Η καθυστέρηση στην πληρωμή των υποχρεώσεων των φορέων του "ευρύτερου" δημοσίου προς τον επιχειρηματικό κόσμο δεν αποτελούν μόνο αντικείμενο κριτικής από τους "θεσμούς", οι οποίοι περιμένουν νεότερα στοιχεία έως τις 15/2 για την απομείωση των περίπου 2 δισ. ευρώ που παραμένουν απλήρωτα.
Πλέον, το εν λόγω ζήτημα έχει και μια δικαστική πτυχή. Η καταδίκη της Ιταλίας από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μένει να φανεί αν θα ανοίξει τον δρόμο για ανάλογες διεκδικήσεις και από άλλα κράτη-μέλη, όπως η Ελλάδα.
Το ζήτημα έχει δημοσιονομική πτυχή. Καθώς μπορούν οι εταιρείες, οι οποίες έχουν συμβάσεις με το δημόσιο, να ζητήσουν να εφαρμοσθεί η οδηγία που προβλέπει ακόμη και τόκο 8% στις οφειλές προς τον επιχειρηματικό κόσμο.
Έτσι, οι πιέσεις για την εξάλλειψη της "πληγής" που μειώνει τη ρευστότητα προς την αγορά αυξάνονται. Προς αυτή την κατεύθυνση άλλωστε κινήθηκε και η εγκύκλιος που εξέδωσαν οι υπηρεσίες του αρμόδιου υφυπουργού Οικονομικών Θοδωρή Σκυλακάκη και προειδοποιούν τους αρμόδιους φορείς (νοσοκομείο, ΔΕΚΟ, ασφαλιστικά ταμεία, ΟΤΑ κ.λπ.), που συνεχίζουν να παράγουν -αν και με μειούμενο ρυθμό- κρατικές οφειλές, να επιταχύνουν στοχευμένα τη δράση τους.
Η καταδίκη
Με την απόφαση "Επιτροπή κατά Ιταλίας" (Οδηγία για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών C-122/18), η οποία εκδόθηκε στις 28 Ιανουαρίου 2020, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) διαπίστωσε παράβαση εκ μέρους της Ιταλίας της οδηγίας 2011/7/ΕΕ, για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές. Αναφέρεται ότι η Ιταλία παρέλειψε να διασφαλίσει την αποτελεσματική τήρηση των προθεσμιών πληρωμής, οι οποίες δεν υπερβαίνουν τις 30 ή τις 60 ημερολογιακές ημέρες.
Στην Επιτροπή υποβλήθηκαν διάφορες καταγγελίες από επιχειρηματίες και ενώσεις επιχειρηματιών της Ιταλίας. Κατήγγειλαν τις υπερβολικά μακρές προθεσμίες εντός των οποίων οι ιταλικές δημόσιες αρχές συστηματικώς εξοφλούν τα τιμολόγιά τους όσον αφορά εμπορικές συναλλαγές με ιδιώτες επιχειρηματίες. Μετά από αυτές τις καταγγελίες, η Επιτροπή άσκησε κατά της Ιταλίας προσφυγή λόγω παραβάσεως ενώπιον του Δικαστηρίου.
Η εγκύκλιος
Το ΓΛΚ προέβη σε αναλυτικές και αυστηρές οδηγίες για την εκτέλεση του Προϋπολογισμού του 2020. Γίνεται σαφές ότι η διάθεση του συνόλου των εγγεγραμμένων πιστώσεων στον Κρατικό Προϋπολογισμό δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη.
Αναφέρεται για το θέμα των ληξιπρόθεσμων οφειλών του κράτους προς ιδιώτες ότι η ανάληψη υποχρεώσεων, που συνιστά υπέρβαση των εγκεκριμένων πιστώσεων ή ποσών διάθεσης, δεν συνεπάγεται μόνο την αυτοδίκαιη ακυρότητα των εν λόγω υποχρεώσεων, αλλά και ατομική ευθύνη για τα αρμόδια όργανα. Για αυτόν τον λόγο, από τους αρμόδιους ζητείται "λογαριασμός" το αργότερο 20 ημέρες μετά το τέλος του μήνα αναφοράς, αλλά και μηνιαίες και τριμηνιαίες εκθέσεις.
Καλούνται, επίσης, να μεριμνούν για την αποφυγή καθυστερήσεων στις πληρωμές για εμπορικές συναλλαγές, "προκειμένου να αποφευχθεί η καταβολή τόκων υπερημερίας και λοιπών αποζημιώσεων σε περίπτωση διενέργειας πληρωμών πέρα από τις προβλεπόμενες προθεσμίες που προβλέπει η κοινοτική οδηγία".
Πλέον, το εν λόγω ζήτημα έχει και μια δικαστική πτυχή. Η καταδίκη της Ιταλίας από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μένει να φανεί αν θα ανοίξει τον δρόμο για ανάλογες διεκδικήσεις και από άλλα κράτη-μέλη, όπως η Ελλάδα.
Το ζήτημα έχει δημοσιονομική πτυχή. Καθώς μπορούν οι εταιρείες, οι οποίες έχουν συμβάσεις με το δημόσιο, να ζητήσουν να εφαρμοσθεί η οδηγία που προβλέπει ακόμη και τόκο 8% στις οφειλές προς τον επιχειρηματικό κόσμο.
Έτσι, οι πιέσεις για την εξάλλειψη της "πληγής" που μειώνει τη ρευστότητα προς την αγορά αυξάνονται. Προς αυτή την κατεύθυνση άλλωστε κινήθηκε και η εγκύκλιος που εξέδωσαν οι υπηρεσίες του αρμόδιου υφυπουργού Οικονομικών Θοδωρή Σκυλακάκη και προειδοποιούν τους αρμόδιους φορείς (νοσοκομείο, ΔΕΚΟ, ασφαλιστικά ταμεία, ΟΤΑ κ.λπ.), που συνεχίζουν να παράγουν -αν και με μειούμενο ρυθμό- κρατικές οφειλές, να επιταχύνουν στοχευμένα τη δράση τους.
Η καταδίκη
Με την απόφαση "Επιτροπή κατά Ιταλίας" (Οδηγία για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών C-122/18), η οποία εκδόθηκε στις 28 Ιανουαρίου 2020, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) διαπίστωσε παράβαση εκ μέρους της Ιταλίας της οδηγίας 2011/7/ΕΕ, για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές. Αναφέρεται ότι η Ιταλία παρέλειψε να διασφαλίσει την αποτελεσματική τήρηση των προθεσμιών πληρωμής, οι οποίες δεν υπερβαίνουν τις 30 ή τις 60 ημερολογιακές ημέρες.
Στην Επιτροπή υποβλήθηκαν διάφορες καταγγελίες από επιχειρηματίες και ενώσεις επιχειρηματιών της Ιταλίας. Κατήγγειλαν τις υπερβολικά μακρές προθεσμίες εντός των οποίων οι ιταλικές δημόσιες αρχές συστηματικώς εξοφλούν τα τιμολόγιά τους όσον αφορά εμπορικές συναλλαγές με ιδιώτες επιχειρηματίες. Μετά από αυτές τις καταγγελίες, η Επιτροπή άσκησε κατά της Ιταλίας προσφυγή λόγω παραβάσεως ενώπιον του Δικαστηρίου.
Η εγκύκλιος
Το ΓΛΚ προέβη σε αναλυτικές και αυστηρές οδηγίες για την εκτέλεση του Προϋπολογισμού του 2020. Γίνεται σαφές ότι η διάθεση του συνόλου των εγγεγραμμένων πιστώσεων στον Κρατικό Προϋπολογισμό δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη.
Αναφέρεται για το θέμα των ληξιπρόθεσμων οφειλών του κράτους προς ιδιώτες ότι η ανάληψη υποχρεώσεων, που συνιστά υπέρβαση των εγκεκριμένων πιστώσεων ή ποσών διάθεσης, δεν συνεπάγεται μόνο την αυτοδίκαιη ακυρότητα των εν λόγω υποχρεώσεων, αλλά και ατομική ευθύνη για τα αρμόδια όργανα. Για αυτόν τον λόγο, από τους αρμόδιους ζητείται "λογαριασμός" το αργότερο 20 ημέρες μετά το τέλος του μήνα αναφοράς, αλλά και μηνιαίες και τριμηνιαίες εκθέσεις.
Καλούνται, επίσης, να μεριμνούν για την αποφυγή καθυστερήσεων στις πληρωμές για εμπορικές συναλλαγές, "προκειμένου να αποφευχθεί η καταβολή τόκων υπερημερίας και λοιπών αποζημιώσεων σε περίπτωση διενέργειας πληρωμών πέρα από τις προβλεπόμενες προθεσμίες που προβλέπει η κοινοτική οδηγία".