καθεστώτος" των εισφορών των απασχολούμενων με απόδειξη δαπάνης), δεν θα πρέπει, καθόλου, να αποκλείεται μία "προσομοίωση" του "καθεστώτος" των αμειβομένων με απόδειξη δαπάνης με εκείνο που ισχύει για τους αμειβομένους με εργόσημο.
Δηλαδή να επιβληθούν εισφορές 25% (15,48% για τον εργοδότη και 9,52% για τον αμειβόμενο ασφαλισμένο) επί της αμοιβής του απασχολούμενου, στην οποία, να σημειωθεί, δεν προβλέπεται καμία παρακράτηση φόρου.
Ένα άλλο, μάλλον "ακραίο", σενάριο προβλέπει την υπαγωγή των αμειβομένων με απόδειξη δαπάνης στο νέο "καθεστώς" που προβλέπει το ν/σ Βρούτση για τους επαγγελματίες, δηλαδή να προβλεφθεί και γι' αυτούς η δυνατότητα επιλογής ασφαλιστικής κατηγορίας (με κατώτατη εκείνη των 210 ευρώ/μήνα) ή ενδεχομένως η υπαγωγή τους στην ειδική κατηγορία των επαγγελματιών με έως 5 έτη ασφάλισης. Ωστόσο, κάτι τέτοιο, εκτιμούν οι ίδιες πηγές, δύσκολα θα προκρινόταν, καθώς θα ισοδυναμούσε ουσιαστικά με ταύτιση των αμειβομένων με απόδειξη δαπάνης με τους αμειβομένους με δελτίο παροχής υπηρεσιών ("μπλοκάκι") με πάνω από 2 εργοδότες, εξισώνοντας από άποψης εισφορών, τις δύο αυτές μορφές απασχόλησης.
Σε περίπτωση που δεν επιλεγεί η "προσομοίωση" ή ακόμα και ταύτιση του "καθεστώτος" εισφορών στις αποδείξεις δαπάνης με εκείνο του εργοσήμου, δύο είναι τα κρίσιμα σημεία που θα μπορούσαν να διαφοροποιήσουν τις εισφορές στις αποδείξεις δαπάνης από τις εισφορές στο "μπλοκάκι".
Το πρώτο είναι το όριο εισοδήματος το οποίο μπορεί να υπαχθεί στο "καθεστώς" με απόδειξη δαπάνης, ενώ το δεύτερο, οι διατάξεις του ν/σ Βρούτση περί παράλληλης ασφάλισης.
Αυτό σημαίνει, λαμβάνοντας υπόψη το πρώτο σημείο, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, πως θα μπορούσε να τεθεί ένα νέο ανώτατο "πλαφόν" μέχρι το οποίο θα ίσχυε ένα ειδικό "καθεστώς" χαμηλότερων (σε σχέση με εκείνες που προβλέπονται για τα "μπλοκάκια") εισφορών ή ακόμα και απαλλαγής από εισφορές.
Προ του 2019 το "πλαφόν" αυτό ανερχόταν στα 10.000 ευρώ ετησίως. Από φέτος, το "πλαφόν" θα μπορούσε να πέσει στα 5.000 ευρώ ετησίως ή στα 3.000 ευρώ ετησίως.
Λαμβάνοντας υπόψη το δεύτερο σημείο –δηλαδή το επερχόμενο "καθεστώς" απαλλαγής από εισφορές σε όσους επαγγελματίες ασκούν παράλληλα και άλλη ή άλλες δραστηριότητες ή παρέχουν παράλληλα μισθωτές υπηρεσίες (εφόσον καταβάλλουν κάθε μήνα 252 ευρώ)– ανοίγει ο δρόμος, έμμεσα για μία –ίσως, χωρίς επιπλέον όρους– απαλλαγή από εισφορές για όσους επαγγελματίες ή μισθωτούς, κόβουν παράλληλα απόδειξη δαπάνης.