Λίγες ημέρες, πριν από την κρίσιμη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ την Πέμπτη, που θα μπορούσε να αποτελέσει αφετηρία για τη ροή θετικών ειδήσεων στην οικονομία μετά τη συμφωνία του Eurogroup, «φέρνοντας» άρση του waiver για τα ελληνικά ομόλογα και φθηνότερη ρευστότητα στις ελληνικές τράπεζες, στο κυβερνητικό στρατόπεδο επικρατεί αναβρασμός.
Στόχος είναι να κλείσουν άμεσα, μέσα στα επόμενα 24ωρα όλες οι εκκρεμότητες που άφησε η συμφωνία του Eurogroup, οι οποίες προκαλούν μεγάλη γκρίνια στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ. Αποτελούν όμως τα τελευταία προαπαιτούμενα για να εκταμιευθεί η υποδόση των 7,5 δισ. ευρώ, πριν από τα τέλη Ιουνίου. Φέρνοντας έτσι την οικονομία, με βάση τον κυβερνητικό σχεδιασμό, πιο κοντά στο νέο σημείο ισορροπίας που αναζητείται, μετά τη συμφωνία, η οποία σε κάθε περίπτωση κρίνεται κομβικής σημασίας για τη δυναμική εξόδου της χώρας από την εξαετή κρίση:
1. Έστω και μετ΄εμποδίων, εάν στο δυσμενές σενάριο, υπάρξουν μεσοπρόθεσμα νέες καθυστερήσεις ή προβλήματα στις διαπραγμάτευσεις με τους πιστωτές, έχει θέσει τις βάσεις για έξοδο στις αγορές, υπό προϋποθέσεις, έως το 2018. Στη βάση αυτού είναι η παροχή διασφαλίσεων στους επενδυτές πως είναι προκαθορισμένο, μακροπρόθεσμα, το κόστος εξυπηρέτησης χρέους σε ετήσια βάση, ενώ υπάρχει εγγύηση για περαιτέρω «διευκολύνσεις» και μάλιστα αυτόματα, σε μακροπρόθεσμη βάση.
Αγώνας δρόμου να κλείσουν όλες οι εκκρεμότητες έως την Πέμπτη
2. Θα καταστεί φθηνότερο το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών, με την άρση του waiver ίσως και την ερχόμενη εβδομάδα. Όταν δε ξεκινήσει η ένταξη και των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (QE), που ορισμένες πηγές ευελπιστούν πως αυτό ίσως συμβεί σχετικά άμεσα, θα βελτιωθεί καταρχήν το κλίμα, πυροδοτώντας ενδεχομένως και νέες αναβαθμίσεις από ξένους οίκους. Κινήσεις οι οποίες με τη σειρά τους θα μπορούσαν να συμπιέσουν περαιτέρω τα επιτόκια στα ελληνικά ομόλογα, που ήδη βρέθηκαν κάτω του 7%. Περαιτέρω υποχώρηση, κάτω από από τη ζώνη του 5% - 6% βάζει την οικονομία, από τεχνικής άποψης σε τροχιά εξόδου στις αγορές, ενώ αποτελεί, σε θεωρητική βάση, καταλύτη για να συμπιεστεί συνολικά το κόστος χρηματοδότησης της οικονομίας.
Οι κίνδυνοι ωστόσο παραμένουν σημαντικοί. Κρίσιμης σημασίας είναι εάν οι θετικές κινήσεις που μπορεί να πυροδοτήσει η συμφωνία μαζί με τη διάθεση ρευστότητας στην αγορά μέσω της εξόφλησης των ληξιπρόθεσμων, θα μπορέσει να αποδειχθεί, ισχυρό ή ανίσχυρο «όπλο» για την αντιστάθμιση των υφεσιακών μέτρων που έλαβε η κυβέρνηση ώστε να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση. «Hταν δύσκολη συμφωνία, υπό πίεση, με κακούς συσχετισμούς», ανέφερε χθες ο Ευκλ. Τσακαλώτος, μιλώντας στον ANT1. Αναγνώρισε ότι τα μέτρα είναι υφεσιακά και θα δυσκολέψουν τον κόσμο επισημαίνοντας πως η κυβέρνηση έκανε τεράστιες προσπάθειες να είναι τα μέτρα προοδευτικά και ταξικά, επιβαρύνοντας πολύ λιγότερο τους φτωχούς και περισσότερο τα μεσαία εισοδήματα. Η μάχη όπως και στο παρελθόν θα κριθεί στην κατανάλωση και στον τουρισμό, την ώρα που η επιστρορφή της οικονομίας σε ανάπτυξη μέσα στο δεύτερο εξάμηνο του 2016, είναι ιδιαίτερης κρισιμότητας στόχος, ενόψει των δύσκολων νέων συζητήσεων μεταξύ πιστωτών για το χρέος, πιθανόν προς τα τέλη του έτους, αλλά και με το δημοσιονομικό κόφτη, εν αναμονή.
Ταυτόχρονα η συμφωνία αφήνει σοβαρές εκκρεμότητες για το μέλλον ενώ έπεται μια ακόμη αξιολόγηση, η δεύτερη, μέσα στο φθινόπωρο η οποία θα αγγίξει θέματα - ταμπού στα εργασιακά. Στο πλαίσιο αυτό και με την κοινοβουλευτική πλειοψηφία να παραμένει, συμπαγής μεν, οριακή δε, παραμένει η ανησυχία και από την πλευρά των ξένων οίκων αξιολόγησης για το πολιτικό ρίσκο στην Ελλάδα και τις επιπλοκές που θα μπορούσε να προκαλέσει. Την ώρα δε που το μεγάλο ζητούμενο για τους επενδυτές, στους οποίους σχεδιάζει να στραφεί η Ελλάδα, αργά ή γρήγορα, είναι η διασφάλιση σταθερότητας και η αποκατάσταση κλίματος εμπιστοσύνης με τους επίσημους πιστωτές, το οποίο με τη σειρά του θα αποτελέσει εγγύηση και για τις αγορές.
Μάχη τηλεδιασκέψεων
Χθες, για ακόμη μία μέρα, οι τηλεδιασκέψεις σε τεχνικό επίπεδο, έδιναν και έπαιρναν για τους αστερίσκους της συμφωνίας, οι οποίοι μπορεί να είναι οι τελευταίοι, αλλά προκαλούν ένταση και στο εσωτερικό της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ. Στο επίκεντρο βρίσκονται τρία μεγάλα θέματα: Εάν θα απελευθερωθεί η πώληση και των δανείων, περίπου 13,7 δισ. ευρώ που έχουν δοθεί με εγγύηση του ελληνικού δημοσίου κατά κύριο λόγο σε δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς, η ιδιωτικοποίηση του Ελληνικού, καθώς αναζητείται συμφωνία πριν εκπνεύσει η νέα παράταση έως τις 23 Ιουνίου, και νέες προσθήκες στο νομικό πλαίσιο του υπερ-Ταμείου των ιδιωτικοποιήσεων για νομικές διασφαλίσεις στη διοίκηση. «Η κατάσταση πια είναι καθαρά στα χέρια της κυβέρνησης. Έχουμε μια συμφωνία, με ουρές που φέρουν βαθμό δυσκολίας αλλά ταυτόχρονα έχουμε και μια ευκαιρία για σταθεροποίηση», εκτιμά τραπεζικός παράγοντας.
Άλλωστε για να εκταμιευθεί η υποδόση των 7,5 δισ. ευρώ, θα πρέπει να προηγηθεί ψηφοφορία από ορισμένα κοινοβούλια στην Ευρωζώνη, εφόσον έχουν επικυρωθεί οι συμφωνίες, οπότε δεν υπάρχει χώρος για εκκρεμότητες.
«Αγκάθι» τα δάνεια 13,7 δισ. που δόθηκαν με εγγύηση του Δημοσίου
Δύσκολο μέτωπο αποδεικνύεται το τι θα γίνει με την απαίτηση των δανειστών να μην εξαιρεθούν από τη διαδικασία πώλησης, στο πλαίσιο της ρύθμισης για τα κόκκινα δάνεια, και εκείνα τα δάνεια που έχουν διατεθεί από τις τράπεζες με την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου. Συνολικά τα δάνεια αυτά κινούνται περίπου στα 13,7 δισ. ευρώ και αφορούν, μεταξύ άλλων, σε δάνεια ΔΕΚΟ, Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Ο κύριος όγκος των δανείων περίπου 9,5 δισ. αφορά σε δάνεια προς δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς, ενώ δάνεια με εγγύηση δημοσίου έχουν λάβει και ιδιωτικές επιχειρήσεις καθώς και ειδικές κατηγορίες πολιτών (πυρρόπληκτοι, σεισμόπληκτοι). Η ελληνική πλευρά φέρεται να έχει προτείνει στους δανειστές την απόσυρση της εγγύησης του Δημοσίου, εφόσον οι τελευταίοι επιμείνουν να απελευθερωθεί η πώληση και αυτής της κατηγορίας δανείων, κάτι που θα καθιστούσε ενδεχομένως και λιγότερο ελκυστική αυτή την κατηγορία των δανείων για τα Funds. Σε αντίθετη περίπτωση θα πρέπει να βρεθεί μια μέση λύση, καθώς το θέμα πρέπει να διευθετηθεί για να εκταμιευθεί η πρώτη υποδόση των 7,5 δισ. ευρώ τον Ιούνιο.