Με τη γνωστή κυβερνητική πλειοψηφία ψηφίστηκε την προηγούμενη Κυριακή το πολυνομοσχέδιο με το οποίο φαίνεται ότι έχουν εκπληρωθεί όλες οι δεσμεύσεις που είχε αναλάβει η χώρα στο πλαίσιο της αξιολόγησης και της εκταμίευσης της δόσης.
Μπορεί να υπάρχει συγκρατημένη αισιοδοξία από την κυβέρνηση και τους δανειστές για την επιτυχή ολοκλήρωση των σχετικών διαπραγματεύσεων, ειδικά σε ότι αφορά την εκταμίευση της δόσης και στη συνέχεια τη βιωσιμότητα του χρέους, αλλά οι πολίτες μόνο αισιόδοξοι δεν μπορούν να είναι για τους οικογενειακούς τους προϋπολογισμούς.
Η ψήφιση του πολυνομοσχεδίου φέρνει αύξηση στο Φ.Π.Α. από 23% σε 24% από την επόμενη Τετάρτη 1η Ιουνίου και την κατάργηση των μειωμένων κατά 30% συντελεστών Φ.Π.Α. στη δεύτερη ομάδα των νησιών του Αιγαίου. Επίσης στη συνέχεια έρχονται αυξήσεις σε μια σειρά προϊόντων και υπηρεσιών λόγω αύξησης φόρων - τελών (τσιγάρα, καύσιμα) και θέσπισης νέων (συνδρομητική τηλεόραση, σταθερή τηλεφωνία, υγρά αναπλήρωσης ηλεκτρονικού τσιγάρου κ.λπ.).
Στο ερώτημα ποιες είναι οι επιπτώσεις από τις αυξήσεις στο Φ.Π.Α. και στους λοιπούς φόρους η απάντηση είναι πολλές, με κυρίαρχη τον περιορισμό της κατανάλωσης στα άκρως απαραίτητα που θα έχει σαν κύριο αποτέλεσμα τη μείωση του τζίρου των επιχειρήσεων γενικά. Ως γνωστόν στην αλυσίδα του εμπορίου η μείωση των λιανικών πωλήσεων πυροδοτεί αλυσιδωτές αντιδράσεις οι οποίες οδηγούν σε βαθύτερη από την αναμενόμενη ύφεση. Ειδικά δε για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι αυξήσεις αυτές δημιουργούν ένα σημαντικό πρόβλημα επιβίωσης, αν και πολλές από αυτές προτίθενται για άλλη μια φορά να τις απορροφήσουν ελαχιστοποιώντας τα ήδη συρρικνωμένα κέρδη τους, σε μια προσπάθεια να κρατήσουν τον καταναλωτή κοντά τους και να μη στραφεί αυτός στο παραεμπόριο.
Ποιοι κερδίζουν από αυτές τις αυξήσεις; Μα φυσικά θα κερδίσουν όσοι, ευτυχώς λίγοι, περιμένουν να ανεβάσουν τις τιμές κατά το δοκούν, με πρόσχημα την υπερφορολόγηση και αποτέλεσμα να αρχίσουν να κερδοσκοπούν πάλι ασύστολα εκμεταλλευόμενοι τη συγκυρία αυτή.
Περιμένει κανένας ότι θα αυξηθούν παράλληλα και τα δημόσια έσοδα; Όχι, γιατί παρά την αύξηση των συντελεστών οι προβλέψεις είναι δυσοίωνες και αναμένεται να υπάρξει στασιμότητα, ίσως και μείωση, στα δημόσια έσοδα διότι είναι αποδεδειγμένο ότι όσο αυξάνονται οι φόροι, ειδικά οι έμμεσοι, τόσο αυξάνεται και η φοροδιαφυγή.
Παράλληλα, θα πρέπει να θεωρηθεί σίγουρο ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος της κατανάλωσης θα μετακομίσει από τη νόμιμη οικονομία στη «μαύρη» οικονομία δηλαδή την παραοικονομία, διότι ως γνωστόν ο παραοικονομών έχει πλεονέκτημα έναντι του νόμιμου εμπόρου, πλεονέκτημα το οποίο στηρίζεται κατά κύριο λόγο στο ότι δεν καταβάλλει φόρους και ασφαλιστικές εισφορές με αποτέλεσμα να καθίσταται περισσότερο ανταγωνιστικός και να μπορεί να προσφέρει αγαθά και υπηρεσίες, συνήθως αμφιβόλου ποιότητας, σε καλύτερες τιμές.
Τα τελευταία έξι χρόνια, επήλθε μείωση των εισοδημάτων κατά συνέπεια και της αγοραστικής δύναμης της πλειοψηφίας των πολιτών με αποτέλεσμα να καταγράφεται μείωση της κατανάλωσης με αποτέλεσμα να μειώνονται αντίστοιχα τα φορολογικά έσοδα. Όταν ένα μεγάλο ποσοστό του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος δεν είναι καταγεγραμμένο γιατί η παραοικονομία ανθεί, αυξήσεις στην έμμεση φορολογία, οδηγεί σε ακριβώς αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, ειδικά σε περιόδους όπως αυτή που διανύουμε που η χώρα μας βρίσκεται σε βαθιά οικονομική ύφεση η οποία φαίνεται ότι θα διαρκέσει για πολλά χρόνια ακόμα.