Υπό την προϋπόθεση ότι οι Βρετανοί ψηφοφόροι δεν θα επιλέξουν την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου στο Δημοψήφισμα της Πέμπτης 23 Ιουνίου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Γερμανία έχει υιοθετήσει ή μάλλον επιστρέφει σε μια γνώριμη επιλογή της κάθε φορά που αντιμετωπίζει κρίσιμο ευρωπαϊκό δίλημμα.
Η αρχή έγινε πριν από έξι χρόνια, την άνοιξη του 2010, όταν η Αθήνα και οι υπόλοιποι εταίροι του Βερολίνου στην Ευρωζώνη άκουγαν παρασκηνιακά αλλά και διάβαζαν δημόσια σε σχόλια του γερμανικού Τύπου ότι η Καγκελάριος Μέρκελ δεν μπορεί να δεσμευθεί στη διάσωση της εκτός αγορών Ελλάδας πριν από τις τοπικές εκλογές στο Ομόσπονδο Κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας.
Τη συνταγή αυτή ανέσυρε ο Σόιμπλε στην αναβαθμισμένη εκδοχή της σε ομοσπονδιακό επίπεδο με τη σαφή στήριξη της Μέρκελ: Από την απομείωση ή όχι του ελληνικού χρέους, τη συνεργασία Ε.Ε. -Τουρκίας στο Προσφυγικό, αλλά και το θεσμικό μέλλον της Ευρωζώνης όλα μετατίθενται για μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2017.
Στις γερμανικές καλένδες η Ευρώπη αναστενάζει
Τα παραπάνω μέτωπα είναι δύο εντελώς ανόμοιες προκλήσεις, αλλά με βέβαιο υψηλό έως απαγορευτικό εσωτερικό πολιτικό κόστος και έτσι υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής μεταξύ τους. Στο πρόσφατο Eurogroup το Βερολίνο προσπάθησε να μεταθέσει τη συζήτηση για την απομείωση του ελληνικού χρέους για μετά το 2018 και το τέλος του προγράμματος, μια κομψή πιρουέτα για να μην αναφερθεί ευθέως στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2017. Είναι σαφές ότι το ΔΝΤ που δεν θέλησε να χρεωθεί το μπλοκάρισμα της χρηματοδότησης της Αθήνας διατηρεί την ελευθερία κινήσεων να επανέλθει στην αρχική του τοποθέτηση όποτε θέλει με τη μια ή την άλλη φόρμουλα και διατύπωση.
Παρόμοια κατάσταση και ως προς την κατάργηση της βίζας για την είσοδο Τούρκων πολιτών στη Ζώνη Σένγκεν, με τη Μέρκελ να προσπαθεί να βρει μια φόρμουλα μετάθεσης της απόφασης για μετά τον Σεπτέμβριο του 2017, που να είναι αποδεκτή ως διαχειρίσιμη από τον Ερντογάν.
Η λογική του ετεροχρονισμού
Στις γερμανικές καλένδες η Ευρώπη αναστενάζει
Αν άνοιγε σήμερα η συζήτηση για το χρέος, το δάνειο προς την Ελλάδα που ψήφισε το περασμένο καλοκαίρι η γερμανική Βουλή φωτίζεται ως μεταφορά πόρων, ένα προεκλογικό δώρο προς την «Εναλλακτική για τη Γερμανία» και ταυτόχρονα μια αιτία πολέμου για τη Χριστιανοσοσιαλιστική Ενωση της Βαυαρίας CSU. Την ίδια στιγμή, η κατάργηση της βίζας για Τούρκους πολίτες σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις απορρίπτεται πλειοψηφικά από την κοινή γνώμη από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα: Από τα Δεξιά καθώς η περιχαράκωση και η αναδίπλωση στην εθνική ταυτότητα δεν διαφοροποιεί τον πρόσφυγα-μετανάστη και τον Τούρκο τουρίστα που λόγω του Πολέμου με το ΡΚΚ στη Νοτιοανατολική Τουρκία είναι και δυνητικός πρόσφυγας. Από τα Αριστερά, καθώς η άρνηση του Ερντογάν να αλλάξει τον αντιτρομοκρατικό νόμο θεωρείται εκβιασμός ενός αυταρχικού ηγέτη προς τη δημοκρατική Ευρώπη.
Από την άρνηση στη μετάθεση
Στις γερμανικές καλένδες η Ευρώπη αναστενάζει
Ο Σόιμπλε υπό το πιεστικό σφυροκόπημα του ΔΝΤ και των ΗΠΑ αλλά και της Μέρκελ εν όψει της Συνόδου Κορυφής των G-7 δήλωσε ότι η Γερμανία θα δεχθεί επί της αρχής να ανοίξει η συζήτηση για το χρέος της Ελλάδας όμως μόνο από το 2018 και μετά, μια τοποθέτηση που θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως υποχώρηση από τον μέχρι τώρα απόλυτο γερμανικό απορριπτισμό. Σε ό,τι αφορά τη βίζα προηγήθηκε δημοσίευμα της Bild πο ανάφερε ότι η κυβέρνηση στο Βερολίνο δεν περιμένει την κατάργησή της πριν από το 2017, καθώς εκτιμά ότι η Αγκυρα δεν θα εκπληρώσει τα προαπαιτούμενα μέχρι το τέλος του χρόνου. Ομως και στα δύο παραπάνω ανοικτά μέτωπα διαπραγμάτευσης, αυτό που παρουσιάζεται σε πρώτη ανάγνωση ως προσαρμογή σταδιακή και υπό προϋποθέσεις κινδυνεύει να αποδειχθεί επί της ουσίας μια σκλήρυνση της γερμανικής πλευράς.
Πάγωμα σήμερα, τέλος αύριο;
Οταν ξέσπασε η κρίση στην Ευρωζώνη την άνοιξη του 2010 και άρχισε από πλευράς Μέρκελ η αξιοποίηση των τοπικών εκλογικών αναμετρήσεων ως άλλοθι της αναβολής ή ακόμη πιο ωμά της αποφυγής λήψης κρίσιμων αποφάσεων, οι εταίροι της Γερμανίας άρχισαν να οικοδομούν μεγάλες προσδοκίες με ορίζοντα τις ομοσπονδιακές βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2013: Μέχρι τότε η παρουσία του Κόμματος των Φιλελευθέρων θα ήταν μια σταθερή τροχοπέδη στην «ρεαλίστρια» Μέρκελ.
Στις γερμανικές καλένδες η Ευρώπη αναστενάζει
Οι Φιλελεύθεροι κατακρημνίσθηκαν τον Σεπτέμβριο του 2013 από το θριαμβευτικό 15% που είχαν λάβει στις κάλπες του Σεπτεμβρίου του 2009 κάτω από το πλαφόν του 5% των ψήφων που απαιτείται για να εκπροσωπείται ένα κόμμα στην Ομοσπονδιακή Βουλή.
Οι Σοσιαλδημοκράτες επανήλθαν στη διακυβέρνηση ως εταίροι ενός Δεύτερου Μεγάλου Συνασπισμού με τους Χριστιανοδημοκράτες, ο Σόιμπλε παρέμεινε υπουργός Οικονομιών και η πολιτική της Γερμανίας στην Ευρωζώνη ίδια και απαράλλακτη.
Οι Φιλελεύθεροι των Μπρούντερλε και Βεστερβέλε χρεώθηκαν αδίκως την ευθύνη για την ευρωπαϊκή ακινησία του Βερολίνου: Οταν ξέσπασε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση το 2008 μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers οι συνεταίροι της Μέρκελ δεν ήταν οι κακοί του FDP, αλλά οι καλοί του SPD και στη θέση του κακού Σόιμπλε στο υπουργείο Οικονομικών βρισκόταν ο καλός Σοσιαλδημοκράτης Στάινμπρουκ, υποψήφιος καγκελάριος των Σοσιαλδημοκρατών στις εκλογές του 2013!
Η Βουλή της Βαϊμάρης και ο σπάταλος Νότος
Είναι πέραν κάθε αμφισβήτησης ότι ο ευρωσκεπτικισμός και η εθνική εσωστρέφεια θα είναι ενισχυμένες στην επόμενη Ομοσπονδιακή Βουλή της Γερμανίας όπου η «Εναλλακτική για τη Γερμανία», οι Φιλελεύθεροι αλλά και η Χριστιανοσοσιαλιστική Ένωση της Βαυαρίας θα διαγκωνίζονται να μη χαριστούν τα χρήματα των φορολογουμένων όχι μόνον στην Ελλάδα αλλά στον σπάταλο Νότο συνολικά και να μην ανοίξουν τα σύνορα της Σένγκεν στους Μουσουλμάνους αλλά και σκουρόχρωμους Τούρκους.
Πέραν των προκλήσεων της διαχείρισης της Κρίσης της Ευρωζώνης, της θεσμικής εμβάθυνσης προς την κατεύθυνση Πολιτικής Ενωσης αλλά και τηα διαμόρφωση μιας συνολικής στρατηγικής για το Προσφυγικό-μεταναστευτικό και τις σχέσεις Ευρωπαϊκής Ενωσης - Τουρκίας, η επόμενη Ομοσπονδιακή Βουλή στη Γερμανία θα είναι σε τέτοιο βαθμό πολυδιασπασμένη που θα παραπέμπει περισσότερο στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης (1919-1933) παρά στη Μεταπολεμική Δημοκρατία της Βόννης (1949-1990) και τη Δημοκρατία του Βερολίνου από τότε μέχρι τις μέρες μας που είναι η συνέχειά της ως προς την κυβερνητική σταθερότητα.
Σήμερα στην Μπούντεσταγκ αντιπροσωπεύονται η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση σε συνασπισμό με τη Χριστιανοσοσιαλιστική Ένωση της Βαυαρίας, οι Σοσιαλδημοκράτες, η Αριστερά και οι Πράσινοι.
Η τετρακομματική Βουλή θα δώσει τη σκυτάλη στην επόμενη που θα είναι από ό,τι καταγράφουν οι Δημοσκοπήσεις μάλλον επτακομματική: Δίπλα στα τέσσερα κόμματα της σημερινής Βουλής θα έχουμε πιθανότατα ως ξεχωριστό κόμμα τους Χριστιανοσοσιαλιστές της Βαυαρίας, τους Φιλελεύθερους να επιστρέφουν μετά από μια τετραετία απουσίας και την Ευρωσκεπικιστική - Λαϊκιστική Εναλλακτική για τη Γερμανία.
Ποιος πιστεύει στα σοβαρά ότι μια κρίσιμη επιλογή που δεν είναι διαχειρίσιμη με αποδεκτό πολιτικό κόστος στην σημερινή Μπούντεσταγκ θα είναι στην επόμενη;
Πέραν της επτακομματικής Μπουντεσταγκ μια άλλη δημοσκοπική επί του παρόντος βεβαιότητα είναι η ραγδαία αποδυνάμωση των ποσοστών των Σοσιαλδημοκρατών, που πληρώνουν το κόστος της μακρόχρονης συγκυβέρνησης με τους Χριστιανοδημοκράτες: Μια δυναμική που, αν δεν ανατραπεί, στενεύει τις μετεκλογικές κυβερνητικές επιλογές και τις οριοθετεί μάλλον προς τα δεξιά, καθώς δεν υπάρχουν περιθώρια προς κεντροαριστερή διεύρυνση του Μεγάλου Συνασπισμού.
Είναι ολοφάνερο ότι οι εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2017 είναι ένα οριακά αξιόπιστο άλλοθι: Η κυβέρνηση του Μεγάλου Συνασπισμού στο Βερολίνο, αλλά και συνολικά η πολιτική ηγετική ελίτ της χώρας περιμένουν την επιλογή των Βρετανών ψηφοφόρων στις 23 Ιουνίου, το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών στην Ισπανία τρεις μέρες αργότερα, τις εξελίξεις στη Γαλλία, όπου η ακραία σύγκρουση Ολάντ- Συνδικάτων μπορεί να επιταχύνει τις εξελίξεις που έχουν ως ορίζοντα την διπλή εκλογική αναμέτρηση της άνοιξης του 2017. Πέραν των παραπάνω μπορεί η Γερμανία αλλά και ο οποιοσδήποτε άλλος σημαντικός παίκτης στη διεθνή σκηνή να κάνει σαφείς και δεσμευτικές εθνικές και περιφερειακές επιλογές πριν από την προεδρική εκλογή στις ΗΠΑ τον Νοέμβριο;