Στην επαναρρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και του καθεστώτος των συλλογικών διαπραγματεύσεων χωρίς όμως την... επιστροφή ούτε σε ό,τι ίσχυε στο παρελθόν ούτε όμως και σε όσα είχε...υποσχεθεί προεκλογικά (ή είχε νομοθετήσει τον Ιούλιο του 2015 και «πήρε πίσω», κατ’ απαίτηση των Θεσμών) οδηγείται η κυβέρνηση έως το ερχόμενο φθινόπωρο.
«Οδηγός» για τις παρεμβάσεις, σύμφωνα με το 3ο Μνημόνιο, θα είναι οι «βέλτιστες πρακτικές» στην Ευρωπαϊκή Ενωση, οι οποίες -όπως προκύπτει από τα συγκριτικά στοιχεία τα οποία κωδικοποιεί η «Ημερησία» με τη συνδρομή του οικονομολόγου Χρ. Ιωάννου- προοιωνίζονται μεγάλες ανατροπές.
Οι αποκλίσεις ανάμεσα στο ευρωπαϊκό και το ελληνικό «μοντέλο», όπως αυτό έχει διαμορφωθεί σήμερα μετά τις νομοθετικές ρυθμίσεις που επιβλήθηκαν από το 2012 και μετά στο πλαίσιο της δημοσιονομικής προσαρμογής, θα αποτυπωθούν στην πρώτη συγκριτική μελέτη η οποία θα παρουσιαστεί την ερχόμενη Δευτέρα σε συνεδρίαση της ανεξάρτητης επιτροπής των ξένων εμπειρογνωμόνων (πλην...ενός του καθηγητή και πρώην υπουργού Ι. Κουκιάδη) στο Αμστερνταμ «ανοίγοντας», στην πράξη, τη διαδικασία της «διαπραγμάτευσης» της ηγεσίας του υπουργείου Εργασίας με τους Θεσμούς.
«Από δεκαετιών η χώρα στερούνταν ενός σχεδίου για την οικονομική και την κοινωνική πορεία της, και για τα εργασιακά, αρκούμενη στην συντήρηση ρυθμίσεων της μετεμφυλιακής - μεταπολεμικής Ελλάδας του 1950 και της ατελούς μεταπολίτευσης του 1974, και εναποθέτοντας τις προσαρμογές στην υποτιθέμενη «ευρωπαϊκή προοπτική» της, και μόνον αποσπασματικά και «πυροσβεστικά» προχωρούσε σε επιλογές υπό το βάρος εξωγενών υποχρεώσεων (π.χ. ευρωπαϊκές οδηγίες) ή της ανάγκης βραχυπρόθεσμων προσαρμογών», σχολιάζει ο Χρ. Ιωάννου εξηγώντας ότι «όταν το 2008-2009 η ελληνική οικονομία ήρθε αντιμέτωπη με τα πρώτα ρήγματα της διαρθρωτικής κατάρρευσης και όταν το 2010, το 2012 και το 2015 βρέθηκε ενώπιον της χρεοκοπίας, στερούνταν - και στα εργασιακά - δυνατότητας κατανόησης και επιλογών ώστε αυτοδυνάμως και ενδογενώς, να μεταρρυθμίσει το σύστημα εργασιακών σχέσεων. Οι εγχώριοι θεσμοί των εργασιακών σχέσεων είχαν (αυτό) καθηλωθεί σε ρόλους παρατηρητών για επιλογές που ορίζονταν εξωγενώς»...
Ο κατώτατος μισθός
Θεσμοθετημένος εθνικός κατώτατος μισθός, χωρίς επιδόματα και τριετίες, υπάρχει σήμερα σε 22 από τις 28 χώρες - μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης ύστερα και από την εισαγωγή του στη Γερμανία (κατώτατο ωρομίσθιο στα 8,50 ευρώ, σταδιακά από το 2015 και πλήρως μέχρι το 2017 με πρόβλεψη ανακαθορισμού του από το 2018).
Σε όλες σχεδόν τις χώρες, ωστόσο, η απόφαση για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου γίνεται κρατικά και όχι μέσω απ’ ευθείας διαπραγματεύσεων των κοινωνικών εταίρων.
Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι ενώ τα γερμανικά συνδικάτα και οι εργοδοτικές οργανώσεις, επί δεκαετίες, δεν ήταν υπέρ της εισαγωγής νομοθετημένου και κρατικά ορισμένου κατώτατου μισθού (καταργεί τη συλλογική αυτονομία, διαλύει το σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων και δίνει ρυθμιστικό ρόλο στο κράτος), οι οικονομικές συνθήκες, η ελεύθερη κυκλοφορία εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Ενωση και η υποχώρηση της συνδικαλιστικής πυκνότητας, δεν επέτρεπαν πλέον την εξασφάλιση αξιοπρεπών μισθών σε αρκετούς κλάδους...
Με δεδομένες τις μεγάλες αλλαγές που έχουν συντελεστεί στην ελληνική αγορά εργασίας και την παράταση του προγράμματος προσαρμογής, θεωρείται σχεδόν αδύνατο να καταργηθεί ο πυρήνας του ν. 4172/13 που προβλέπει μηχανισμό καθορισμού του κατώτατου μισθού και του ημερομισθίου από το κράτος με βάση αντικειμενικά κριτήρια (παραγωγικότητα, ανταγωνιστικότητα, κόστος ζωής, επίπεδο απασχόλησης κ.α.), ύστερα από προηγούμενη διαβούλευση με τη ΓΣΕΕ και τις εργοδοτικές οργανώσεις.
Ακόμη κι’ αν αλλάξει μερικώς ο σχετικός νόμος, στελέχη της αγοράς θεωρούν ότι θα υπάρξει θέμα για τις («παγωμένες») τριετίες, το επίδομα γάμου (ισχύουν έως τα τέλη του 2016, με βάση την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας σε αντίθεση με τα επιδόματα ωρίμασης, τέκνων, σπουδών και επικίνδυνης εργασίας τα οποία είναι υποχρεωτικά) και ενδεχομένως για την καταβολή των μισθών σε 12μηνη βάση (αντί των 14 σήμερα μαζί με τα δώρα και το επίδομα αδείας). Ως «αντίβαρο», η κυβέρνηση θα μπορούσε να «κερδίσει» την κατάργηση του χαμηλότερου κατώτατου μισθού που ισχύει για τους νέους ηλικίας έως 25ετών (510,95 ευρώ έναντι 586,08 ευρώ για όλους τους άλλους).
Επέκταση συμβάσεων
Εχοντας ως «πάτωμα» ασφαλείας τον κατώτατο (νομοθετημένο) μισθό για τις ελάχιστες αμοιβές κάθε ατομικής ή επιχειρησιακής σύμβασης εργασίας, η ευρωπαϊκή πρακτική ενθαρρύνει την αποκέντρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την (υπό όρους) επέκταση όσων υπογράφονται σε επίπεδο κλάδου. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Ολλανδίας, της Αυστρίας, της Δανίας κ.α όπου έχει αναπτυχθεί κουλτούρα διαπραγμάτευσης σε κλαδικό και επιχειρησιακό επίπεδο.
Στην Ελλάδα κυριαρχούν, πλέον, οι ατομικές (σχεδόν για τους 8 στους 10 εργαζόμενους) και οι επιχειρησιακές συμβάσεις (163 μέσα στο πρώτο 5μηνο!) ενώ οι ελάχιστες κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές (μόνο 6 και 3, αντίστοιχα), δεσμεύουν μόνο τα μέλη των εργοδοτικών οργανώσεων που τις υπογράφουν, δημιουργώντας συνθήκες άνισου ανταγωνισμού (και αποχώρησης των εργοδοτών από τις οργανώσεις τους).
Νομικοί κύκλοι θεωρούν ότι η κυβέρνηση μπορεί να πετύχει την επαναφορά της επέκτασης των κλαδικών συμβάσεων εφόσον, όμως, τις υπογράφουν συνδικαλιστικές οργανώσεις και εργοδοτικοί φορείς που θα εκπροσωπούν το 51%. Ερώτημα υπάρχει για το εάν θα διατηρείται δικαίωμα αυτοεξαίρεσης (opt out) σε επιχειρήσεις ενώ «υπό εξέταση» θα τεθεί και το καθεστώς της μεσολάβησης και της διαιτησίας για την επίλυση των εργατικών διαφορών, μετά τις αλλαγές που έχουν γίνει στα χρόνια των Μνημονίων.
Οι απεργίες
Περιορισμένος, σε σύγκριση με άλλες χώρες, είναι στην Ελλάδα ο χρόνος προειδοποίησης για την κήρυξη απεργιών (24 ώρες στον ιδιωτικό τομέα και 4 ημέρες στον ευρύτερο δημόσιο) ενώ «ελέγχονται» οι διαδικασίες λήψης των αποφάσεων και οι συνδικαλιστικές «διευκολύνσεις» (άδειες, απαγόρευση απόλυσης κ.ά.).
Πουθενά «βέτο»
Ομαδικές απολύσεις
Σε καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν προβλέπεται υπουργικό «βέτο» σε ομαδικές απολύσεις ενώ μόνο στην Ολλανδία ζητείται προηγούμενη έγκριση από την περιφερειακή υπηρεσία απασχόλησης (UWV) η οποία, ωστόσο, εφαρμόζει την «ουσία» της ευρωπαϊκής οδηγίας 98/59/ΕΚ και των διεθνών συμβάσεων, επιβάλλοντας στον εργοδότη ακόμη και την υποχρέωση καταβολής επιδομάτων ανεργίας. Στην Ελλάδα είναι ελεύθερες οι απολύσεις σε επιχειρήσεις με λιγότερα από 20 άτομα, και δεν ελέγχονται οι απολύσεις μέχρι 6 εργαζομένων το μήνα για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν 20 έως 150 άτομα και 5% του προσωπικού και μέχρι 30 εργαζόμενοι για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν πάνω από 150.
Προβλήματα υπάρχουν, ωστόσο, στην εφαρμογή της ουσίας της κοινοτικής νομοθεσίας (διαδικασία ουσιαστικών διαβουλεύσεων, κριτήρια επιλογής των προς απόλυση εργαζομένων, σχέδιο για τη στήριξη, κατάρτιση ή και επαναπρόσληψη, κατά σειρά προτεραιότητας, των απολυομένων, αν αλλάξουν οι συνθήκες) ενώ δεν υπάρχουν προστατευτικές διατάξεις για τους εργαζόμενους σε περιπτώσεις χρεοκοπίας (δεν μπορούν να λάβουν ούτε επίδομα), υποχρέωση αιτιολόγησης των απολύσεων. Ως αντάλλαγμα η χώρα μας διατηρεί υψηλότερες αποζημιώσεις που «κουρεύονται» εφόσον υπάρξει προειδοποίηση (εργοδοτικοί κύκλοι ζητούν να περιοριστεί κάτω από τους 4 μήνες που είναι το ανώτατο όριο για όσους έχουν πάνω από 10 έτη εργασίας στον ίδιο εργοδότη).
Η Ελλάδα αποκλίνει, τέλος, σε ό,τι αφορά το δικαίωμα των εργοδοτών στην ανταπεργία (lockout) που, όμως, δεν ζητούν να το αποκτήσουν οι εργοδοτικές οργανώσεις. Σχετική συμφωνία μη αλλαγής του πλαισίου είχε γίνει στη Γενεύη, επί υπουργίας του Γ. Βρούτση, με αποτέλεσμα το Διεθνές Γραφείο Εργασίας να ανακοινώσει ότι δεν είναι πάντα προς...μίμηση όσα ισχύουν σε άλλες χώρες («η οδήγηση στα αριστερά είναι βέλτιστη πρακτική στο Λονδίνο, αλλά, όχι στη Nέα Yόρκη» έλεγε χαρακτηριστικά η σχετική Εκθεση).