Τι συνέβη με τη διαδικασία απομόχλευσης; Μετά τη χρηματοοικονομική κρίση του 2008, η «λιτότητα» και η «εξυγίανση των ισολογισμών» ήταν οι λέξεις-κλειδιά για την παγκόσμια οικονομία. Κι όμως, σήμερα, τα επίπεδα χρέους παραμένουν σε ανησυχητικά υψηλά επίπεδα.
Σύμφωνα με το McKinsey Global Institute, το χρέος διεθνώς έχει αυξηθεί κατά 60 τρισ. δολάρια (ή 75% του παγκόσμιου ΑΕΠ) από το 2008. Μια παγκόσμια οικονομία που συσσωρεύει -πάλι- χρέη χωρίς να παράγει επαρκή ζήτηση για να προσεγγίσει τους δυνητικούς ρυθμούς ανάπτυξής της, έχει εισέλθει σε επικίνδυνη τροχιά. Για να υπολογίσουμε όμως τον βαθμό επικινδυνότητας, πρέπει να εξετάσουμε διάφορους παράγοντες:
Πρώτον, πρέπει να ληφθεί υπόψη η κατανομή του χρέους ανά τομέα (νοικοκυριά, κυβερνήσεις, επιχειρήσεις εκτός τραπεζικού τομέα, τράπεζες). Χώρες με συγκρίσιμα -και υψηλά- επίπεδα χρέους προς το ΑΕΠ εμφανίζουν σημαντικές διαφορές όσον αφορά τη σύνθεση του χρέους τους. Η υπερχρέωση των νοικοκυριών, για παράδειγμα, είναι άκρως επικίνδυνη, διότι ένα σοκ στις τιμές των αξιών (π.χ. των ακινήτων) οδηγεί άμεσα σε μείωση της κατανάλωσης και περιορίζει τους ρυθμούς ανάπτυξης, τις επενδύσεις και την απασχόληση.
Ο δεύτερος προς εξέταση παράγοντας είναι οι ονομαστικοί ρυθμοί ανάπτυξης, δηλαδή οι πραγματικοί ρυθμοί ανάπτυξης συν τον πληθωρισμό. Οι πραγματικοί ρυθμοί ανάπτυξης σήμερα είναι βραδείς ενώ ο πληθωρισμός είναι εξαιρετικά χαμηλός, με ορισμένες οικονομίες να αντιμετωπίζουν κίνδυνο αποπληθωρισμού. Επειδή το χρέος αποτελεί «παθητικό» για τους οφειλέτες και «ενεργητικό» για τους πιστωτές, οι τάσεις αυτές συνεπάγονται αύξηση της αξίας για τους κατόχους ομολόγων και επιβάρυνση των οφειλετών. Το πρόβλημα είναι ότι σε ένα περιβάλλον χαμηλής ανάπτυξης αυξάνονται οι πιθανότητες χρεοστασίων και στην περίπτωση αυτή κανείς δεν κερδίζει.
Ο τρίτος παράγοντας για την αξιολόγηση των κινδύνων που εγκυμονεί η αύξηση των επιπέδων χρέους είναι η νομισματική πολιτική και τα επιτόκια. Παρότι κανείς δεν γνωρίζει ακριβώς πώς θα διαμορφωθεί το περιβάλλον «κανονικών» επιτοκίων στην εποχή μετά την κρίση, είναι λογικό να υποτεθεί ότι δεν θα μοιάζει με το σημερινό των μηδενικών ή ακόμα και αρνητικών επιτοκίων. Οι χώρες με υψηλά ή/και αυξανόμενα επίπεδα χρέους μπορεί να κρίνουν διαχείρισιμο το πρόβλημα τώρα, όμως η υπερ-χαλαρή νομισματική πολιτική δεν θα συνεχιστεί επ’ αόριστον. Δυστυχώς, οι σημερινές συνθήκες θεωρούνται από πολλούς ως περίπου μόνιμες, κάτι που δημιουργεί ψευδαίσθηση σταθερότητας και μειώνει τα κίνητρα για την υλοποίηση δύσκολων μεταρρυθμίσεων που προωθούν την ανάπτυξη στο μέλλον.
Ο τέταρτος και μάλλον σημαντικότερος παράγοντας για τον κίνδυνο του χρέους συνδέεται με τις επενδύσεις. Η αύξηση του χρέους για να διατηρηθούν τα τρέχοντα επίπεδα δημόσιας ή ιδιωτικής κατανάλωσης θεωρείται -ορθώς- ως μη βιώσιμο αναπτυξιακό μοντέλο. Εάν όμως η συσσώρευση χρέους χρησιμοποιείται ως μεταβατικό εργαλείο για την επανεκκίνηση μιας οικονομίας ή ως «ασπίδα» ενάντια σε αρνητικά σοκ ζήτησης, τότε θα μπορούσε να έχει θετικό αντίκτυπο.
Το συμπέρασμα είναι ότι, προκειμένου να τονώσουν την ανάπτυξη και την απασχόληση, οι αναπτυγμένες οικονομίες πρέπει να αρχίσουν να εστιάζουν περισσότερο στο τι είδους χρέος συσσωρεύουν. Εάν το χρέος χρηματοδοτεί αναπτυξιακού προσανατολισμού επενδύσεις, τότε ίσως να είναι πολύ καλή ιδέα. Εάν όμως χρηματοδοτεί «τρέχουσες δραστηριότητες» και αυξάνει μόνο τη βραχυπρόθεσμη ζήτηση, τότε είναι πολύ επικίνδυνο. Φυσικά, τα πράγματα δεν είναι τόσο ξεκάθαρα. Η απόδοση των δημόσιων επενδύσεων επηρεάζεται από την παρουσία ή απουσία μεταρρυθμίσεων που ποικίλλουν από χώρα σε χώρα, ενώ υπάρχει και περιθώριο καταχρήσεων, όταν δημόσιες δαπάνες βαφτίζονται ως επενδύσεις.
Ωστόσο, σε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων και ελλιπούς ζήτησης, η μη χαλάρωση των δημοσιονομικών περιορισμών για τις επενδύσεις είναι λάθος. Στην πραγματικότητα, οι σωστές δημόσιες επενδύσεις θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν περισσότερες ιδιωτικές επενδύσεις. Ο εντοπισμός των επενδύσεων αυτών θα έπρεπε να βρίσκεται στην καρδιά του δημόσιου διαλόγου για τα επίπεδα χρέους σήμερα.