Επικοινωνιακή αντεπίθεση, εντός και εκτός Ελλάδας, σχεδιάζουν στη ΝΔ προκειμένου αφενός να αποδομήσουν την κυβερνητική επιχειρηματολογία, αναφορικά με τα κέρδη που προκύπτουν από τις αποφάσεις του Eurogroup και αφετέρου να προβάλουν την εναλλακτική πρόταση που διατύπωσε στη Βουλή ο Κυρ. Μητσοτάκης για ετήσιο πλεόνασμα 2% και 4% ανάπτυξη.
Ο επικοινωνιακός σχεδιασμός της Λ. Συγγρού έχει ως ημερομηνία έναρξης τη Δευτέρα, 30 Μαΐου, όταν ο κ. Μητσοτάκης θα βρεθεί στο Λουξεμβούργο προκειμένου να πάρει μέρος στις εκδηλώσεις που θα γίνουν για τα 40χρονα από την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ) και στο περιθώριο των εκδηλώσεων αυτών θα έχει την ευκαιρία να συνομιλήσει με πολλούς Ευρωπαίους αξιωματούχους, μεταξύ των οποίων και με την Αγκ. Μέρκελ.
Ο πρόεδρος της ΝΔ, σύμφωνα με συνεργάτες του, σκοπεύει να επισημάνει στην Γερμανίδα καγκελάριο και τους υπόλοιπους συνομιλητές του, ότι το μείγμα των μέτρων που υιοθέτησε η ελληνική κυβέρνηση κινούνται σε λάθος κατεύθυνση και παράλληλα να τους παρουσιάσει αναλυτικά τη δική του πρόταση. Ο κ. Μητσοτάκης αναμένεται να επισημάνει στο Λουξεμβούργο ότι «χρειάζεται μια νέα συμφωνία-σχέση εμπιστοσύνης και αλήθειας, μεταξύ της Ελλάδας και των Ευρωπαίων εταίρων, που θα κατατείνει σε χαμηλότερα ετήσια πλεονάσματα της τάξεως του 2% και ταυτόχρονα ετήσια ανάπτυξη 4%», ανάγοντας τον στόχο αυτό ως την ειδοποιό διαφορά μεταξύ της πρακτικής του ΣΥΡΙΖΑ και της πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας.
«Ταπεινωτική συνθηκολόγηση»
Κεντρική διαπίστωση της επικοινωνιακής στρατηγικής της ΝΔ θα είναι ότι η κυβέρνηση «τα έδωσε όλα χωρίς να πάρει τίποτα» και ότι πρόκειται για μια «ταπεινωτική συνθηκολόγηση», αφού όπως θα επισημαίνεται «ο κόφτης και η ένταξη στο Ταμείο Αποκρατικοποίησεων του συνόλου της κρατικής περιουσίας, επιβλήθηκαν εξ αιτίας της αναξιοπιστίας και των παλινωδιών της κυβέρνησης».
Ο κ. Μητσοτάκης θα επιχειρήσει, επίσης, να καταδείξει μια διαφορετική πολιτική στο θέμα των ιδιωτικοποιήσεων, καθώς υπάρχουν φόβοι ότι σε ένα μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης ενδέχεται να εμπεδωθεί η άποψη ότι ο Αλ. Τσίπρας με την υιοθέτηση ενός ευρύτατου προγράμματος αποκρατικοποιήσεων «στερεί» από τη ΝΔ το μεγαλύτερο μεταρρυθμιστικό της «όπλο», καθώς αυτή ήταν διαχρονικά υπέρ της μείωσης του δημόσιου τομέα με βασικό «εργαλείο» την παραχώρηση σε ιδιώτες ενός μεγάλου τμήματος δημόσιων υποδομών και κρατικής περιουσίας.
Στη Λ. Συγγρού θέλουν να αποφύγουν την «παγίδα» και να εμφανιστεί ότι περνούν στο άλλο... άκρο, καταγγέλλοντας την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων και προς τούτο επικεντρώνουν την κριτική τους στη δομή και τη λειτουργία του Ταμείου Αποκρατικοποιήσεων επισημαίνοντας πως «οι εταίροι μας δεν ζήτησαν ποτέ από τη ΝΔ ένα τέτοιο ταμείο, αλλά το επέβαλαν στη σημερινή κυβέρνηση γιατί δεν τους έχουν καμία εμπιστοσύνη ότι θα κάνουν όσα δεσμεύτηκαν και θα προχωρήσουν οι αποκρατικοποιήσεις και η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας».
Το ζητούμενο, ωστόσο, τονίζουν συνεργάτες του κ. Μητσοτάκη, «είναι να συνδυαστούν οι αποκρατικοποιήσεις με πολιτικές ανάπτυξης που θα απελευθερώσουν ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια και θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας», επισημαίνοντας ότι αυτό «μπορεί να γίνει μόνο αν διασφαλιστούν θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης στην πενταετία 2017-2021».
Ο στόχος του «2+4»
Στο πλαίσιο αυτό, εξειδικεύοντας την πρόταση- στόχο για 2% πλεονάσματα και 4% ανάπτυξη την πενταετία
2017-2021, υπογραμμίζουν πως «σημείο αφετηρίας της νέας συμφωνίας με τους εταίρους θα πρέπει να είναι η διαπίστωση ότι η ελληνική οικονομία είναι αδύνατον να πετυχαίνει πλεονάσματα της τάξης του 3,5% για τα επόμενα 15 χρόνια και πως ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος πρέπει να αναθεωρηθεί στο 2%».
Ταυτόχρονα, σημειώνουν για την πενταετία 2017-2021, «εμείς θα δεσμευτούμε ότι θα πετύχουμε ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 4% και εκείνοι ότι θα μας δώσουν μία ρύθμιση του χρέους που να εξασφαλίζει τη δυνατότητα αποπληρωμής του, χωρίς να στραγγαλίζει την ελληνική οικονομία».
Στη Λ. Συγγρού υποστηρίζουν ότι στόχος του 4% είναι εφικτός, με την υιοθέτηση ενός άλλου μείγματος πολιτικής που θα στηρίζεται στη συγκράτηση των δαπανών και στη μείωση των φόρων, κάτι που όπως τονίζουν θα προέλθει από την αύξηση των επενδύσεων στο 20% του ΑΕΠ, (από περίπου 11% σήμερα) και από την προώθηση μιας σειράς διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες -σύμφωνα με την φετινή έκθεση του ΟΟΣΑ- μπορούν να αυξήσουν το ΑΕΠ κατά 13,8% τα επόμενα χρόνια.
Ως διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα προτείνουν την υιοθέτηση μιας σειράς μέτρων για την αύξηση ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, την ενίσχυση της εξωστρέφειας και την αύξηση εξαγωγών κατά περίπου 10% ετησίως και εκτιμούν ότι «με την αύξηση των επενδύσεων και της εξωστρέφειας μπορούν να δημιουργηθούν 120.000 θέσεις εργασίας ετησίως και τη διαμόρφωση του ΑΕΠ, το 2021, στα 213 δισ. ευρώ, από τα 175 δισ. το 2016».
Με το 2% συν 4%, τονίζουν, «θα σπάσει οριστικά ο κύκλος της στασιμοχρεοκοπίας και θα υπάρξει πραγματική προοπτική εξόδου από την κρίση». Μόνο με ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης, καταλήγουν, «της τάξεως του 4%, για τα επόμενα πέντε συνεχόμενα χρόνια θα μπορέσει το 2021, το ΑΕΠ να φτάσει τα 213 δισ. ευρώ, να υπάρξουν επενδύσεις και να μειωθεί αισθητά η ανεργία».