Η επιτευχθείσα δημοσιονομική προσαρμογή συνδέεται με υψηλό οικονομικό και κοινωνικό κόστος, αναφέρεται και επισημαίνεται πως σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του National Bureau of Economic Rese-arch, η επιτευχθείσα προσαρμογή ευθύνεται κατά το ήμισυ για την ύφεση της περιόδου 2009 ? 2015.
Η δημοσιονομική προσαρμογή που έχει επιτύχει η χώρα την τελευταία οκταετία είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή, υποστηρίζει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων, τονίζοντας πως το 2016 εκτιμάται ότι παρέμεινε πλεονασματικό υπερβαίνοντας τον στόχο που έχει τεθεί βάσει του τρίτου προγράμματος προσαρμογής.
Η επιτευχθείσα δημοσιονομική προσαρμογή συνδέεται με υψηλό οικονομικό και κοινωνικό κόστος, αναφέρεται και επισημαίνεται πως σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του National Bureau of Economic Research, η επιτευχθείσα προσαρμογή ευθύνεται κατά το ήμισυ για την ύφεση της περιόδου 2009 ? 2015. Μεγάλο μερίδιο ευθύνης ωστόσο, έχει και το ίδιο το μείγμα της δημοσιονομικής προσαρμογής που εν τέλει επικράτησε, που στηρίχθηκε, σε μεγαλύτερο βαθμό, στο σκέλος των φορολογικών εσόδων και την περικοπή των δαπανών του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, από ότι στον περιορισμό των πρωτογενών δαπανών. Πλέον η χώρα οφείλει να αντιμετωπίσει πλέον μία βασική πρόκληση σε συνεργασία με τους Ευρωπαίους εταίρους. Την ανάκτηση της εμπιστοσύνης του διεθνούς επενδυτικού κοινού, στη βάση ενός ρεαλιστικού και δομημένου προγράμματος μειώσεως του δημοσίου χρέους. Η αρχιτεκτονική του τρέχοντος προγράμματος προσαρμογής δίνει βάρος στην διατήρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων στο επίπεδο του 3,5% σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα από το 2018 και μετά. Αυτή η πολιτική είναι αμφίβολο εάν εξυπηρετεί τον ίδιο τον σκοπό της βιωσιμότητας του χρέους ενώ επιπλέον η επίτευξη αυτού του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα θα είναι πρωτόγνωρη για μία χώρα με υψηλό ποσοστό ανεργίας.
Το ΔΝΤ προτείνει τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, μέσω της συμπιέσεως της παραοικονομίας και της μειώσεως του αφορολογήτου ορίου, ως ενδεικτικά μέτρα για την επίτευξη των στόχων για τα πλεονάσματα. Συγκρίνοντας τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην περίοδο από το 1995 έως σήμερα, παρατηρούμε ότι μόνο 8 χώρες κατάφεραν να διατηρήσουν υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα (άνω του 3% του ΑΕΠ) για μακρύ χρονικό διάστημα (άνω των 5 ετών). Οι χώρες αυτές, όμως, διατηρούσαν την περίοδο των υψηλών πλεονασμάτων, υψηλό ρυθμό ανάπτυξης, ιδιαίτερα η Ιρλανδία και το Λουξεμβούργο, και πολύ χαμηλότερα ποσοστά ανεργία από ότι έχει σήμερα η Ελλάδα.
Ποιο είναι όμως το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος που σταθεροποιεί ή απομειώνει το δημόσιο χρέος; Υπάρχουν άλλοι παράμετροι που μπορούν να βοηθήσουν στην αποκλιμάκωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ ώστε να μην είναι υποχρεωτική η επιβολή συσταλτικής δημοσιονομικής πολιτικής για μεγάλο χρονικό διάστημα; Ουσιαστικά προκύπτουν δύο εκτιμήσεις για την εξέλιξη της μεταβολής του χρέους τα επόμενα χρόνια: η πρώτη υποθέτει ότι το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων είναι 1,5% και η δεύτερη ενσωματώνει την υπόθεση πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5%. Η μείωση του χρέους με βάση τα πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 3,5% προκύπτει προφανώς μεγαλύτερη.
Η διαφορά αυτή θα μπορούσε να καλυφθεί με ένα συνδυασμό παρεμβάσεων. Η κυβέρνηση θα μπορούσε να εφαρμόσει πολιτικές και μεταρρυθμίσεις πιο φιλικές προς την ανάπτυξη. Παράλληλα, η μείωση των επιτοκίων δανεισμού, η επιμήκυνση των λήξεων και άλλα μέτρα ελάφρυνσης στο πλαίσιο των μεσοπρόθεσμων μέτρων, εφόσον αυτά οριστικοποιηθούν και ποσοτικοποιηθούν από τους Ευρωπαίους θα αυξήσουν τη συμβολή του πραγματικού επιτοκίου στην αποκλιμάκωση του χρέους. Το συνδυαστικό αποτέλεσμα θα μπορούσε να εξαλείψει την ανάγκη για πλεόνασμα της τάξεως του 3,5% του ΑΕΠ και στο βαθμό μάλιστα που αυτά οδηγήσουν σε συμπερίληψη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης θα ενισχυθεί η εμπιστοσύνη, οι επενδύσεις και κατά συνέπεια η αναπτυξιακή δυναμική.